You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Δημήτρης Κοσμόπουλος, Θέριστρον, Εκδ. Κέδρος, 2018   

Ανθούλα Δανιήλ: Δημήτρης Κοσμόπουλος, Θέριστρον, Εκδ. Κέδρος, 2018  

              Καθένας και η πέτρα του, κάθε κλαδί κι ο ίσκιος του

 

Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος γράφει υπό το κράτος του μνησιπήμονα πόνου, ξέρει καλά τα πρόσωπα, κατέχει την τέχνη, κατέχει τη γλώσσα, τον κατέχει η θλίψη.

Πρόκειται για τη νέα ποιητική συλλογή του, το Θέριστρον, που τη στολίζει η τιμητική κατακόκκινη κορδέλα με την επιγραφή, Βραβείο Ποίησης 2018  Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη.  Έτσι, με τα διαπιστευτήρια της, η συλλογή έρχεται να πάρει τη θέση της πλάι στις άλλες του, βραβευμένες ή μη, δεν έχει σημασία, όλες εξίσου σημαντικές.

Και τι είναι το «θέριστρον»; Είναι μια λέξη που απαντά στους Εβδομήκοντα και σημαίνει το εργαλείο του θερισμού, αλλά και δρεπάνι του θανάτου. Και με αυτή τη σημασία την χρησιμοποιεί ο ποιητής. Αυτομάτως κι εμείς βρισκόμαστε μπροστά στη φιγούρα του μαυροντυμένου άντρα με το κουκουλωμένο χλωμό πρόσωπο και το δρεπάνι στο χέρι.

 Η τρέχουσα πραγματικότητα, η δύναμη της εμπειρίας και η ένταση του βιώματος παίρνει μορφή και δίνει στίχο, όπως φαίνεται στην παρούσα συλλογή που στήνεται ως ένα είδος μνημοσύνου. Aρχής γενομένης από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη που «κατηφορίζει σύρων τον Σταυρόν του 28 Ιουλίου 1906  “αντί τιμήματος πεντήκοντα δραχμών”, έχοντας φέξει», για να ακολουθήσει ο Κώστας Κρυστάλλης που πεινασμένoς, παγωμένος και απελπισμένος τριγυρίζει στα Χαυτεία, εκεί όπου, εκατό χρόνια μετά, κάποιοι άλλοι πλάνητες και ταλαιπωρημένοι απολαμβάνουν τα «αγαθά» της αθλιότητας του σύγχρονου πολιτισμού («Αιδ’ εις Αθήνας, 2017»), «Πρόσφυγες από Πειραιά μέχρι την Ειδομένη» («Τρία ποιήματα για τον Γιάννη Κοντό» ΙΙ).

Ο Κοσμόπουλος άνοιξε παράθυρο στο στήθος να δούμε την πληγή στην καρδιά του κόσμου, με «πρόσφυγες πεινασμένους, διψασμένους».   Η Αθήνα του χθες δεν διαφέρει πολύ από την Αθήνα του σήμερα. Τα  περιοδικά και οι εφημερίδες της -το «Άστυ», το «Εμπρός»-  το ξενοδοχείο «Απόλλων», ο (σημερινός) «αλλοδαπός παρίας».  Πρόσφυγας και ο φίλος ποιητής, ο Γιάννης Κοντός, αφού ξεπέρασε το φράγμα της ζωής και  τριγυρνά στον ύπνο του ποιητή: «Νύχτα –κασκόλ, αστραφτερό βελούδο- λερωμένη/ τύλιγε τον λαιμό σου».

Όσον αφορά τον Παπαδιαμάντη, θα μπορούσαμε να πούμε πως ο Κοσμόπουλος, όπως ο αρχαίος ποιητής συνηθίζει και το χρέος επιβάλλει, και όπως ο καλός χριστιανός επαναλαμβάνει, από τον Θεό αρχίζει. ˑ Με τον θεό Διόνυσο ο αρχαίος, γιατί ο Διόνυσος είναι γενάρχης θεάτρου και με τον δικό του Θεό γενάρχη του κόσμου, ο Χριστιανός. Για τον Κοσμόπουλο, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντη βρίσκεται πάντα πρώτος στις τάξεις των Αγγέλων, και πρώτος εμφανίζεται με μία μνεία ή περισσότερες έστω, αλλά  πάντα σε όλες τις συλλογές. Γιατί εκείνος του έχει δώσει το «κρούσμα», του έχει κάνει το νεύμα, του έχει αφήσει το εγκαυστικό  ψυχικό σημάδι.

