You are currently viewing Άγγελος Ευθ. Αγγελόπουλος: ένα αφήγημα

Άγγελος Ευθ. Αγγελόπουλος: ένα αφήγημα

                                                                   

                        

  ΑΠΡΟΣΜΕΝΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

   Σήμερα παρουσιάστηκε η ανάγκη τροποποίησης του καθημερινού μας προγράμματος, γιατί στο νηπιαγωγείο, όπου εργάζεται η σύζυγος, παρουσιάστηκε κρούσμα της ανθεκτικότατης και αδιάλειπτα παρατεταμένης πλέον πανδημίας, του κορωνοϊού. Έτσι εγώ αναγκάστηκα να πάω τον σκυλάκο  μας, τον Άργο,  την καθιερωμένη του πρωινή βόλτα.

    Και λέω παρατεταμένη την πανδημία αυτή γιατί κρυφά μέσα μου ήλπιζα ότι όταν ζεστάνει ο καιρός, ο μεγάλος γιατρός, ο ήλιος, που έσωσε εκατομμύρια χρόνια πριν το ανθρώπινο είδος, θα το ξανάσωζε από τη δυστυχισμένη κατάσταση που περιήλθε προ ενός και πλέον έτους.

    Κατόπιν αυτού, όλα έπρεπε να γίνουν σε μικρότερο χρόνο, αυτοματικά, και στο τέλος  να είμαστε έτοιμοι ο καθένας ξεχωριστά για την εργασία του. Η μόνη κουβέντα που προλαβαίναμε να εκστομίσουμε ήταν το «ελεύθερο», εννοώντας συνοπτικά το χώρο της τουαλέτας.

   Αυτός, ο μικρότερος της οικογένειας, δηλαδή ο σκυλάκος, είναι συνηθισμένος να πηγαίνει τη βόλτα δυο ώρες αργότερα∙  γι’ αυτό όταν αντιλήφθηκε το γεγονός της απρόβλεπτης εξόδου μας, δεν αντέδρασε αμέσως με την ίδια ένταση και χαρά, όπως συνήθως συμβαίνει.  Άλλες φορές τον κυνηγάμε για να του φορέσουμε το λουρί του, επειδή κάνει ότι δήθεν δεν θέλει. Παίρνει φόρα και διατρέχει με ταχύτητα τους χώρους του σπιτιού σαν να θέλει να μας πει: «πιάστε με!».

   Τώρα όμως, έκατσε σχετικά χαλαρός να τον πιάσω, με ύφος μαχμουρλίδικο και σαν να επιθυμούσε τα χάδια, έτσι ζεστούλης που ήταν από τον ύπνο του.   Βγήκαμε τέλος πάντων στη γειτονιά, στη μικρότερη δυνατόν διαδρομή, γύρω από το πλησίον μας οικοδομικό τετράγωνο.

   Στην αρχή συναντήσαμε μια συνάδελφό μου που έπαιρνε τον δρόμο για την εργασία της, όπου ανταλλάξαμε τις πρωινές καλημέρες, μαζί με κάποιους στεναγμούς για το ατελείωτο της πανδημίας. Στο τέλος κλείσαμε την κουβέντα μας με την αναφορά στις ημερομηνίες και στο είδος των εμβολίων που πρόκειται να κάνουμε.

   Μετά, σε κάποιο σημείο του δρόμου μας, συναντήσαμε μια όμορφη μαύρη σκυλίτσα, που νομίζω θα της ταίριαζε η προσφώνηση «καλλονή». Είχε στιλπνό  τρίχωμα, μύες σφριγηλούς και καλοκτισμένους. Σώμα ευλύγιστο και αεικίνητη ουρά. Τα μάτια της ζωηρά περιεργάζονταν τον χώρο γύρω της και κάποτε τα έστελνε πονηρά στον σκυλάκο μας. 

