You are currently viewing Γιώργος Βέης : Λούντβιχ Τηκ, Ο ξανθός Έκμπερτ – Το Ρούνενμπεργκ  Μτφρ: Αλέξανδρος Ίσαρης, Επίμετρο: Γιάννης Καλιφατίδης, εκδ. «ΣΜΙΛΗ»

Γιώργος Βέης : Λούντβιχ Τηκ, Ο ξανθός Έκμπερτ – Το Ρούνενμπεργκ Μτφρ: Αλέξανδρος Ίσαρης, Επίμετρο: Γιάννης Καλιφατίδης, εκδ. «ΣΜΙΛΗ»

«Τις αληθινές ιστορίες φρίκης τις εξιστορεί η καθημερινή ζωή۠ καμία ποίηση δεν έχει τη δύναμη να μετριάσει, τη σκληρότητά της

                                                      (Από το βιβλίο, σελ. 109)

           

Η σκοτεινή πλευρά της Φύσης

           Οι δύο αυτές νουβέλες του χαλκέντερου, πολυταξιδεμένου Λούντβιχ Τηκ (1773-1853), ο οποίος ασπάστηκε τον ρεαλισμό αφού προηγουμένως διέπρεψε στο δυναμικό πλαίσιο του γερμανικού ρομαντισμού, μεταφράζονται πρώτη φορά στη γλώσσα μας. Ευτυχώς που ο Αλέξανδρος Ίσαρης, εγνωσμένης επάρκειας και πείρας, ανέλαβε να μετουσιώσει τον λόγο του χαρισματικού αυτού στυλίστα σε εύηχα, ασπαίροντα ελληνικά. Πρόκειται για δύο συναρπαστικές παραλλαγές μεσαιωνικών μύθων, οι οποίες, μεταξύ άλλων, μαρτυρούν τόσο την αποτελεσματική επεξεργασία, την οποία έχουν υποστεί σε όλο τους το εύρος, όσο και την ειδικότερη θεματική προοπτική την οποία υποστηρίζει ενθέρμως ο ίδιος ο λόγιος, ιδιαίτερα ευρηματικός δημιουργός τους.

            Αληθοφανείς ιππότες αυτοκαταστρέφονται, αναζητώντας μάταια το μεταφυσικό Ελντοράντο της απόλυτης πνευματικής καθαρότητας, νεαρές κυρίες και δεσποινίδες αναβαθμίζονται εντέχνως σε φορείς ακραίων παθών, γαιοκτήμονες στρέφουν αποφασιστικά την πλάτη τους στον κόσμο, ο οποίος τους γαλούχησε, προκειμένου να αναχθούν κι αυτοί με τη σειρά τους σε ανώτερες σφαίρες διαλογισμού και στοχαστικής ενδοσκόπησης, ενώ οι «στενόχωροι κήποι», οι «μικρές καλύβες» και τα «επίπεδα σιταροχώραφα» του γερμανικού κάμπου εγκαταλείπονται ανενδοίαστα το ένα μετά το άλλο χάριν ενός ζωοφόρου επέκεινα, όπου οι μορφές οφείλουν να λάμπουν μέσα στην ιδανική πληρότητά τους. Το παρόν υπονομεύεται πλήρως, το παρελθόν έχει ήδη ακυρωθεί στην ταραγμένη συνείδηση των τολμηρών χαρακτήρων, ενώ το μέλλον βιώνεται άμεσα ως ασφαλέστατη κατάκτηση μιας αλαφροΐσκιωτης συνήθως ύπαρξης, η οποία σπεύδει να αντικαταστήσει το ανιαρό, ενίοτε θλιβερό ενθάδε με το γοητευτικό και εξίσου συναρπαστικό μετα-χωρόχρονο των σφοδρά και πανταχόθεν καταπολεμηθέντων «αυθεντικών, φωτισμένων χριστιανών», των καλουμένων Γνωστικών.

       Άλλωστε σαφέστατοι δείκτες του πνευματικού κινήματος της πρώιμης Γνώσης ενυπάρχουν σχεδόν αυτούσιοι στις ποικίλες παρορμητικές ρομαντικές διακηρύξεις, αλλά και στην πλειονότητα των ρομαντικών επιτευγμάτων. (Βλ. πρόχειρα το διεισδυτικό έργο του Θάνου Λίποβατς Δοκίμιο για τη Γνώση και τον γνωστικισμό, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πόλις», 2006). Ο κόσμος είναι μια ανούσια καρικατούρα, μια ιλαροτραγωδία. Οι παραστάσεις της λεγομένης αντικειμενικής πραγματικότητας είναι συστηματικά παραπειστικές Ένα πυκνό πέπλο, δηλαδή η περιώνυμη Μάγια των Ινδουιστών, αποκρύπτει διαρκώς την άλλη όψη των πραγμάτων. Από εκεί έχει εξοριστεί κάκιστα ο άνθρωπος και εκεί βέβαια επείγεται να επιστρέψει. Γι’ αυτό και οι ήρωες του Λούντβιχ Τηκ, ως άλλοι συνεπείς μαθητές του ανυποχώρητου ιδεαλιστή Αρθούρου Σοπενχάουερ(1788-1860 ), προσπαθούν να διαβάσουν μέσα κυριολεκτικά στην Φύση, μέσα στις ορατές και αόρατες σελίδες των φαινομένων, την άλλη αλήθεια, την αδιάφθορη, την ουσιαστική τάξη των όντων. Είναι έτοιμοι μάλιστα να πουλήσουν την ψυχή τους σ’ οποιονδήποτε θα τους άνοιγε το δρόμο σ’ αυτή την εξόφθαλμα αυξημένη, την δευτεροβάθμια, να το πω διαφορετικά, θέαση του σύμπαντος.

       Η κολοσσιαία γυναικεία μορφή για παράδειγμα, η οποία παρασύρει τον αμήχανο διαβάτη στην απάνθρωπη φρενίτιδα (ή μαύρη τρύπα, με άλλα λόγια) της απόλυτης πρόσληψης, έχοντας προ πολλού στοιχειώσει τις πλαγιές του Ρούνενμπεργκ, το οποίο θα μπορούσε να αποδοθεί ελεύθερα στη γλώσσα μας ως «το μαγεμένο βουνό», (βλ. σελ. 52) συνιστά μιαν ακόμη προσωποποίηση της Σοφίας, της ύπατης δηλαδή βαθμίδας του «επίστασθαι» των κορυφαίων μυστών της Γνώσης. Κι εδώ ακριβώς ο Γερμανός τεχνουργός συναντά τον άλλο μεγάλο σκαπανέα των ανατροπών, τον σύγχρονό του δανό φιλόσοφο Σαίρεν Κίρκεγκορ (1813 – 1855): «Τι έρωτας άραγε να είναι αυτός που μάς ωθεί ν’ αγκαλιάζουμε τη φύση; μήπως δεν είναι ένα άγχος μυστικό, ένας τρόμος μέσα στην ίδια τη φύση, μια και η ελκυστική αρμονία της απορρέει από αταξία και σύγχυση άγρια και η αυτοπεποίθησή της είναι παιδί της απιστίας;», (βλ. το περιώνυμο Ημερολόγιο ενός διαφθορέα).

   Κλείνοντας αυτό το βιβλίο, βγαίνουμε πολλαπλά κερδισμένοι. Απλώς επιχείρησα να υπογραμμίσω μερικά από τα σημαντικότερα οφέλη.

 

                                                                         

                                                                              

                                                                               

                                                                              

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.