Έτσι, και αυτή τη φορά, με τον Παπαδιαμάντη πρώτο, αλλά και μεγαλύτερο, αρχίζει ο κατάλογος των αγαπημένων απόντων. Ακολουθεί ο Κώστας Κρυστάλλης που αναφέρθηκε ήδη. Ο Μίλτος Σαχτούρης με το «θηρίο» του, ο Ηλίας Λάγιος, με το ριζίτικο τραγούδι του, νεομεταπλασμένο σαν αυθεντικό και σαν ομηρικό: «Σαν έρθεις θε να σμίξουμε τα κόκκαλά μας ένα,/ σε μαρμαρένια λήκυθο, σ’ ολόχρυσο αμφορέα./ Όντας σαλπίσει ο Κύριος, μαζί ν’ αναστηθούμε».   Ο Σάββας Παύλου, «άντρας της αφοβιάς, το βλέμμα σου καντήλι,/ ασβέστωσε τον κήπο του θανάτου κι άκουσέ με:/ Με τους συντρόφους, στο τραπέζι της Χαράς περίμενέ με». Ακολουθούν ο Δημήτρης Μητροπάνος, ο Γιάννης Κοντός, με τρία ποιήματα: «σήκω, άνεμε φαρμάκι,/ και πάρε με. /Σ’ άλλον κοιτώνα αγάπησα». Ο σπαραγμένος «από τ’ αγρίμια» Βαγγέλης Γιακουμάκης, και άλλοι αξιωμένοι να τύχουν μνείας στο Θέριστρον, ανάλογης με εκείνη των επιφανών στο κατεβατό μαρμάρου του Πινδάρου, όπως λέει και ο Κωστής Παλαμάς. Και δεν είναι μόνο οι Έλληνες θερισμένοι αλλά και άλλοι ομότεχνοι ξένοι, οι οποίοι περνούν μέσα στη συλλογή του ποιητή, στην βαθιά του  περισυλλογή, του νου έγνοια και της ψυχής  πόνο.

Είναι στη φύση των πραγμάτων τα πάντα να φεύγουν, έμψυχα και άψυχα. Όπως  «Της Πλάκας το γιοφύρι»  που δεν άντεξε στη βροχή, στο χρόνο και στα νερά του Αράχθου. Είναι και η γλώσσα η ελληνική διεμβολισμένη από τις άπειρες ξένες λέξεις, που σαν υβριδικά σπόρια,  αναφομοίωτα φύτρωσαν σε ξένο κήπο – sms, mms, selfies, twiterrάκια,  facebook, mails, likes, sites, Viber, λέξεις αντλημένες από τη σύγχρονη τεχνολογίαˑ φύτρωσαν αλλά δεν μπορούν να καλύψουν τον «ανάκουστο κελαηδισμό», το «Ω ξειν αγγέλειν» και τον Θούριο του Ρήγα.  Ωστόσο, ξένοι, αλλά όχι ξένοι, είναι και οι λατικοί τίτλοι, όπως αναδύονται από την αρχαία τους κοίτη με την ανάμνηση εποχών που ζήσαμε στα σχολικά θρανία, με τον Βιργίλιο και τον Οράτιο στη φαντασία. Είναι και τα δικά του λόγια  παιδιά πολλών ανθρώπων που αναπηδούν από το πλούσιο λεξιλόγιο των αιώνων, από την ποικιλία των κειμενικών ειδών, σαν νότες που αξιοποιούν όλο το πληκτρολόγιο της γλώσσας και ηχούν  ολοκαίνουριες, ολόφρεσκες, πικρόγλυκες, οδυνηρά τρυφερές: «αγχέμαχο», «πυρίκαυστο», «ρεγχόμενος», «τιθύμαλλος»,  «μονολόγιστη», «εναύγαση», «κατάκαρπε», «αψαμένη»,  «ακανθώνα», «υλάκτης», «ημεροφαούς». Ήχοι από την προηγούμενη ζωή μας, που έχουν χαθεί και οφείλουμε χάριτας στον ποιητή για την νοσταλγική  υπόμνησή τους.   

 Και όπως δεν επέλεξε τυχαία το λεξιλόγιό του έτσι δεν επέλεξε τυχαία και την ποιητική του φόρμα. Τα ποιήματα, κατά κύριο λόγο, είναι σονέτα, ποιήματα συγκεκριμένης, με αυστηρούς κανόνες στιχουργίας και θέμα σοβαρό που εμποδίζει το συναίσθημα να χάσει το μέτρο του. Σονέτα σαν επιτάφια ποιήματα, γραμμένα πάνω στα μνήματα. Επειδή με αυτή τη φόρμα μπορεί ο ποιητής να ψάλει, να υμνήσει και να θρηνήσει ταυτοχρόνως. Μπορεί να μετρήσει τις ώρες και τον χρόνο: «ώρα πρώτη», «τρίτη», «έκτη», «ενάτη»ˑ «Ωσάν πυρός σταλάγματα, πέφτουσιν εις την θάλασσαν … και χάνονται/ Διά πάντα η Ώραι», όπως λέει ο Κάλβος και όπως χάνονται οι άνθρωποι. Εικόνα φωτιάς ζωής που σβήνει στο νερό.

