You are currently viewing    Ανθούλα Δανιήλ: Αθήνα Κόρη τ’ ουρανού – Στο Δημοτικό Μουσικό Θέατρο Ολύμπια “Μαρία Κάλλας”

   Ανθούλα Δανιήλ: Αθήνα Κόρη τ’ ουρανού – Στο Δημοτικό Μουσικό Θέατρο Ολύμπια “Μαρία Κάλλας”

  Με μουσική, χαρά και χιούμορ           

Στις 26 Φεβρουαρίου, μεσούσης της Αποκριάς, η Φιλαρμονική Ορχήστρα και η Χορωδία  του Δήμου Αθηναίων προσέφερε ένα πλούσιο, εορταστικό,  χαρούμενο πρόγραμμα με τραγούδια της Αθήνας, από τον Νίκο Χατζηαποστόλου, τον Αττίκ, τον Σουγιούλ, τον Μωράκη και όχι μόνο,  οι οποίοι, γνωρίζοντας πως η ζωή είναι μικρή και φυλλοροεί, σκέφτηκαν να την κάνουν πιο ευχάριστη και όχι να την φορτώσουν με διανόηση και προβληματισμό, αν και κάτω από την ελαφρότητα του στίχου  ή της μουσικής ή, τέλος, οποιεσδήποτε εποχές και τεχνοτροπίες, τα τραγούδια της αγάπης ή της ρετσίνας ίδια είναι και έχουν τον κρυφό καημό τους. Με τα σοβαρά φιλοσοφώ αλλά με τα ελαφρά συναισθηματικά θεραπεύω τις πληγές μου,  έλεγε ο Μαρσέλ Προυστ.

Η Φιλαρμονική άστραψε πάνω στη σκηνή, μέσα στα ωραία της κοστούμια και τα λούστρινα παπούτσια και όταν σήκωσε τα χάλκινα ψηλά άστραψε και το θέατρο όλο. Και οι μελωδικές φωνές της Χορωδίας γέμισαν το χώρο.

Αρχίσαμε με το τραγούδι του τίτλου της εκδήλωσης, «Αθήνα Κόρη τ’ ουρανού»,  των Ανδρέα Χατζηαποστόλου- Τάκη Σωτήρχου,  Β΄ βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και ύμνο στην ομορφιά της πόλης μας που γιόρταζε στο θέατρό της. Ακολούθησε το «Θέλω κοντά σου να μείνω… τα βλέφαρά μου να κλείνω, να με φιλάς και να σβήνω» κ.λ.π. κ.λ.π. του Μουζάκη. Αστραπιαία, με ένα φλας-μπακ,  πεταχτήκαμε στην Παλιά Αθήνα για να τραγουδήσουμε «Τα μάτια, τα δικά σου τα μάτια»,  τραγούδι του 1937, σε μουσική Eldo di Lazzaro και στίχους του Λεωνίδα Κατσουρόπουλου. Ακολούθησαν και άλλα μάτια, όπως το «Είδα μάτια πολλά» του Αττίκ. Και αφού από τα μάτια πιάνεται στο στόμα κατεβαίνει, φτάσαμε, φυσιολογικά,  στα φιλιά:  «Στο   στόμα, στο στόμα, στο στόμα, γλυκά φίλησέ με» του Σακελλαρίδη.

Από μακριά ακούστηκαν τα πέταλα του αλόγου του Αγωγιάτη που ήρθε  κατευθείαν από του Απάχηδες των Αθηνών – καουμπόυδες αλά ελληνικά ή  ταξιτζήδες του καιρού.  Κάθε καιρός με τα φρούτα του και τα πάθη του. Ο παρεκτραπείς Απάχης θα το πάρει, στο τέλος,  το κορίτσι. Ο Αγωγιάτης όμως δεν παρεκτρέπεται ποτέ, τηρεί τα νενομισμένα της οικογενείας, δουλεύει και ιδρώνει για το αγώι και τραγουδά στην Καλή του:

«Με το χάραμα ξυπνώ/ το τραγούδι αρχινώ … και για σύντροφο στον πόνο τ’ αλογάκι μου έχω μόνο / και  με τ’ αλογάκι μου βγάζω το ψωμάκι μου… Ω ω ω ω ω ω!/ Τραλα λα τραλα λα/ του αλόγου τα κουδούνια
ντρίνγκι, ντρίνγκι χαρωπά/ Τραλα λα τραλα λα/ το καμτσίκι κάνει στράκα/
στον αέρα σαν χτυπά. Άντε αλογάκι μου, πάμε αραπάκι μου… ».

