You are currently viewing Αναστασία Κόκκινου: Γράμμα στὴν Παναγιώτα Λάσκαρη, μὲ ἀφορμὴ τὴν ποιητική της συλλογὴ Μικρὴ σπουδὴ πάνω στὸ πρόσωπο ἑνὸς Τεύκρου –  Συνομιλώντας μὲ τὸν Γιῶργο Σεφέρη.

Αναστασία Κόκκινου: Γράμμα στὴν Παναγιώτα Λάσκαρη, μὲ ἀφορμὴ τὴν ποιητική της συλλογὴ Μικρὴ σπουδὴ πάνω στὸ πρόσωπο ἑνὸς Τεύκρου –  Συνομιλώντας μὲ τὸν Γιῶργο Σεφέρη.

Ἀγαπημένη μου Γιώτα,

σοῦ γράφω αὐτὸ τὸ γράμμα δίχως χαρτιὰ καὶ δίχως σημειώσεις, ὡς ἀναγνώστης ἀνεπαρκής, ἐνίοτε εὐαίσθητος.

 

Μὲ μεγάλη χαρὰ πῆρα στὰ χέρια μου τὴν καινούργια σου ποιητική συλλογὴ ποὺ εἶχα τὴν τιμὴ να μοῦ χαρίσεις: Μικρὴ σπουδὴ πάνω στὸ πρόσωπο ἑνὸς Τεύκρου, Συνομιλώντας μὲ τὸν Γιῶργο Σεφέρη[1].

Κι ὕστερα ἄρχισα τὸ διάβασμα ἀνορθόδοξα, «ἀνάποδα», μόνο μὲ τὰ δικά σου ποιήματα, χωρὶς νὰ ἔχω μπροστά μου τὰ ποιήματα ἀναφορᾶς τοῦ μεγάλου μας ποιητῆ.

Στίχοι σου, ὅπως οἱ παρακάτω, χαράχτηκαν βαθιά, αὐθύπαρκτοι μέσα μου:

Ὁ νόστος θέλει πάντα πλεούμενο ὄνειρο νὰ προηγηθεῖ.[2]

Κι αὐτὸ εἶναι μιὰ στάση ἀρχαία: ἡ Ἀνάγκη

κατευναστικὴ ἡδύτητα τοῦ Θείου νὰ ὀνομάζεται.

Ἔτσι τρέχει ἡ Ἱστορία, μὲ ἀδηφάγα νομίσματα

νὰ κυκλοφορεῖ ἱεροπρεπῶς καὶ τὸ νόημα πάντα νὰ

ὑπολανθάνει…[3]

 

Τὸ φῶς χρειάζεται ἀναμονὴ καὶ ἡ ἀναμονὴ εἶναι ὑγρὴ

καὶ καταθλιπτικὴ σὰν ὑπόγειο.

Ὑπάρχει λύση: νὰ θάψεις τὴ φλογέρα

καὶ νὰ γίνεις ὁ νέος Ὀρφέας

μετὰ Θάνατον.[4]

 

Ἰδού, φίλοι μου, ἡ τοπιογραφία μας

καὶ ἡ ἔσω πατριδογνωσία μας μ’ ἕνα φῶς

ἀφέντη ἀπὸ πίσω ἀπὸ μπρὸς ἀπὸ πάνω

κι ἀπὸ κάτω.[5]

 

Ἀρχαῖος ὅσο καὶ νέος ὁ Μύθος

τὴν Ἱστορία φοδράρει γιὰ νὰ μὴ φθείρεται

ἀφοῦ ξαστόχαστα ξανὰ καὶ ξανὰ

οἱ ἄνθρωποι τὴ φορᾶνε κατάσαρκα.[6]

 

Τὸ πιὸ μεγάλο μερτικὸ στὴν Ἱστορία ὁ Θάνατος

ἀκριβοπληρωμένος γιὰ τοὺς δυνατούς.

