You are currently viewing Αγγελική Στεφσνίδου: ένα αφήγημα

Αγγελική Στεφσνίδου: ένα αφήγημα

ΝΕΡΟ Ο ΧΡΟΝΟΣ!

 

Ο κυρ Αλέκος -έτσι τον φωνάζουν όλοι- κάθεται στην κεφαλή του τραπεζιού. Το τραπέζι γεμάτο με όλα του κόσμου τα καλά. Από το πρωί μαζεμένη όλη η οικογένεια στο «κτήμα». Η ημέρα καλοκαιρινή αν και μέσα Σεπτέμβρη. Κοιτάει γύρω με μάτια θολά. Από μικρός ήταν ευαίσθητος μα με το πέρασμα των χρόνων τα δάκρυα γίνονταν όλο και πιο εύκολα και τώρα πια ούτε καταλαβαίνει πότε κυλάνε. Φτάνει ένα «παππού!!» και ένα φιλί, ένα κελάηδημα ή μια φευγαλέα ανάμνηση και τρέχουν.  Πόσο μάλλον σήμερα.  Παιδιά και εγγόνια γύρω του μαζεύουν, απλώνουν, στρώνουν, ξεστρώνουν, πειράζονται, αγκαλιάζονται. Η κόρη του φέρνει μια τούρτα . ‘Όλοι μαζεύονται γύρω .. «  μεγάλος να γίνεις με άσπρα μαλλιά..» . Καταφέρνει να αστειευτεί : «δεν γίνεται να μην μεγαλώσω άλλο, βρε παιδιά;»  σβήνει το 87! και φυσικά ψάχνει με τα τρεμάμενα χέρια του το μαντήλι του  για να σκουπίσει τα δάκρυα του.

Νερό ο  χρόνος! Μεγάλη χαρά του δώσανε τα παιδιά του. Όχι σήμερα, με τη γιορτή αυτή. Σε όλη του τη ζωή. Οι γραμματιζούμενοι σε αυτή την ηλικία αναρωτιούνται αν πετύχαν. Ο κυρ Αλέκος βλέπει την κόρη του και το γιο του και δεν έχει καμία αμφιβολία. Καλά παιδιά και τα δυο. Αλλά πιο μεγάλη η χαρά των εγγονιών. Οι τέσσερις κούκλες του πρώτα και   τελευταίο το αγόρι.  Κρυφά μέσα του τον  περίμενε. Όχι για αυτά που λένε για τα κορίτσια και τα αγόρια  αλλά για να «ακούσει» το όνομά του – έτσι του μοιάζει πιο υποφερτός ο θάνατος.

Βλέπει τον εγγονό του να παίζει  με την μπάλα και σκέφτεται τον εαυτό του στην ίδια ηλικία, κοντά στα δέκα, αμέσως μετά την κατοχή, στην αρχή του εμφύλιου. Δέκα χρονών  έμαθε πως ο αντάρτης ο πατέρας του δεν θα γυρνούσε. ‘Έφυγε στη Ρωσία για να γλυτώσει. Δέκα χρονών έγινε αυτός, ο πρωτότοκος, αρχηγός της οικογένειας. Τον πήγε η μάνα του σε έναν συγγενή να του δείξει τη σπορά. Από εκείνη την μέρα τα έμαθε όλα μόνος του. Παιδάκι αυτός να μαλώνει με τον γείτονα που πήγαινε να κλέψει τετραγωνικά από το χωράφι τους. Παιδάκι αυτός να πρέπει να γυρνάει με χέρια γεμάτα για να φάνε τα 5 μικρότερα αδέρφια του.  Η μάνα του σκληρή, απαιτητική – η ζωή την έκανε. Η ίδια ζωή που τον έκανε να μην θυμάται αν υπήρξε ποτέ παιδί. Παιδί ήταν μόνο τα βράδια που έπλαθε την εικόνα του πατέρα του και  τον επικαλούνταν στις προσευχές του. Μεγάλος το βάρος, μικρές οι  πλάτες.