Εκείνη η  στράκα πως μου θυμίζει τον Ιντιάνα Τζόουνς· άλογο έχει κι αυτός, καπέλο και λάσο, αγωγιάτης της αρχαιολογίας, νικάει τους κακούς και πάντα παίρνει το κορίτσι.

Ο Νίκος Χατζηαποστόλου και ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης έγραψαν οπερέτες πολλές. Όμως έχουν ταυτιστεί ο ένας με του Απάχηδες των Αθηνών (1921) και ο άλλος με τον Βαφτιστικό  (1924). Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τον τρόπο με τον οποίο η κυρία του σαλονιού εκφράζει το θαυμασμό της: «Αχ! Συνταγματάρχα μου, είστε γόης χαριτωμένος!» στη μέση μιας αμφίδρομης ερωτικής εξομολόγησης: «Η καρδιά μου πονεί για σας/ κι ένας χτύπος γλυκός χτυπάει … τικι τακ, τικι τακ, τικι τακ, … τικ τακ», άτσαλα , ζωηρά, χοροπηδηχτά από τον Βαφτιστικό,  επιμένοντας «πως σας αγαπάει».

Και  από τα ματζόρε στα μινόρε, τραγουδήσαμε όλοι με καημό και δυνατά:

                      Όμορφη μου Αθήνα που’ ν’ τα χρόνια εκείνα

                      Που’ ν’ τα χρόνια εκείνα

                      Που’ ν’ τα χρόνια εκείνα τα  παλιά

                     Λες και σ’ είχαν άχτι

                     Και σε κάναν στάχτη

                      σαν γριά μ’ αχτένιστα μαλλιά

                      Πουν’ τα χρόνια που ξηγιόμαστε αλάνικα

                     Και που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα 

 

όπως το θυμόμαστε με τον Νίκο Γούναρη.

 

Την εποχή με τα αλάνικα και τα λουκάνικα δεν την γνώρισα ποτέ·  τη στάχτη, ναι. Το τραγούδι ξεσήκωσε όλο το θέατρο και ήρθαν στο νου μας οι αθηναϊκές αυλές με τα αρώματα από τις γαζίες, τα ζουμπούλια, τα σκασμένα ρόδια στη ροδιά και τα φιλιά…

Σε ένα τέτοιο ντεκόρ πώς να μη μας δίνει υποσχέσεις αιώνιου έρωτα ο άδων «εγώ θα σ’ αγαπώ και  μη σε νοιάζει» των Μουζάκη-Κοφινιώτη, βεβαιώνοντάς μας ότι ο έρωτας είναι η μόνη αλήθεια, και όσο διαρκεί… δεν μας νοιάζει, εφόσον οι ερωτευμένοι νοιώθουν αθάνατοι και δεν φοβούνται χάρο, σηκώνονται και ρίχνουν ένα φοξ τροτ ή τσάρλεστον. Όμως το πιο σύνηθες ήταν το ταγκό. Σηκώνεσαι από την καρέκλα σου και χορεύεις ένα ταγκό, από εκείνα τα παλιά, των γονέων μας, όχι από τα μοντέρνα  που ανέβασαν τον τόνο στην παραλήγουσα –τα είπανε «τάγκο»- και η χορεύουσα κάνει το πόδι της περικοκλάδα στο πόδι του καβαλιέρου σαν  να του βάζει τρικλοποδιά!  Ένα τέτοιο ταγκό, τον τελευταίο καιρό, όχι και τόσο τελευταίο δηλαδή, επανήλθε στη μόδα. Εκείνο που τραγουδούσε η αξέχαστη Δανάη Στρατηγοπούλου. Το τραγούδι «εκμοντερνίστηκε» στις επανεκτελέσεις του, εμείς όμως, ευτυχώς, το ακούσαμε την πρώτη, τη δική της εκδοχή: «Που να ’σαι αλήθεια το βράδυ αυτό… Ας ερχόσουν για λίγο μοναχά για ένα βράδυ» των Σουγιούλ-Τραϊφόρου. Όλο το θέατρο εξέφρασε βαθιά επιθυμία γι’ αυτό το βράδυ που δεν έρχεται, έστω και αν το τραγούδι επιμένει.

