You are currently viewing Γιώργος Βέης: ENRIQUE DE HERIZ, Ψέμα. Μτφρ: Βάσω Συνοδινού, εκδ. «ΠΑΠΥΡΟΣ»

Γιώργος Βέης: ENRIQUE DE HERIZ, Ψέμα. Μτφρ: Βάσω Συνοδινού, εκδ. «ΠΑΠΥΡΟΣ»

 Όταν καταρρέουν οι αυταπάτες

«Έχουμε χαθεί, έτσι δεν είναι;» ρώτησα αφού διασχίσαμε τη νιοστή νησίδα.

«Όχι, κυρία. Βρισκόμαστε στο ποτάμι Πετεξμπατούν».

(Από το βιβλίο, σελ. 17)

Στη «Ναυτία» (1938) του Ζαν-Πολ Σαρτρ η Ύπαρξη και τα Πράγματα επιτίθενται στον Αντουάν Ροκαντέν με σκοπό να τον αφανίσουν. Αντιθέτως, στο «Ψέμα» η πρωταγωνίστρια σπεύδει να πολιορκήσει την Ύπαρξη και τα Πράγματα, προκειμένου να διακριβώσει τα αίτια και τα αιτιατά τους. Η αντιστροφή αυτή παράγει αξιοσημείωτα κειμενικά αποτελέσματα. Συνοπτικά: η Ισαβέλ Γκαρθία Λούνα, περίπου 70 ετών, «ιδρύτρια της έδρας του Κεντρικού Πανεπιστημίου της Βαρκελώνης, κοσμήτορας των ανθρωπολόγων, πρωτοπόρος στην ανακοίνωση άρθρων σε ξένα επιστημονικά περιοδικά, κάποια από τα οποία περιείχαν αποκαλύψεις που ξεσήκωσαν μεγάλες διαμάχες», αποφασίζει μια μέρα να αποκοπεί από την οικογενειακή της εστία και να παραμείνει στο πεδίο των ερευνών της, στη ζούγκλα του Πετέν, στα βόρεια της Γουατεμάλας. Εκμεταλλεύεται ένα μικρό γραφειοκρατικό λάθος και αφήνει τους τρίτους να πιστεύουν ότι το πτώμα μιας τουρίστριας ανήκει σ’ αυτήν. Η ειδικότερη ιδεολογία της συνοψίζεται στην εξής αποστροφή: «Οι άντρες παλεύουν, σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον, για να κατοχυρώσουν μια θέση στα βιβλία της Ιστορίας. Υψώνουν το ανάστημά τους με κραυγές. Κάποιες γυναίκες βρίσκουμε μια γωνιά στο βιβλίο με τους θρύλους, με αντίτιμο τη σιωπή». Μπαίνοντας στον νέο κόσμο των «νεκρών», αντιλαμβάνεται ότι στην ουσία είναι πανηγυρικά όντως Ζώσα. Επιβεβαιώνεται δηλαδή απολύτως ο φαινομενικά παράδοξος κανόνας της Μέρι Ερτζγουόρθ: «Το να το βάλει κανείς στα πόδια κάποια φορά χρειάζεται πολύ θάρρος». Ο απαραίτητος σύζυγος ονόματι Χούλιο, ένας ημιφασματικός ζωγράφος, ο οποίος θυμίζει χαρακτήρες του Χούλιο Κορτάσαρ με το να επινοεί διαρκώς παρελθόν, και τα τρία της παιδιά στην πατρώα Βαρκελώνη ετοιμάζονται να σκορπίσουν στη θάλασσα τη στάχτη μιας άλλης γυναίκας.

Ο Ενρίκε δε Εριθ (1964-) εμμέσως πλην σαφώς μάς παραπέμπει κατά κύριο λόγο στην ανάλογη, πείσμονα, «τρελή» φυγή του ήρωα του μυθιστορήματος «La fuite de Monsieur Monde» του Georges Simenon. Το εμβληματικό αυτό έργο, το οποίο τόσο συνεπαίρνει τον Τζον Μπάνβιλ (ιδέτε τη συνέντευξη του στην Πόπη Μουσουράκη, «Βιβλιοθήκη», τεύχος 417 της «Ελευθεροτυπίας», 18 Αυγούστου 2006), φρονώ ότι ανήκει στους άμεσους φιλολογικούς προγόνους του «Ψέματος» (2004). Ως γνωστόν, το «La fuite de Monsieur Monde», όπως ακριβώς και το «La neige etait sale», συγκαταλέγεται στα περιώνυμα romans durs, στα σκληρά δηλαδή έργα του Georges Simenon. Κι εκεί, όπως κι εδώ, οι αυταπάτες καταρρέουν η μία μετά την άλλη, ο Εαυτός αναδεικνύεται απερίσπαστος από τα βάθη της υποκρισίας και το τέλμα των αλλεπάλληλων συμβιβασμών: η περιρρέουσα ατμόσφαιρα αφήνει επιτέλους να φανεί η άλλη αλήθεια, ο ζόφος δηλαδή, αλλά και η αίγλη ταυτοχρόνως της πολυπόθητης μεταπραγματικότητας. Η Ισαβέλ διατείνεται ότι αυτό που υπάρχει δεν είναι μόνον παρελθόν, όπως καταδήλωσε ο Ανατόλ Φρανς, αλλά και κάτι ακόμη: απεριόριστη δηλαδή δυνατότητα να πολλαπλασιάσεις τις κρίσιμες συγκυρίες της στιγμής. Μελετώντας έτσι απερίσπαστη τα σκοτεινά έθιμα της ανθρωποφαγίας της φυλής των Γουάρι, αναταξινομεί αξίες και δεδομένα του πολιτισμού στον δρόμο που άνοιξε ο καινοτόμος ανθρωπολόγος Claude Levi-Strauss. Στον βαθμό μάλιστα που «ο “αληθινός κόσμος”, όπως κι αν έχει συλληφθεί ως τώρα, ήταν πάντα ο φαινομενικός κόσμος άλλη μια φορά», όπως κατέδειξε ο Νίτσε, οι πιθανότητες για μια σειρά ριζικών αναπροσαρμογών των ιδεών μας για το Ον καθιστά το εγχείρημα της Ισαβέλ ιδιαίτερα συναρπαστικό (ιδέτε «Η θέληση για δύναμη», μετάφραση-επιμέλεια: Ζήσης Σαρίκας, εκδόσεις «Νησίδες», 2001).