Όπωσδήποτε ο Κοσμόπουλος δεν θα ξεχάσει το δημοτικό τραγούδι. Θα κάνει γέφυρα τον στίχο του  για να ακουστεί το μέλος της  παράδοσης στο σήμερα, να διατρανώσει τη δύναμη της προγονικής φωνής και να μεταφέρει τον καημό του πένθους, ξεγελώντας τον απροειδοποίητο  αναγνώστη, μετενδεδυμένος τον δημοτικό στίχο για να εισέλθει στον χώρο των αγαπημένων απόντων που του έχουν αφήσει το κενό δυσαναπλήρωτο. Έτσι, με τον ηρωικό και πένθιμο δεκαπεντασύλλαβό του στέλνει τον ανεπίδοτο (;) χαιρετισμό του κάτω από το χώμα, κρατώντας ανοιχτή τη γραμμή της επικοινωνίας. Τους μιλάει σαν να τους βλέπει και σαν να τον ακούνε, μεταφέροντας τον καημό του θανάτου από τη μία εποχή στην άλλη με ίδια και απαράλλαχτη μορφή. Τα πάντα αλλάζουν, μόνο ο θάνατος δεν αλλάζει. Ούτε, όμως, και η ελπίδα σε κάποια μεταθάτια συνάντηση.

Το βιβλίο περιέχει σελίδες με ενημερωτικά σημειώματα για πρόσωπα που κρατούν θέση προτίμησης στην καρδιά του ποιητή, όπως είναι ο Κέβιν Ίαν Μακφέρσον, ο Γεβγένι Ιβάνοβιτς Βοροσίλοβ, έτσι ώστε να μην ξεχνάμε πως ο καημός κι ο  θάνατος και όλα τα βάσανα δεν γνωρίζουν εποχές και  σύνορα και εύκολα ο αγαπημένος θα γλιστρήσει από την άλλη μεριά:  «θα ξεπεράσει τις φρουρές, δίχως διόδια/ για το άγιο ξόδι των νεκρών. Και δυναμώνει./ Ύστερα γίνεται πουλί, άλλη ζωή ανταμώνει». 

Ενδιαφέρουσα και η ενότητα του ΜΕΤΡΟ. Αφανής διάλογος με την ομότεχνη Τασούλα Καραγεωργίου. Ανοίγει κουβέντα με τους νεκρούς του μοντέρνου Άδη, ενώ από τη στάση στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών μας έρχεται η φτερωτή σκέψη του Βέρντι από τον Ναμπούκο: Oh mia patria si  bella e perduta. Κι έτσι συντίθεται από μία νότα ένα ρέκβιεμ.  

Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος, γνωστός, καταξιωμένος, βραβευμένος και πλατιά αποδεκτός, με τον ιδιάζοντα λόγο του, με τη επιλεγμένη λέξη του, με ένα ύφος που δεν επιχωριάζει συχνά στην ελληνική ποιητική σκηνή (ας μνημονευτεί εδώ και η ιδιάζουσα βυζαντινή του καλλιγραφία, που μόνο με του Ρίτσου θα μπορούσε να συγκριθεί), χειρίζεται τα υλικά του για να τα απογειώσει σε ιδεατά ή να προσγειώσει τις ιδέες στην ύλη.

Και βέβαια με τις στιχουργικές του επιτεύξεις επιβεβαιώνει την ιδέα ότι το έργο τέχνης πρέπει να δημιουργεί συγκίνηση, μια συγκίνηση που αγγίζει και την καρδιά και τον  νου. Ο ποιητής είναι δοσμένος στο έργο του με την έννοια που ο Βαλερί θεωρούσε «δοσμένο» ένα ποίημα.    

 Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος γεννήθηκε στο Κοντογόνι (Παπαφλέσσα) Πυλίας στη Μεσσηνία, το 1964. Μεγάλωσε στην Καλαμάτα. Σπούδασε Νομικά και Θεολογία. Είναι ποιητής, δοκιμιογράφος, μεταφραστής. Επί σειρά ετών είναι παραγωγός λογοτεχνικών εκπομπών στο ραδιόφωνο. Έχει εκδώσει οκτώ ποιητικά βιβλία και τρία βιβλία δοκιμίων για θέματα λογοτεχνίας και κριτικής.
Zει και εργάζεται στην Αθήνα. Διευθύνει το λογοτεχνικό περιοδικό “Νέα Ευθύνη”.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.