You are currently viewing Αριστούλα Δάλλη: Μαρία Κουγιουμτζή: «ΝΥΧΤΕΣ ΠΥΡΕΤΟΥ», Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, 2020

Αριστούλα Δάλλη: Μαρία Κουγιουμτζή: «ΝΥΧΤΕΣ ΠΥΡΕΤΟΥ», Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, 2020

Το μυθιστόρημα της Μαρίας Κουγιουμτζή  ΝΥΧΤΕΣ ΠΥΡΕΤΟΥ,  πυκνογραμμένο και με πολλές εναλλαγές  στο περιεχόμενο του, είναι ένα ταξίδι  μυθοπλασίας πολύ διαφορετικό από αυτά που συναντούμε συνήθως . Η διαφορετικότητα του συνίσταται όχι μόνο στην  ξεχωριστή  γραφή της συγγραφέως αλλά στην τόλμη της να ανοίγει δρόμους σε πολλαπλά επίπεδα. Πρόκληση  περιέργεια  ωθεί τον αναγνώστη να παρακολουθήσει με τόλμη  μαζί της τις πολύπλοκες πρωτοποριακές υπαρξιακές διαδρομές. Παρελθόν , παρόν και μέλλον συμπλέκονται σε μυθοπλασία – προσομοίωση μιας πραγματικότητας  που δεν απέχει  από την βιωματική εμπειρία.

   Από την πρώτη στιγμή με τον τίτλο του βιβλίου ΝΥΧΤΕΣ ΠΥΡΕΤΟΥ και τον υπότιτλο (η ερωτική ιστορία δύο ανθρώπων και του κόσμου) , μας προετοιμάζει για την ανατροπή και την έκπληξη. Προδιαγράφει ότι , κάθε προσωπική ερωτική ιστορία (και όχι μόνο ) συναντάει το Συλλογικό γίγνεσθαι και τον πρωταρχικό συμπαντικό  θεό Έρωτα. – την ΖΩΗ.  

Μας δίνει από την πρώτη σελίδα , πριν περάσει στην ιστορία της , ένα χάρτη πλοήγησης για να μην αποπροσανατολιστούμε στον λαβυρινθώδη χωρόχρονο που θα μας οδηγήσει με την αφήγηση της.

   Συνειδητό, προ-συνειδητό, ασυνείδητο, ενορμήσεις, αμαρτία-θεός, έρωτας, συνυπάρχουν σαν φωτεινές και σκοτεινές οντότητες  χωρίς να αποδυναμώνει η μία την άλλη. Πραγματικότητα και φαντασία είναι ο καμβάς- τόπος όπου παίρνουν υπόσταση άμορφες εικόνες ελευθερωμένες από το ασυνείδητο  που στη συνέχεια πραγματώνονται στο συνειδητό . ΟΙ ήρωες της τολμούν να κινηθούν στα άκρα,  στον ονειρικό κόσμο ή στις παραισθήσεις ενός οργανικού ή συναισθηματικού πυρετού.

Δημιουργεί ήρωες (με ή χωρίς όνομα) που είναι τα πολλά πρόσωπα της ηρωίδας , της συγγραφέως  ή του αναγνώστη. Αφιερώνει το βιβλίο της στον Γεδεών-  πραγματικό  ή μυθικό ήρωα- προφήτη  εκλεκτό του Θεού  βγαλμένο από το βιβλίο των Κριτών .

    Η Μαρία Κουγιουμτζή αρχίζει την αφήγηση  με την ιστορία της ηρωίδας της  προσομοιάζοντας την με την “Κοιμωμένη” των παραμυθιών.  Η ηρωίδα της Ε.Β. , δεν έχει συγκεκριμένο όνομα και θα μπορούσε να είναι η οποιαδήποτε   γυναίκα.  Ασθενής  εννέα χρόνια σε κλινική ανιάτων νόσων με απώλεια συνείδησης και παραλυσία.  Σωματικές και κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις μετά από ένα ατύχημα δημιούργησαν πολλές επιπλοκές που επιδείνωσαν την υγεία της, σωματικά και ψυχικά.   Παροδικό κώμα, λήθαργο, παρανοϊκές καταστάσεις μεταξύ  ύπνου και ονείρου,  ψευδαισθήσεις και παραισθήσεις,  φόβοι  και παραληρηματικές ιδέες είναι κάποιες από τις επιπτώσεις. Η Ε.Β,  όμοια με την ¨κοιμωμένη¨ του παραμυθιού,  σε όλη την διάρκεια του ληθαργικού κώματος,  περίμενε  το φιλί  του έρωτα που θα την ξυπνούσε  στην πραγματικότητα. Περίμενε  μέσα στην σύγχυση του μυαλού της άλλοτε τον Γεδεών, τον πραγματικό εραστή της μητέρας  και άλλοτε τον  φανταστικό δικό της Γεδεών , τον άνδρα που τον έντυνε με τις προβολές της (του πατέρα , αδελφού ή εραστή).

