You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Ρωμαίος και Ιουλιέτα – Έρωτας και φιλί σε ένα λεπτό και εννέα δεύτερα

Ανθούλα Δανιήλ: Ρωμαίος και Ιουλιέτα – Έρωτας και φιλί σε ένα λεπτό και εννέα δεύτερα

            

Σαν αστραπή –δεν προλαβαίνεις να πεις «αστράφτει» κι έχει πέσει –         (Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Ρωμαίος και Ιουλιέτα, μετφ. Διονύσης Καψάλης)

 

Η πιο γνωστή τραγική ερωτική ιστορία είναι αυτή που συνέλαβε η ποιητική φαντασία  του  Σαίξπηρ. Το πρώιμο αυτό έργο  Ρωμαίος & Ιουλιέττα (1595-1596) επανέλαβε στους αιώνες το πρότυπο των ερωτευμένων που, παρά το σύντομο βίο τους, ζουν ζωή αιώνια με τον αιώνιο έρωτά τους και τον πρόωρο θάνατό τους. Λεπτομέρειες για το πώς εμπνεύστηκε το έργο ο Σαίξπηρ δεν γνωρίζουμε. Οι ήρωες όμως είναι πιο αληθινοί από τους αληθινούς. Κι εκείνο που κάνει εντύπωση είναι η ορμή με την οποία οι δύο νέοι θα ερωτευθούν και η τόλμη, με την οποία θα παρακάμψουν  κάθε συμβατικότητα για να ενωθούν, με κύρια την έχθρα των οικογενειών τους.

Δεν έχουμε λόγο να μην το πιστέψουμε, ότι το Ρωμαίος και Ιουλιέττα είναι μια ρομαντική τραγωδία που έχει αναχθεί σε ένα από τα αρχέτυπα της αγγλικής κουλτούρας.

Ο Ρωμαίος συναντά την Ιουλιέττα μέσα στο αρχοντικό της, όπου ο πατέρας της δεξιώνεται τους συγγενείς και φίλους του. Εκεί, εκ λάθους του κήρυκα που διαλαλεί την πρόσκληση στη γιορτή, τρυπώνει και ο Ρωμαίος με τους φίλους του. Το ξέρει πως είναι ριψοκίνδυνο, αλλά δεν διστάζει και κάποια στιγμή καταφέρνει να βρεθεί πλάι στο μοιραίο πρόσωπο, την Ιουλιέττα που δεν ξέρει τίνος κόρη είναι ούτε εκείνη ξέρει ποιος είναι εκείνος. Η τόλμη του είναι περισσή. Και ο Σαίξπηρ στην τόλμη του ήρωά του στερεώνει αυτό που θέλει να τονίσει: δεν πρέπει να χάνεις χρόνο. Πρέπει να τολμήσεις και να αρπάξεις την ευκαιρία μόλις παρουσιαστεί. Μοιάζει με την αστραπή που, πριν προλάβεις να την δεις, έχει πέσει κι έχει χαθεί. Έτσι λοιπόν, ο Ρωμαίος, νέος, βιαστικός, ανυπόμονος, πλησιάζει την Ιουλιέττα και, χωρίς να της συστηθεί, της πιάνει το χέρι, της μιλάει και την φιλά:

Ρωμαίος. Αν του χεριού μου η αδρή, χυδαία ύλη

              αυτό το τέμενος τολμά να μολύνει,

              δυο ντροπαλούς προσκυνητές έχω δυο, χείλη,

              κι ένα φιλί τους την αφή του θ’ απαλύνει.

Ιουλιέτα. Μην αδικείς το χέρι σου, προσκυνητή

               κι ευλαβικά λατρεύει: όταν των αγίων

               το χέρι κλείνουν στο δικό τους οι πιστοί,

               οι δυο παλάμες είναι φύλλα των Βαΐων.

Ρωμαίος. Για τους αγίους οι πιστοί δεν έχουν χείλη;

Ιουλιέτα. Και τα φιλούν για να προσεύχονται, ικέτη.

Ρωμαίος. Την προσευχή που τα δικά μου έχουν στείλει,

              να γίνουν χέρια να σ’ αγγίζουν, άκουσέ τη.

Ιουλιέτα. Ακούν οι άγιοι τι λες, κι ας μη σαλεύουν

Ρωμαίος. Κι έτσι τα χείλη μου την προσευχή τους κλέβουν.

