Αγαπούσε τον χρόνο που περνούσε. Πάντα τον αγαπούσε, αλλά το είχε ξεχάσει. Δεν ήθελε πια να είναι όλα τακτοποιημένα. Δεν τον ενδιέφερε πια, ένα σύμπαν που να φαίνεται τέλειο. Ως τώρα, το ένα μπαλκόνι του είχε μόνο χειμώνα και το άλλο, μόνο καλοκαίρι. Χωνεύτηκαν όμως οι εποχές, με τρόπο κατάλληλο, αν και πολύ οδυνηρό, και αυτός μαλάκωσε. Τότε ξαναεμφανίστηκαν και οι ενδιάμεσες εποχές, και οι ενδιάμεσες μέρες. Και όσο μαλάκωνε, ξαναθυμόταν, πώς, να αγαπάει, τον χρόνο, που οδυνηρά, περνούσε. (…)