[…]

Ὅσο γιὰ τὰ φτερὰ τῆς φήμης…

ἔπεα πτερόεντα…[7]

 

Σκάψε στὸν βράχο σου στενὴ

βαθιὰ μικρούλα κρύπτη

κι ἀπ’ τοῦ πελάου τὸν ἀφρὸ

ἀνθὸς δὲν θὰ σοῦ λείπει.[8]

 

Εἶναι τὸ φῶς ποὺ τρέχει κι ὁ κόσμος κτίζεται.[9]

 

γιατὶ ναυαγὸς στὴν Ἱστορία ὁ Ἔρωτας κι αὐτὴ

γι’ αὐτὸ ὡραία.[10]

 

Ἀκόμα κι ἀκόμα τὸ θερκὸ

Ἀκόμα κι ἀκόμα κι ἀκόμα τὸ Φῶς

Ἀκαταπαύστως…[11]

 

 

 

 

Ὕστερα, πῆρα στὰ χέρια μου τὰ ποιήματα ποὺ συνομιλοῦσες, σὰν νά ’ναι ἄνθρωποι καὶ νὰ κάθεστε μαζὶ σὲ μακρὺ τραπέζι: τὸ Ἡμερολόγιο Καταστρώματος Γ΄ (…Κύπρον οὗ μ’ ἐθέσπισεν…), τοῦ  Γιώργου Σεφέρη, τὰ ποιήματα ποὺ «τοῦ δόθηκαν» τὸ 1953, ὅταν ταξίδεψε στὴν Κύπρο γιὰ πρώτη φορά. «Ἦταν ἡ ἀποκάλυψη ἑνὸς κόσμου καὶ ἦταν ἀκόμη ἡ ἐμπειρία ἑνὸς ἀνθρώπινου δράματος πού, ὅποιες καὶ νά ’ναι οἱ σκοπιμότητες τῆς καθημερινῆς συναλλαγῆς, μετρᾶ καὶ κρίνει τὴν ἀνθρωπιά μας».[12]

Τριάντα πέντε χρόνια εἶχα νὰ διαβάσω ὅλα μαζὶ τὰ ἀποκαλυπτικὰ αὐτὰ ποιήματα. Εἶδα πάλι στίχους ὑπογραμμισμένους ἀπὸ τότε, μὲ μολύβι καὶ χάρακα, μὲ κάποιες σημειώσεις μου στὸ περιθώριο. Τότε, πάνω-κάτω, ἀνακάλυπτα τὴν ποίηση, διαβάζοντας πρῶτα-πρῶτα Σολωμό, Καβάφη, Σεφέρη, ὄχι πιὰ ἀπὸ «σχολικὴ ὑποχρέωση» ἀλλὰ ἀπὸ ἀνάγκη γιὰ ἐπιβίωση.

 

Γράφει ὁ ποιητὴς σ’ ἕνα πολὺ παλιὸ ἀρχοντικὸ στὰ Βαρώσια, ἕνα σπίτι ποὺ πάει νὰ γίνει φυτὸ[13]

 

«…………………………………………..

γυρεύοντας παράθυρα πίσω ἀπ’ τὰ κάδρα.

Χτύπησε ἡ καμπάνα τοῦ καραβιοῦ

σὰν τὴ μονέδα πολιτείας πού χάθηκε

κι ἦρθε νὰ ζωντανέψει πέφτοντας

ἀλλοτινὲς ἐλεημοσύνες.

………………………………………………..

Ἔτσι μὲ τέσσερεις καμπάνες τὴν ἡμέρα

πέρασαν μῆνες, χρόνια, καιροὶ κι ἄλλοι καιροί.

Ἄγρια πεισματικὲς καὶ πάντα λαβωμένες

ξολόθρεψαν τὰ φίδια μὰ στὸ τέλος

χαθήκανε· δὲν ἄντεξαν τόσο φαρμάκι.

……………………………………………………

            Τί νὰ σοῦ κάνουν οἱ ταλαίπωρες

παλεύοντας καὶ πίνοντας μέρα καὶ νύχτα

τὸ αἶμα τὸ φαρμακερὸ τῶν ἑρπετῶν.

Αἰῶνες φαρμάκι· γενιὲς φαρμάκι.