              (στο σημείο αυτό τη φιλά)

               Κι όλο το κρίμα τους το παίρνουν τα δικά σου  

                   (Πράξη Πρώτη, Σκηνή 5η, στιχ. 104-118)

Αυτός ο διάλογος  παίχτηκε μέσα σε δεκατέσσερις στίχους, σαν να λέμε μέσα σε ένα σονέτο. Οι μελετητές που έχουν χρονομετρήσει τη διάρκεια αυτού του διαλόγου βρήκαν ότι διαρκεί ένα λεπτό και εννέα δεύτερα. Η τελευταία φράση του Ρωμαίου ειπώθηκε μετά το φιλί. Προηγουμένως ειπώθηκαν τα λόγια  που στρώνουν το χαλί κόκκινο σαν το ερωτικό πάθος και σαν το αίμα. Μέσα σε ένα λεπτό και εννέα δεύτερα, δύο άγνωστοι γνωρίστηκαν, αγγίχτηκαν και φιλήθηκαν. Επικαλέστηκαν προσευχές, προσκυνητές, αγίους και φύλλα των Βαΐων. Και φυσικά φιλιούνται πάλι και πάλι. Χώρος το Παλάτι των Καπουλέτων. Μια θαυμάσια σκηνή, για  την οποία  ο Φράνκο Τζεφιρέλι χρησιμοποίησε, στην δική του κινηματογραφική εκδοχή (1968), το περίφημο Παλάτσο Πικολομίνι που χτίστηκε ανάμεσα στα 1459-1462, δηλαδή 140 χρόνια πριν ο Σαίξπηρ γράψει το έργο του.  Ο πιο at first sight έρωτας στην ιστορία των αιώνων θα στηθεί ανάμεσα στην ανυπέρβλητη δυσκολία, δηλαδή το θανάσιμο μίσος δύο οικογενειών και των φίλων τους, και τον γάμο τον οποίο ετοιμάζει για την κόρη του ο Καπουλέτος, ενώ πολλές άλλες συγκυρίες -μία εξορία, μια επιδημία,  μία καθυστέρηση παράδοσης επιστολής, μια βιαστική απόφαση- θα οδηγήσουν στον θάνατο.

Οι δύο ομάδες νέων που παίζουν στους δρόμους της Βερόνας, εν ου παικτοίς, θα μεταστρέψουν το παιχνίδι σε τραγωδία. Στον ελάχιστο χρόνο, πριν από τη συμφορά, και στο άγονο έδαφος της εμφύλιας διαμάχης θα φυτρώσει ο έρωτας που θα οδηγήσει στον θάνατο.  Ο Σαίξπηρ ήθελε να αναδείξει τη δύναμη του έρωτα που η παρουσία του κάνει πιο όμορφη τη ζωή και πιο οδυνηρή την απώλειά της. Και προτιμώ το μίσος τους να με τελειώσει,/ παρά το τέλος μου να ζω χωρίς αγάπη, παρά ν’ αργοπεθαίνω χωρίς τη δικιά σου αγάπη, λέει ο Ρωμαίος (Δεύτερη Πράξη – Σκηνή 2, στ. 90-91). Όμως δημιουργεί και έναν Μερκούτιο,  ο οποίος ανασηκώνει διαρκώς τον πέπλο της αυταπάτης για να μας δείξει τι κρύβεται πίσω από την ωραία επιφάνεια, προβλέποντας και τον θάνατο του Ρωμαίου:  Ο φτωχός μου ο Ρωμαίος αλίμονο! Είναι ήδη νεκρός. Τον μαχαίρωσαν τα μαύρα μάτια μιας λευκοσύνης,/ αγνώστων λοιπών στοιχείων, φέρει / διαμπερές τραύμα  στην ακοή από ερωτικό τραγούδι (Πράξη Δεύτερη, Σκηνή τέταρτη, στιχ. 16-19), ο Ρωμαίος που Όπου και να τον αγγίξεις θ’ αναβλύσει Πετράρχης (στιχ. 54) μιλάει σαν ποιητής και δεν είναι τυχαία η αναφορά. (Ο Σαίξπηρ προβάλλει την πηγή της καλλιτεχνικής του προτίμησης, αλλά δεν μας λέει ότι αυτό το μοτίβο της «αστραπής»    βρίσκεται ήδη στον Λουκιανό, όταν ο Λικίνος απορεί πώς ο Πολύστρατος σε μια αστραπή πρόλαβε και είδε την ωραία Παγκάσπη, στη διάρκεια μιας αστραπής).