Αφήνοντας την ηρωίδα μόνο με τα αρχικά του ονόματος , της  αφαιρεί την ταυτότητα –πρόσωπο  και την συστήνει  σαν μία ¨άγνωστη ξένη¨, έτσι ώστε η σχέση και η ταύτιση του αναγνώστη μαζί της να μην ενοχοποιείται.

  Η  αφήγηση ξεκινάει με την είσοδο του Γεδεών στην ζωή της , ταξιδεύει με τις αναμνήσεις όλων αυτών των βιωμάτων και των υπάρξεων που πέρασαν από την ζωή της και  τελειώνει πάλι με τον  Γεδεών  που το όνομα του είναι σκεπασμένο με χώμα.   Ένας φανταστικός κόσμος στα όρια του πραγματικού , όπου όλοι οι ήρωες της μυθοπλασίας είναι η ίδια η ηρωίδα με τα πολλά της πρόσωπα . Ωστόσο, παρόλο που ένιωθε ότι το τρίγωνο   μητέρα – κόρη και Γεδεών  ήταν  η πρωταρχική  εμπειρία συναισθηματικής συνύπαρξης , ποτέ δεν χόρτασε την τρυφερή ζωή  μαζί τους, πέρα από την φαντασίωση και τις παραληρηματικές εμπειρίες της.

 Γράφει η συγγραφέας  :

  “Οι πιο ευτυχισμένες μέρες ήταν όταν αρρώσταινα. Μέσα στη ζάλη μου, άκουγα παρά έβλεπα τη μαμά να πηγαινοέρχεται, να σκύβει πάνω μου, και μαζί της μέσα από τα πυκνά καστανά μαλλιά της , που σκέπαζαν το πρόσωπο μου, να σκύβει η προστασία της τρυφερότητας…” (σελ. 21).

    Μας εισάγει κατευθείαν στην σημαντικότερη και πρωταρχική σχέση που η απαρχή της είναι η μητέρα (θηλυκή αρχή) και στην συνέχεια ο πατέρας (αρσενική αρχή). Τις σελίδες του έργου διατρέχει αυτή η τριγωνική σχέση , άλλοτε με πραγματικούς όρους της καθημερινότητας και άλλοτε με αλληγορικούς συμβολισμούς που μας επιτρέπει την προσομοίωση και ταύτιση μαζί τους. Θεωρητικοί της ψυχανάλυσης, της φιλοσοφίας και της μεταφυσικής παρελαύνουν στην μυθοπλασία σαν διάσημες επώνυμες σκιές και εδραιώνουν τις φαντασιώσεις των ηρώων στις “Νύχτες Πυρετού”.

   Η Ε.Β μέσα στον πυρετό της γίνεται μικρό παιδί  που αναγνωρίζει την ύπαρξη της στην εικόνα-καθρέφτη της μητέρας της. Ζει την συμβιωτική ασφάλεια και  αρνείται να  αποχωρισθεί την μητρική παρουσία. Δεν μπορεί να δημιουργήσει μεταβατική εικόνα της μητέρας της και μένει δέσμια της.  Την θέλει αποκλειστικά  δική της  και κοιμάται ανάμεσα στους ερωτικούς συντρόφους της στο συζυγικό κρεβάτι . Βιώνει λανθασμένα μαζί τους  την πρώτη λανθάνουσα σεξουαλικότητα του σώματος της. Χωρίς αληθινό  πατρικό  πρότυπο, φαντασιώνεται τους εραστές της μητέρας της –κακό και καλό πρότυπο – συμμαχεί και  προστατεύει την ανώριμη μητέρα της με την συνεχή φροντίδα της. Η ίδια, με ψυχαναλυτικούς όρους , βιώνει την “σύγχυση γλωσσών” , μπερδεύει δηλαδή το σεξουαλικό ερέθισμα που δέχεται από τα ενήλικα σώματα των μεγάλων σαν αγάπη και τρυφερότητα που είχε τόσο πολύ ανάγκη. Ο Γεδεών θα πάρει την θέση του πατέρα, του αδελφού, του εραστή και θα αναζητά πάντα την αγκαλιά του σαν βρέφος που ησυχάζει στην γενετήσια  φωλιά του.