  Η ώρα ήταν ώρα 7.15 και η ζέστη ήταν ήδη εξασφαλισμένη για το υπόλοιπο της ημέρας. Τη σκυλίτσα συνόδευε μια κυρία που όπως παρατήρησα, καθόσον δεν φορούσε την μάσκα της, είχε ύφος κατηφές και βιαζόταν να εκτελέσει την βόλτα της ως ειλημμένη υποχρέωση, όπως το ίδιο συνέβαινε και στη δική μου περίπτωση.

  Ο Άργος δεν έχασε ευκαιρία. Είχε βρει το κέφι του. Πλησίασε με ορμή την μαύρη καλλονή και άρχισε να την οσμίζεται στα ευαίσθητα σημεία της. Αυτή του έκανε τα δικά της και τα δυο ζωάκια χωρίς να το επιδιώκουν σκόρπιζαν στην ατμόσφαιρα χαλαρότητα και ευθυμία.

   Η κυρία που συνόδευε τη σκυλίτσα χαμογέλασε και σιγομουρμουρίζοντας κάτι είπε, που ενώ δεν άκουσα εγώ, θεώρησα απαραίτητο να της αντιτείνω με θυμοσοφική διάθεση «ευτυχώς που υπάρχουν τα ζώα, για να μας δείχνουν τα όριά μας», χωρίς βέβαια να είμαι σίγουρος για την κατανόηση που έτυχαν  αυτά τα λεγόμενά μου.

   Η συνάντηση έλαβε τέλος και ο σκύλος μου στη συνέχεια άλλαξε ενδιαφέροντα, απασχολούμενος με την εναποτεθείσα μυρωδιά από τσίσα προηγούμενων σκύλων. Και συνέχισε εκτελώντας τις αφοδεύσεις του, χωρίς  στο παραμικρό να νοιάζεται για τον τόπο και χρόνο και τις συνέπειες αυτών των ενεργειών του.

  Οι επόμενες ώρες της μέρας μας κύλησαν με τα γνωστά και συνηθισμένα φαινόμενα, τους αγχωμένους πολίτες, τις μάσκες, τα αντισηπτικά, τις αποστάσεις και τις απολυμάνσεις των χώρων εργασίας. Και προπαντός με τις ειδήσεις που συνεχώς μας κατέκλυζαν σχετικά με τις πιθανότερα  θετικές και ολιγότερον αρνητικές συνέπειες των πραγματοποιούμενων ανά τον κόσμο εμβολιασμών, για την επιτυχή αντιμετώπιση της θανατηφόρας πανδημίας.    

  Μόνο επιστρέφοντας στο σπίτι, το μεσημέρι, συνέβη το εντελώς απρόβλεπτο γεγονός μιας πυρκαγιάς, στο γειτονικό σε μας σπίτι. Ο  γιος της οικογένειας του γείτονα, μόνος του στο σπίτι, από αφηρημάδα ή ασυνείδητα ξέχασε στη φωτιά το τηγάνι με το λάδι. Ήδη δυο αυτοκίνητα της πυροσβεστικής είχαν καταφθάσει και πολλοί γείτονες παρακολουθούσαν τη συντελούμενη κατάσβεση της φωτιάς.  

                                                                 

Παυλίνα Παμπούδη

Η Παυλίνα Παμπούδη σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου (Ιστορία – Αρχαιολογία) και παρακολούθησε μαθήματα Μαθηματικών στη Φυσικομαθηματική Σχολή και ζωγραφικής στην Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και στο κολέγιο Byahm Show School of Arts του Λονδίνου. Έχει εκδώσει μέχρι στιγμής 15 ποιητικές συλλογές, 3 βιβλία πεζογραφίας, περισσότερα από 40 βιβλία δήθεν για παιδιά και 31 μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων. Επίσης, έχει κάνει 3 ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής, και έχει γράψει σενάρια για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, καθώς και πολλά τραγούδια.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.