Ο Νίκος Γούναρης μας θύμισε, με τη φωνή του σύγχρονου καλλιτέχνη και για λογαριασμό των ανδρών, με ένα βαρύ  αργόσυρτο χασάπικο ρυθμό, πως «για τις γυναίκες ζούμε όλοι, βρε παιδιά», (Βέβαια!!!), η μουσική δική του, οι στίχοι του Κώστα Κοφινιώτη. Ακολούθησε το «Σου σφυρίζω… για να βγεις σου σφυρίζω» των Μουζάκη-Οικονομίδη. Αναφέρεται στην προϊστορική εποχή, όταν  το σφύριγμα ήταν μήνυμα· σήμερα το  μήνυμα το πληκτρολογώ στο κινητό και τρέχεις. Μετά ήρθε ο δίσκος με τα ποτά: «Θα το πιεις ένα ποτήρι θα το πιεις (αμ το ήπια κιόλας). «Ρετσίνα μου, ρετσίνα μου, μαζί σου θα πεθάνω, του κόσμου όλα τα καλά, μπροστά σου δεν τα βάνω» του Χατζηαποστόλου, βεβαίως, Ναι, στη ρετσίνα !!! εξαιρείται το ουίσκι, η βότκα, το κώνειο και το ξύδι.  Μετά ακούσαμε από τη Γυναίκα του Δρόμου πάλι του Χατζηαποστόλου την «Καρδιά από αγάπη ορφανή», ωραίο, μελαγχολικό τραγούδι, κατάλληλο για θρήνο. Όμως μας επανέφερε στο εδώ και τώρα της ζωής εκείνο το «μην ξεχνάς»  πως τα χρόνια περνούν και «τα χείλη μας θα μαραθούν» (ξεχνιέται κάτι τέτοιο;). Οι Απάχηδες, πάλι, με ένα τσάρλεστον, είμαστε πλούσιοι, «φρου φρου κι αρώματα και σικ ονόματα» κι έπειτα ένα Μάμπο μπραζιλέρο «μου δίνει κέφι, μου δίνει στυλ/και Βραζιλιάνο με κάνει βέρο/αυτό το μάμπο απ’ τη Μπραζίλ…  Ου!!!» του Μουζάκη, μας αποθέωσε· εκείνο που χόρευε η ακαταμάχητη στην εποχή της Σπεράντζα Βρανά, με μια μεσούλα τόση δα, το καλσόν με το ραφή και το τίναγμα του  κεφαλιού πίσω (ποια Ραφαέλλα Καρρά…)  και πίσω της η Ωραία των Αθηνών Γεωργία Βασιλειάδου, Φωτόπουλος, Αυλωνίτης, Γκέλυ Μαυροπούλου,  όλος ο θίασος και οι κομπάρσοι …

Τη Μουσική διεύθυνση της θαυμάσιας Φιλαρμονικής είχε ο Δημήτρης Μίχας και τη Διδασκαλία της ωραίας Χορωδίας ο Σταύρος Μπερής. Την εκδήλωση εκόσμησαν με τις ξεχωριστές φωνές τους οι μετζοσοπράνο Αθηνά Χιλιοπούλου και Χαρά Καλατζίδου , η σοπράνο Μαρία Μαυρομάτη, οι βαρύτονοι  Μένανδρος Γαλανός,  Γιάννης Σφυρής και Αντώνης Δήμου, οι τενόροι  Σταύρος Ζουλιάτης και Κώστας Κονδύλης, καθώς και ο  βαθύφωνος Παναγιώτης Καρυώτης.

Την Τρίτη 26 Φεβρουαρίου, μέσα στο κατάμεστο θέατρο, εμείς, οι κομπάρσοι-θεατές και οι πρωταγωνιστές – καλλιτέχνες στη σκηνή, γιορτάσαμε την αποκριάτικη Αθήνα μας που εγκαταλείπει τον χειμώνα και υποδέχεται  την Άνοιξη που έφτασε.

                                     Όμορφή μου Αθήνα,

                     το θέλει κι  ο Θεός να ζήσεις και θα ζήσεις!    

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.