  Αργότερα, όταν ο κόσμος της μοναξιάς της θα γεμίσει με νέα πρόσωπα, θα ξαναπαίζεται ασυνείδητα η πρωταρχική εμπειρία με τις απωθημένες εικόνες της παιδικής της ηλικίας.  Συλβάνα,  φωτογράφος, Μαρκίς, Φιλουμέλα , ο εραστής χωρίς πρόσωπο και άλλοι, όλοι μαζί, άλλοτε πρωταγωνιστές και άλλοτε κομπάρσοι , στις νύχτες πυρετού θα παίζουν στη σκηνή του ονείρου την δική της ιστορία. Και όταν η μητέρα της θα φύγει από την ζωή θα την αναζητήσει στο τέλος της πορείας της με όλη την δύναμη της ψυχής της

“Γιατί μαμά, πέθανες τόσο νωρίς, που δεν θυμάμαι πως ζούσες;” (σελ. 536).

        Η συγγραφέας, με γνώσεις πολύπλευρα  πρισματικές και ποιητική σκηνική δραματουργία,  από την  αρχή του βιβλίου έως το  τέλος  ξετυλίγει την μυθοπλασία για την ζωή της Ε.Β. και εισάγει όλα τα πρόσωπα της πλοκής , με πρωταγωνιστικό  ή συμπληρωματικό ρόλο επί σκηνής.  Υφαίνει τον ιστό της δράσης όπου όλοι αυτοί συμπλέκονται μέσα από σχέσεις οικειότητας ή ξενότητας, αποδοχής ή άρνησης.  Πολλοί από αυτούς που παίρνουν μέρος στην ιστορία της Ε.Β. δεν έχουν όνομα και η ταυτότητα τους εδραιώνεται  από την εργασιακή ιδιότητα. Ο φωτογράφος, ο εκδότης, ο συγγραφέας, ο αδελφός , ο συνεργάτης, η νοσοκόμα κ.λ.π.    Όσο πιο ξένος είναι κάποιος που μπαίνει στην χωρίς όρια  ζωή της Ε.Β. τόσο πιο γνωστός και οικείος γίνεται  μέσα από την σχέση, τις επιθυμίες  και τα δρώμενα της ζωής της. Εκπλήσσει και τρομάζει η συνύπαρξη της απόλυτης (παιδικής) αθωότητας και της βαθειάς αναλυτικής μυητικής σκέψης στο εσωτερικό ταξίδι  της ηρωίδας. Τα σχήματα, τα σενάρια , τα πρότυπα σκέψης και συμπεριφοράς της επαναλαμβάνονται σαν φράκταλ στον διαταραγμένο ψυχισμό της είτε σε ονειρικό φανταστικό  επίπεδο είτε στις πραγματικές εμπειρίες της καθημερινότητας.  

     Μία τέτοια  προσέγγιση ήταν  και ίσως  όχι μόνο , η γνωριμία της   με την Συλβάνα και τον φωτογράφο. Αυτοί χωρίς όριο και αναστολή  ζούσαν τον έρωτα τους παρουσία της, όπως συνέβαινε με την μητέρα και τους εραστές της,  πάντα ελλείψει  πατέρα.    Μέσα σε αυτό το τρίγωνο η Ε.Β. θα παλινδρομεί στις πρώιμες καταγραφές της σωματικής διέγερσης, της παιδικής σεξουαλικότητας και της ενήλικης ενστικτώδους ορμής πέρα από την ηδονή. Είναι θαυμαστό επίτευγμα της συγγραφέως να περιγράφει γλαφυρά, μη ρετουσαρισμένα τις ερωτικές σκηνές και τα συναισθήματα των ερωτικών συντρόφων  χωρίς να χάνει τα όρια και να προκαλεί την διαστρέβλωση της φαντασίας  των αναγνωστών.