            …………………………………………………….»[14]

 

 

Γερτὸς ἀπὸ τὸ βάρος τῆς Ἱστορίας ὁ ποιητής μας, ἀκουμπισμένος σὲ μιὰ γέρικη συκομουριά, σιγομουρμουρίζει τὴ μουσική του: 

 

            «Κάτω ἀπ’ τὴ γέρικη συκομουριὰ

τρελὸς ὁ ἀγέρας ἔπαιζε

μὲ τὰ πουλιὰ μὲ τὰ κλωνιὰ

καὶ δὲ μᾶς ἔκρενε.

……………………………..

Θυμάρι μου καὶ δεντρολιβανιά,

δέσε γερὰ τὸ στῆθος σου

καὶ βρὲς σπηλιὰ καὶ βρὲς μονιὰ

κρύψε τὸ λύχνο σου.

……………………………………………»[15]

 

Κι ἐσύ, ἑτοιμάζοντας τὴν εἰσήγησή σου γιὰ τὸ συνέδριο[16], ἐκεῖ κάπου τὸ δειλινὸ στὸ Ξηροκάμπι,  ἀγναντεύοντας τὸν Ταΰγετο, ἀποκρίνεσαι:

 

            «Μέσα στὴ γέρικη συκομουριὰ

            τ’ ἀγέρα τὰ χαϊδέματα

κινήσανε μικρὰ πουλιὰ

μωρῶν τὰ κανακέματα.

…………………………………….

Θυμάρι μου καὶ δεντρολιβανιά,

γιὰ πάρε τὸ κουράγιο σου

σὰν τούτη ἡ πίκρα κι ἡ μονιὰ

δὲν εἶναι τὸ ναυάγιο σου.

……………………………………….»[17]

 

 

Ἄν τολμοῦσα νὰ τραγουδήσω, ὅπως τὸ θέλει κι ὁ ποιητής, θὰ ἄρχιζα μὲ πλάγιο τοῦ δευτέρου και θα τελείωνα μὲ πρῶτο ἦχο σ’ αὐτὸν τὸ διάλογο.

 

«Κλαψοπούλια» ἔλεγαν οἱ σπουδαγμένοι στὴν Ἑσπερία λόγιοι τοὺς Ρωμιούς, ἄκουγαν θλιβερὴ τὴ μουσική τους καὶ τὰ τραγούδια τους. (Δὲν ἔχω τώρα πρόχειρη τὴν παραπομπή). Καὶ μπέρδευαν τὸν πρῶτο ἦχο τὸν ἀναστάσιμο μὲ τὸ εὐρωπαϊκὸ μινόρε, ἔτσι ήχοῦσε στὰ δικά τους αὐτιά.

Ἄλλος κόσμος.

 

Μὲ χαρμολύπη πορευόμαστε. Γιατί,

 

«Ὀρθρίζοντας ἀνοίγει ἡ ὄρεξη τοῦ ἔαρος,

ὁ Καιρὸς ἔρχεται κι ὁ Ἅδης νικιέται

ἐπιταφίως».[18]

           

 

 

Εὐγνώμων γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀνάταση καὶ τὴ συγκίνηση ποὺ μοῦ χάρισες,

 

 

Σπάρτη, 11-1-2021

 

 

[1] Παναγιώτα Λάσκαρη, Μικρὴ σπουδὴ πάνω στὸ πρόσωπο ἑνὸς Τεύκρου, Συνομιλώντας μὲ τὸν  Γιῶργο Σεφέρη, ποιήματα, ἐκδόσεις Κουκκίδα, Ἀθήνα 2020.

[2] «ΝΟΣΤΟΣ», σ. 13, σὲ διάλογο μὲ τὸ «ΟΝΕΙΡΟ», τοῦ Γιώργου Σεφέρη (Γ. Σ.)

[3] «ΣΤΗ ΜΥΛΟΠΕΤΡΑ ΤΩΝ ΝΟΜΙΣΜΑΤΩΝ», σ. 17 [Τὸ νόημα νὰ ὑπολανθάνει, ἀκόμα καὶ νὰ λανθάνει, Γιώτα μου…] σὲ διάλογο μὲ τὸ «ΕΠΙΚΑΛΕΩ ΤΟΙ ΤΗΝ ΘΕΟΝ» (Γ.Σ.)