Οι ορισμοί διακρίνονται από την έξαρση αυτής ακριβώς της οριακής αποκαθήλωσης. Διακρίνω πρωτίστως: «Δεν υπάρχουν ταξίδια επιστροφής. Το μέρος στο οποίο επιστρέφεις έχει στιγματιστεί από την απουσία σου. Δεν είσαι εσύ αυτός που έφυγε. Πάνε πολλά χρόνια που το ξέρω. Το έμαθα σε κάθε ταξίδι, και παρ’ όλα αυτά, συνέχισα να χρησιμοποιώ το ρήμα επιστρέφω με όλη την ελαφρότητα του κόσμου. Το έκλινα: όταν επιστρέψω, αύριο επιστρέφω, τώρα που επέστρεψα… Αυτή τη φορά δεν μπορώ να μου επιτρέψω αυτή την πολυτέλεια. Δεν επιστρέφω· πηγαίνω. Πηγαίνω στο μέρος όπου με θεωρούν νεκρή, στη συνάντηση μ’ εκείνους που μπορούν να εκλάβουν την άφιξή μου είτε σαν ανάμνηση ή σαν την εμφάνιση ενός φαντάσματος. Ακόμη δεν ξέρω» (ιδέτε σελ. 417). Στο σημείο αυτό ο συγγραφέας συναντά βέβαια τον ρηξικέλευθο Γερμανό υπονομευτή: «Πιστεύουμε ότι νοσταλγούμε έναν μακρινό τόπο, ενώ στην πραγματικότητα νοσταλγούμε μόνον τον χρόνο που ζήσαμε εκεί, τότε που ήμαστε πιο νέοι και πιο φρέσκοι. Έτσι λοιπόν μας ξεγελάει ο χρόνος: φορώντας τη μάσκα του χώρου. Αν ταξιδέψουμε ώς εκεί, θα συνειδητοποιήσουμε την πλάνη μας» (ιδέτε Αρθούρος Σοπενχάουερ, επιλογή από το έργο του, μετάφραση: Ν. Σκουτερόπουλος – Κλ. Μπέτσεν, εκδόσεις «στιγμή», 1996).

Σε αντίθεση πάντως με τον οιονεί νομάδα Monsieur Monde ή την άλλη μεταγενέστερη φυγάδα, την Αν Χίντεν, την ηρωίδα της «Βίλας Αμάλια» (2006) του Pascal Quignard (ιδέτε την έξοχη μετάφρασή της από τη Βάνα Χατζάκη στις εκδόσεις «Άγρα», 2008), η Ισαβέλ Γκαρθία Λούνα δεν θα παραμείνει επί πολύ στη συνειδητή της αφάνεια. Το παιχνίδι της αυτοεξορίας θα λήξει αισίως με την τελεσίδικη επιστροφή της στην οικογενειακή φωλιά. Το ρομάντζο με την απεξάρτηση από τις συμβάσεις του βίου καταλήγει σε μια ανακωχή: επιστρέφω, πλην όμως είμαι μια άλλη.

Στο μεταξύ η «παραμυθού», μοναδική της κόρη, η Σερένα, θα ταξιδέψει ακωλύτως στον κόσμο των θρύλων της οικογένειάς της, θεραπεύοντας με τη σειρά της τις χαίνουσες πληγές τής εξ αντικειμένου πραγματικότητας. Η απουσία της Μητέρας υποστηρίζει την αναδημιουργία των επιστητών σε μια πιο φιλελεύθερη βάση. Στους αντίποδες της θεσμικής «πατροκτονίας», ο Ενρίκε δε Εριθ αντιπροτείνει μια προσωρινά τραυματική, αλλά ως εκ των πραγμάτων ζείδωρη απομάκρυνση της Μητέρας. Αυτό ίσως να είναι το απώτερο μήνυμα που συνέχει το πρωτογενές κειμενικό σχέδιο του άρτια συγκερασμένου Ψέματος.

Η μετάφραση διακρίνεται για την ετοιμότητά της να αντιμετωπίζει με ευθύβολη άνεση τις απαιτήσεις του λαβυρινθώδους πρωτοτύπου.

 

 

 

Παυλίνα Παμπούδη

Η Παυλίνα Παμπούδη σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου (Ιστορία – Αρχαιολογία) και παρακολούθησε μαθήματα Μαθηματικών στη Φυσικομαθηματική Σχολή και ζωγραφικής στην Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και στο κολέγιο Byahm Show School of Arts του Λονδίνου. Έχει εκδώσει μέχρι στιγμής 15 ποιητικές συλλογές, 3 βιβλία πεζογραφίας, περισσότερα από 40 βιβλία δήθεν για παιδιά και 31 μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων. Επίσης, έχει κάνει 3 ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής, και έχει γράψει σενάρια για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, καθώς και πολλά τραγούδια.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.