     Ο αναγνώστης νιώθει ασφάλεια σε όλη την διαδρομή της περιγραφής της ενστικτώδους ζωής των ηρώων, παρακολουθώντας την ερωτική μυσταγωγία πίσω από την πλάτη του μύστη ιεροφάντη (συγγραφέα).  Έτσι είναι σαν να συμμετέχει στις γιορτές της γονιμότητας  των Ελευσινίων  ή Καβειρίων  μυστηρίων που ήταν αφιερωμένα  στην σχέση μητέρας και  κόρης,  Δήμητρας και Περσεφόνης, θυσίας και θανάτου, ζωής και γέννησης του αρχέγονου  θεού Έρωτα και της δημιουργίας του κόσμου( Ησίοδος) . Η σεξουαλικότητα είναι βαθιά καταγραμμένη στον πρωτογενή εγκέφαλο  που είναι υπεύθυνος για την  επιβίωση του είδους. Παρέα με τον φόβο  και την επιθετικότητα , η σεξουαλικότητα διεγείρει την ορμή ζωής ενάντια στην ενόρμηση του θανάτου. Οι NYXTEΣ ΠΥΡΕΤΟΥ  είναι ένα βαθύ ερωτικό κείμενο ύμνος στην από-ενοχοποίηση  της Libido.  Στην πορεία του διαβάσματος, καθώς ξετυλίγεται η ιστορία και ο κόσμος των ηρώων της, η συγγραφέας συνεχώς μας εισάγει στις βαθύτερες διαδρομές των καταγραμμένων εμπειριών, τολμάει να ξεγυμνώσει τις ωραιοποιημένες ιδέες και εικόνες και να τις προσγειώσει στις αληθινές διαστάσεις της ανθρώπινης έκφρασης. Στην πάλη ανάμεσα στο καλό και το κακό που συνυπάρχουν από καταβολής κόσμου.

    Γράφει:

” υπήρχαν , άραγε, όρια ανάμεσα στο επιτρεπτό και το ανεπίτρεπτο; Υπήρχαν όρια στις διαθέσεις των ανθρώπων; Αν τα ένστικτα , ήταν σε θέση να τα παραβιάζουν, ίσως η ύπαρξη των ορίων να ήταν μύθος. Γιατί τα ένστικτα ήταν η εγγραφή των νόμων της ζωής. Όσο και να τα ντύνουμε  με θεωρίες κομψότητας, εκείνα, όταν έρχονταν οι κρίσιμες ώρες, υπερίσχυαν. Υπήρχε μία βαρβαρότητα, άξεστη ομορφιά στην έκφραση τους.  Μία ομορφιά συνώνυμη με την ζωή και τον θάνατο. ” ( σελ.355).

    Η Μαρία Κουγιουμζή, σαν ιέρεια μυστικού ναού, τολμάει την υπέρβαση των φόβων. Σαν σε πηγή αγιάσματος,  , κατεβαίνει τα σκοτεινά γλιστερά σκαλοπάτια για να πάρει το νάμα της τόλμης  και της πίστης στην αποκάλυψη της ύπαρξης της. Γιατί αγιοσύνη είναι όταν μπορείς να βιώνεις την προσωπική σου Νέκυια, τις απώλειες , τον θρήνο , τις προδοσίες, τις άψυχες σκιές, τον έρωτα, τον θάνατο, και καθαρμένος να ανεβαίνεις  στο φως της ζωής. Βαθύς γνώστης αυτής της βύθισης σε αχαρτογράφητες περιοχές του ασυνειδήτου και τους συνακόλουθους φόβους, για να ξεκουράσει και να εκπαιδεύσει σε στοχασμό  τον αναγνώστη περιπατητή,  παρεμβάλει στιγμιότυπα  της καθημερινής ζωής, οάσεις για ανατροφοδότηση της συνέχειας του προσωπικού εσώτερου ταξιδιού.

  Έτσι μας καλεί να παρακολουθήσουμε τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς της  σε θέματα του παρόντος, του παρελθόντος και του μέλλοντος. Μας οδηγεί σε σαλόνια και χώρους όπου η λογοτεχνία, η Τέχνη, η μουσική , η ποίηση προβληματίζει τους εραστές του πνεύματος και τους αμφισβητίες προάγοντας την μελλοντική εξέλιξη τους.  Το υπερβατικό και μυητικό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης χρειάζεται να πατάει στην πραγματικότητα και την φαινομενολογική όψη του κόσμου. Ένα κόσμο που συνυπάρχουν το «Εγώ»  με το « Είμαι» ..