Σαν αστραπή, λοιπόν, όλα τα καλά. Μια βραδιά χορού, ένα βράδυ στο μπαλκόνι, μια νύχτα γάμου κι έπειτα οι συμφορές σειρμός.   «Δεν υπήρξε ποτέ ιστορία πιο θλιβερή από αυτήν της Ιουλιέττας και του Ρωμαίου της» μας λέει ο Σαίξπηρ. Θα μπορούσαν, βεβαίως, όλα να είχαν συμβεί και χωρίς τον έρωτα και ο Ρωμαίος να είχε σκοτωθεί στο δρόμο από τον Τυβάλδο, όπως ο Μερκούτιος. Όμως εκεί, στην πιο γλυκιά στιγμή που είναι η ώρα του έρωτα, ο θάνατος γίνεται τραγικότερος. Γι’ αυτό έπρεπε να αρπάξει την αστραπή στο δρόμο της πριν πέσει. Γι’ αυτό ο Σαίξπηρ έβαλε τον Ρωμαίο και την Ιουλιέττα να αγαπηθούν αστραπιαία. Γιαυτή την «αστραπή» γεννήθηκε το έργο…

Ο Διονύσης Καψάλης κάνει λόγο για τις «τυπικές προϋποθέσεις μιας ρομαντικής ερωτικής κωμωδίας» στη Βερόνα, Ιούλιο μήνα, όταν όλα είναι εφικτά, μέχρι να μπει ο θάνατος του Μερκούτιου στη μέση του έργου και η κωμωδία να γίνει τραγωδία.  Και ακόμα, ο Καψάλης λέει ότι το έργο είναι «έμμετρο επιθαλάμιο παραμύθι», «μια παρατεταμένη γαμήλια τελετή», που μεταβλήθηκε σε «αιματηρή θυσία».

Ίσως, αυτή η θυσία είναι που ξαναγέννησε το μύθο του χαμένου παραδείσου. Ξέρει πως όλα αλλάζουν πριν προλάβεις να το συνειδητοποιήσεις και πάρα πολλά μπορούν να συμβούν και να χαλάσει η ιστορία. Μας το έχει ξαναπεί και πάλι μας το ξαναλέει : «Έτσι, ακόμα κι αν όλα πάνε καλά,  μια καταστροφή, μια αρρώστια, ένας θάνατος και όλα χαλάνε. Σαν αστραπή περνάει, φεύγει σαν σκιά  και πάει ο έρωτας» διαβάζουμε στο A midnihht summer  dream,  Πράξη 1, Σκηνή 1,  γι αυτό όλα πρέπει να τρέξουν. Και όλα όσα μας λέει εκεί, στο Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας  -καταστροφή, αρρώστια, θάνατος-  όλα θα συμβούν και εδώ. Και είναι καλοκαίρι, Ιούλιος, summerεποχή που όλα μπορούν να γίνουν μαγικά. Παράδεισος η Βερόνα, έξωση από τον παράδεισο η εξορία του Ρωμαίου, κόλαση ο θάνατος στο οικογενειακό κοιμητήριο των Καπουλέτων.

Η βιασύνη του φιλιού, για να επανέλθουμε στο ένα λεπτό και τα εννέα δεύτερα που χρειάστηκαν για να δοθεί, δικαιολογείται. Είναι το αδηφάγο ερωτικό φιλί, η αστραπή της αληθινής ζωής, της μόνης που δικαιώνει την ανθρώπινη ύπαρξη και πάει κόντρα στον πουριτανισμό. Ο Σαίξπηρ είναι επαναστάτης όπως και οι ήρωες του έργου του. Ο Ρωμαίος τολμά να μπει στο αρχοντικό του εχθρού και η Ιουλιέττα να παραβεί τους κανόνες συμπεριφοράς μιας αρχοντοπούλας. Ο ιερέας, ο φαρμακοποιός, όλοι, ερήμην τους, παρακάμπτουν τους κανόνες και συμβάλλουν με το λίγο κακό στο μεγάλο που θα προκύψει. Η εξορία του Ρωμαίου σημαίνει έξωση από τον παράδεισο.

Ο  Μερκούτιος  που ξεσκεπάζει κάθε αυταπάτη, θα  πληγωθεί «λίγο». Η πληγή του, μια γρατζουνιά, μια γρατζουνιά. Κι όμως αρκεί, …  βαθιά δεν είναι σαν πηγάδι μήτε πλατιά σαν πόρτα εκκλησίας (Πράξη τρίτη, Σκηνή 1)  θα  φέρει θάνατο. Ο χρόνος ανάμεσα στο ξύπνημα και την αυτοκτονία της Ιουλιέττας ήταν λίγος, παρά λίγο δεν πρόλαβε.  Μια σειρά από πολλά «λίγο» χάλασαν ένα μεγάλο έρωτα και έφεραν θάνατο.  