Πέρασε ο καιρός. Ήρθαν στην πόλη. Στην αρχή μαζί με την μάνα και τις αδερφές του. Οι αδερφοί του στα ξένα. Πώς να μείνουν στεγνά τα μάτια! Σιγά σιγά αυτός και η κυρά Σοφία,  μόνοι τους, χτίσανε μια κάμαρα. Έγκυος εκείνη κουβάλαγε τα τούβλα και όταν γεννήθηκε το κοριτσάκι τους υπήρχαν μέρες που το φαγητό δεν έφτανε. Τόσα χρόνια πολεμούσε μόνος του και τότε ξαφνικά έγινε ο γιος του αριστερού και του αρνιόνταν την δουλειά. Σε ποιόν? Σ’ αυτόν που ακόμη και τώρα λέει στα παιδιά του: «Ο άνθρωπος την μέρα που δεν δουλεύει γερνάει». Πάλι τα κατάφεραν. Και η κυρά Σοφία, βράχος. Κόντεψε να τη χάσει στη δεύτερη γέννα. Δόξα τω θεώ ζήσαν και αυτή και ο γιός του. Ακόμη και τότε στον πατέρα του προσευχήθηκε.  Ακόμη και τώρα αναρωτιέται πώς θα ήταν η ζωή του αν τον είχε.

Βρέθηκε να τον περιμένει στον σταθμό με όλη του την οικογένεια, η κόρη του στα τρία και ο γιός του ενός.  Φανταζόταν πως όταν κατέβαινε από το τρένο θα τον ξεχώριζε ανάμεσα στο πλήθος μεμιάς. Θα τον ένιωθε. Γελάστηκε. Πικράθηκε που δεν μπορούσε να τον αναγνωρίσει. Έψαχνε. Ολοι ίδιοι. Όταν άδειασε ο σταθμός  μια ψιλόλιγνη κυρτωμένη φιγούρα έμεινε αμήχανη, σχεδόν απελπισμένη, να κοιτάζει γύρω. Αυτός θα ήταν.  Με  συστολή και προσμονή παιδιού δέκα χρόνων ρώτησε: «Είσαι ο πατέρας μου;». Ο πατέρας έψαχνε λόγια και δεν έβρισκε. Μπόρεσε μόνο να ξεστομίσει σχεδόν με ντροπή: «Εσύ ποιο από τα παιδιά μου είσαι;».

Πάλι άρχισε τις κουβέντες για τα παλιά. Συχνά το κάνει. Καταλαβαίνει που οι νέοι  κρυφοχαμογελάνε – τα έχει πει πολλές φορές-.  Αυτός κρυφοχαμογελάει που ακούει τα δικά τους προβλήματα: « μικρό το σπίτι, παλιό το αυτοκίνητο…». Συνεχίζει… Πρέπει να νιώσουν πως τα τραπέζια δεν είναι πάντα γεμάτα και τα δεκάχρονα αγόρια δεν παίζουν πάντα ξέγνοιαστα μπάλα. Υπήρξαν καιροί όχι πολύ μακρινοί, σαν χθες, -νερό ο χρόνος- που τα αδέλφια δεν ήταν αγαπημένα και οι οικογένειες χωρίζονταν. Και τώρα κάποιοι άλλοι υποφέρουν. Η καρδιά του έγινε αλλεργική στον πόνο όχι τόσο στον δικό του όσο στον ξένο. Στα 87 του χρόνια έκανε ό,τι περνάει από το χέρι του να μην πειράξει κανέναν, να βοηθήσει όποιον μπορεί, ακόμη και από το υστέρημά του. Καθώς  βρήκε τον πατέρα του δεν τον αποχωρίστηκε και κοίταξε κι αυτόν και την μάνα του μέχρι το τέλος τους. Και στα παιδιά του έγινε ίσκιος, μην τους λείψει το στήριγμα. Αυτά τα απλά έκανε – όχι και τόσο απλά-.

Ο μικρός Αλέξανδρος τον ρωτάει συνωμοτικά στο αυτί: «παππού τι ευχή έκανες;” Τον αγκαλιάζει σφιχτά.  Για τον εαυτό του θα ήθελε μόνο, αν γίνεται και αν βγαίνουν οι ευχές των γενεθλίων – όπως λένε τα παιδιά του- να πάψει στον ύπνο του να τον ρωτάει ο πατέρας του: «Εσύ ποιο από τα παιδιά μου είσαι;».

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.