Γράφει:

“Το να « είμαι» απλώς χωρίς το  «Εγώ» , με βυθίζει σε μία μέθη, νάρκη υπαρκτική. Το να πνίγω εκείνες τις σκέψεις που θέλουν να με μάθουν, να με ορίσουν, και να αφήνομαι στην άγνοια μου είναι μία ευδαιμονική κατάσταση, όμοια με εκείνη της πρωινής αφύπνισης, πριν από το ολοκληρωτικό ξύπνημα. Αυτό το διστακτικό βήμα προς την ύπαρξη έχει κάτι το παραδείσιο.  Τα όρια του « Είμαι » και « δεν Είμαι» συμπλέκονται σε μία αγκαλιά αγάπης προς τον κόσμο που αρχίζει να εμφανίζεται. Κι όμως,  ανάμεσα στους άλλους μέσα σ΄ αυτό τον κόσμο που δούλευε με γρανάζια παραβιασμένων νόμων και ατελείωτων συμπεριφορών, το « είμαι» δεν αντάμωνε απλώς με την τρέλα, ήταν η ίδια η τρέλα που συνθλιβόταν από ένα ανύπαρκτο «εγώ» , χωρίς να έχει κάτι να το αντικαταστήσει, πέρα από την αλαλία της απόλαυσης του να υπάρχει.” ( σελ. 332).

     Για το μυθιστόρημα της Μαρίας Κουγιουμτζή θα μπορούσε να γραφεί  απαρχής ένα άλλο παράλληλο κείμενο που πάλι δεν θα μπορούσε να καλύψει το βαθύ στοχασμό της, τις απαράμιλλες αλληλουχίες των γεγονότων και των συναισθημάτων των ηρώων της, τις αλληγορίες και τις αλήθειες ενός κόσμου που αλλάζει χωρίς να μπορεί να σταθεροποιηθεί το κέντρο του.

    Η Μαρία Κουγιουμτζή, αρχίζει και τελειώνει την μυθοπλασία με τον Γεδεών, την Ε.Β. και την μητέρα της.  Αυτό το τριπλό σώμα αναστήθηκε με την πένα της και μας διηγήθηκε την ιστορία του.  Γράφει με μια ανάσα κλείνοντας την μαραθώνια πορεία της Ε.Β. στον ενδιάμεσο χώρο της φαντασίας και της πραγματικότητας.

     “Ο Γεδεών δεν πρόλαβε να μεγαλώσει. Είχε πεθάνει σ΄ ένα στρατόπεδο , μικρό παιδάκι, όταν το έσκασε από τον προστάτη του και πήγε να ψάξει τη μητέρα και την αδελφή του. Εμάς έψαχνε. Εμείς ήμασταν η μητέρα και η αδελφή του. Εγώ και η μητέρα μου. Δεν μας βρήκε ποτέ και δεν τον βρήκαμε ποτέ.” ( σελ.537). 

Και συνεχίζει:

“Εγώ ήμουν η τρέμουσα, η μητέρα μου, ο Γεδεών, ο φωτογράφος, η Συλβί, ο Ηρακλής, ο ταγματάρχης, ο άγνωστος αξιωματικός που συγκράτησε την μητέρα μου όταν γλίστρησε μες στη βροχή, ο Αντρέ, ο φιλόλογος, ο Σάκης, ο δικηγόρος, ο νέος με το σημάδι στο πρόσωπο, ο πατέρας και προστάτης του Γεδεών, ο συγγραφέας,  ο φίλος του, ο σκηνοθέτης, ο ηθοποιός, η Αμαρυλλίς, οι άνθρωποι που ανταμώνουμε καθημερινά, που είτε τους συμπαθούμε , είτε τους αντιπαθούμε, το αγοράκι που εισέπνεε την βενζίνη και ζαλιζόταν, ο άγνωστος- εαυτός – που μας παρακολουθεί, όλο το πλήθος του κόσμου που έρχεται  και φεύγει αέναα, μέσα στην δίνη των πλανητών, των γαλαξιών, στα σύμπαντα που δημιουργούνται και καταστρέφονται διαρκώς, όλοι και όλα σε μία επαναφορά χωρίς μνήμη, χωρίς παρελθόν, χωρίς μέλλον, μέσα στο κελί του παρόντος. Στο υπέροχο κελί του « είμαι» , στην προσωρινή ή μόνιμη ιδιότητα του « υπάρχω».  Ίσως και του Εξακολουθητικού Μέλλοντος « θα είμαι». Ποιος ξέρει;”  ( σελ. 538).

Η κοιμωμένη ηρωίδα Ε.Β. λίγο πριν πεθάνει « ξύπνησε» και αναζήτησε το φιλί του Γεδεών που τόσο είχε λαχταρίσει στον άχρονο χρόνο που ήταν βυθισμένη.

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.