Συμφιλιωμένοι πλέον ο Καπουλέτος με τον Μονταίγο διακηρύσσουν την ομόνοιά τους: «Μαζί θα βάλουμε τους δυο ερωτευμένους/ να διατρανώνουν την αγάπη στον αιώνα/ χρυσό μνημείο του δικού μας μαύρου μένους» (Πέμπτη πράξη, Σκηνή 3).

Ο Σαίξπηρ επεξεργάστηκε το θέμα του χαμένου έρωτα και σε άλλα έργα του. Ο Οθέλος και η Δυσδαιμόνα είναι μια εκδοχή που καταλήγει μέσα από τη συκοφαντία στον θάνατο. Η Οφηλία θα πεθάνει και ο Άμλετ και ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα. Οι ερωτευμένοι, λοιπόν,  δεν ευδοκιμούν στα σαιξπηρικά έργα, ει μη μόνον στην Τρικυμία, η Μιράντα και ο Φερνάνδος που, μετά από πολλές περιπέτειες, θα ζήσουν καλά κι εμείς καλύτερα, αλλά τότε είναι ο Σαίξπηρ που αποχωρεί από τη σκηνή και θέλει να δώσει συγχώρεση σε όλους και όλα.    

Η παράδοση των ατυχών ερώτων είναι μακρά. Στην Κόλαση του Δάντη (1314), έχουν ήδη υποστεί τις συνέπειες ο Πάολο και η Φραντσέσκα. Στην Ερωφίλη του Χορτάτση το ίδιο. Το έργο αυτό, μάλιστα, σύγχρονο του Σαίξπηρ, πιστεύεται ότι γράφτηκε το 1595, παρουσιάζει  πολλές ομοιότητες με τον σαιξπηρικό Άμλετ, αν και ως πρότυπο αναφέρεται το ιταλικό έργο Orbecche  που είχε παιχτεί πενήντα χρόνια πριν, περιέχει επίσης μία περίοδο πανούκλας που έπληξε την Κρήτη ανάμεσα στα  1592 με 1595 και εκδόθηκε στη Βενετία το 1637. Αλλά και ο Χάινριχ φον Κλάιστ ασχολείται με το ίδιο θέμα στην τραγωδία του Die Familie Schroffenstein  (Οικογένεια Σροφενστάιν, 1803), για να μην πούμε πως και ο ίδιος ο Κλάιστ και η αγαπημένη του αυτοκτόνησαν. Να είναι άραγε αυτή η Jettchen  για την οποία κάνει λόγο ο Οδυσσέας Ελύτης, ανάμεσα σε άλλους,  στα Τρία Ποιήματα με Σημαία Ευκαιρίας;

Θυμηθείτε την Μαρία Alcaforado

Και τον Noel Bouton de Chamilly

Την Jettchen  και τον Heinrich von Kleist

Τον φίλο μας τον Βλαδίμηρο και την περίφημη Λιλή

                       που να πάρ’ η ευχή

                      βρέθηκε πάντα να ζητάμε

                      ίσα ίσα εκείνο που δε γίνεται

                  

 («Το αμύγδαλο του κόσμου», 4)

Όπου βεβαίως, έχουμε μεταπήδηση από την Τέχνη στην πραγματικότητα, η οποία πραγματικότητα επανέρχεται ως τέχνη σε μια συνεχή αλληλοτροφοδότηση τέχνης και ζωής. 

 

 

Βιβλία που συμβουλεύτηκα

1.Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Ρωμαίος & Ιουλιέττα, Εισαγωγή –Μετάφραση, Διονύσης Καψάλης, Gutenberg, 2018.
  1. Γιώργος Κανόνης, Σοφία Κανόνη, Σαίξπηρ εν τάχει, εκδ. Δίαυλος, 2015.
  2. Συλλογικό, Σαίξπηρ η ζωή και το έργο του, εκδ. Ανοιχτό θέατρο με τη βοήθεια της Διεύθυνσης Πολιτιστικής Κίνησης του Υπουργείου Πολιτισμού, 1991-92.
4.Ρενέ Ζιράρ, Σαίξπηρ, Οι φλόγες της ζηλοτυπίας, μετφ. Κωστής Παπαγιώργης, εκδ. Εξάντας, 1990.
  1. Αικ. Δούκα-Καμπιτοπούλου, Δύο Αναφορές στο Σαίξπηρ, Εκδ. Κατστανιώτης, 1977.
  2. Γιαν Κοττ, Σαίξπηρ, ο σύγχρονός μας, Πρόλογος Πήτερ Μπρουκ, μετφ.Αλέξανδρος Κοτζιάς, Εκδ. Ηριδανός, 1970.  

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.