[4] «ΜΠΕΤΟΒΕΝ. ΚΟΝΤΣΕΡΤΟ ΓΙΑ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΚΑΙ ΠΙΑΝΟ Νο4», σ. 23, σὲ διάλογο μὲ τὸ «ΜΝΗΜΗ, Α΄» (Γ. Σ.)

[5]« Μ’ ΕΝΑ ΦΩΣ ΑΦΕΝΤΗ», σ. 27, σὲ διάλογο μὲ τὸ «ΣΤΑ ΠΕΡΙΧΩΡΑ ΤΗΣ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ» (Γ. Σ.)

[6] «ΑΦΗΓΗΣΗ ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑ ΣΤΙΛΒΩΜΕΝΗ ΤΕΡΑΚΟΤΑ», σ. 29, σὲ διάλογο μὲ τὸ « ΠΡΑΜΑΤΕΥΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗ ΣΙΔΩΝΑ» (Γ. Σ.)

[7] «ΣΕ ΝΥΧΤΑ ΑΓΡΥΠΝΙΑΣ», σ. 31, σὲ διάλογο μὲ τὸ «ΤΡΕΙΣ ΜΟΥΛΕΣ» (Γ. Σ.)

[8] «ΦΑΓΟΥΣΑ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ», σ. 35, σὲ διάλογο μὲ τὸ «ΝΕΟΦΥΤΟΣ Ο ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΣ ΜΙΛΑ» (Γ. Σ.)

[9] «ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΟΥ», σ. 37, σὲ διάλογο μὲ τὸ «ΜΝΗΜΗ, Β΄» (Γ. Σ.)

[10] «ΠΛΕΥΣΗ ΒΑΘΙΑ», σ. 39, σὲ διάλογο μὲ τὸ «ΣΑΛΑΜΙΝΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΣ» (Γ. Σ.)

[11] «ΚΑΙ ΜΕ ΦΩΣ ΚΑΙ ΜΕ ΘΑΝΑΤΟΝ…», σ. 43, σὲ διάλογο μὲ τὸ «ΕΓΚΩΜΗ» (Γ. Σ.)

[12] Σημειώσεις τοῦ ποιητῆ: Σεφέρης, Ποιήματα, ἐκδ. Ἴκαρος,  Δέκατη Πέμπτη ἔκδοση, σ. 335.

[13] ὅ. π., σ. 336

[14] Γιῶργος Σεφέρης, «ΟΙ ΓΑΤΕΣ Τ’ ΑΪ ΝΙΚΟΛΑ», ὅ. π., σσ. 272-273.

 

[15] Γιῶργος Σεφέρης, «ΑΓΙΑΝΑΠΑ, Β΄, (Στίχοι γιὰ μουσική)», ὅ. π., σ. 243.

 

[16] Μοῦ εἶπες πὼς ἔγραφες αὐθόρμητα, ἐνῶ ἑτοίμαζες τὴν εἰσήγησή σου σὲ συνέδριο μὲ τίτλο «… Κύπρον οὗ μ’ ἐθέσπισεν…: Γιῶργος Σεφέρης, Ὁ Τεῦκρος ἑνὸς γνήσια ἑλληνικοῦ ἐπαναπατρισμοῦ». (Μοῦ ἔστειλες τὴν εἰσήγηση ἠλεκτρονικά, θὰ τὴ διαβάσω μόλις τελειώσω  αὐτὸ τό γράμμα).

[17] «ΣΤΗ ΓΕΡΙΚΗ ΣΥΚΟΜΟΥΡΙΑ», σ. 21, σὲ διάλογο μὲ τὸ παραπάνω.

[18] «ΤΕΛΟΣ (;)», σ. 41, σὲ διάλογο μὲ τὸ «ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, ΑΘΗΝΑΙΟΣ» (Γ.Σ.)

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.