You are currently viewing Γιώργος Καρτάκης: Ο ποιητής και η Μούσα

Γιώργος Καρτάκης: Ο ποιητής και η Μούσα

Στα πίσω χρόνια, που οι αθάνατοι θεοί ανεβοκατέβαιναν σχεδόν καθημερινά από τον Όλυμπο και δεν περνούσε μέρα να μην παίξουν, να γλυκοκοιτάξουν ή να σκανδαλίσουν θνητό, ζούσε στο άστυ των Αθηνών ένας φίλεργος ποιητής. Το όνομά του δεν έφτασε δυστυχώς ως τις μέρες μας, όμως η ιστορία του θα τον κρατήσει δίχως άλλο αλησμόνητο και στους επόμενους μετά από εμάς αιώνες.

Ο νεαρός ποιητής, πλήρης οίστρου, εντρυφούσε ώρες πολλές στην μελέτη των πονημάτων και του έργου επιφανών προγενέστερων φιλοσόφων και ποιητών και άλλες τόσες επιδιδόταν στη σύλληψη υψιπετών στίχων,  οι οποίοι  εξυμνούσαν τους θεούς, τη φύση με τα πουλιά, τα σύννεφα και τα ανήμερα θηρία, τα νερά και τις νύμφες, τον έρωτα, το κάλλος και τους ήρωες. Καταπονημένος από τον πνευματικό κάματο μιας ολόκληρης μέρας, έγερνε το βράδυ να αναπαυθεί, μα πριν ο Μορφέας του κλείσει τα βλέφαρα απαλά, ένα μονάχα λαχταρούσε το είναι του και για τούτο ικέτευε τον πατέρα των θεών, τον Δία, διακαώς: ήθελε να γίνει διάσημος και τ΄όνομά του να υπερβεί τα όρια της μικρής, αλλά ευκλεούς πόλης του,  γιατί όχι, του τόπου του, και να διαχυθεί σε όλη την υφήλιο και πέρα από αυτήν, πέρα από τις Στήλες του Ηρακλέους, στα Τάρταρα, να διαβάζουν και οι κολασμένοι στίχους του μπας και αφυπνιστούν.

Μα τα χρόνια έφευγαν κι η φήμη του δεν αυγάταινε. Κανείς δεν έμοιαζε να τρέφει ενδιαφέρον για τους συγκαιρινούς στίχους, όταν τα ίδια πράγματα, και μάλιστα με μεγαλύτερη καλλιτεχνία, τα είχαν υμνωδήσει κατά το παρελθόν περιφανείς αριστοτέχνες και αοιδοί.

Κι έτσι ο ποιητής μαράζωνε στη θλίψη του κι ήταν στιγμές που, ειλικρινά, έφτανε στα όρια της απόγνωσης. Και ο καιρός περνούσε. Το κορμί φύραινε, το δέρμα ζάρωνε, σχεδόν δεν τον κρατούσαν τα πόδια του πια. Το αναπόφευκτο – η κοινή μοίρα όλων των ανθρώπων – ζύγωνε και το έργο του παρέμενε γνωστό μόνο σ΄ένα στενό κύκλο λίγων πιστών φίλων και καμπόσων ακόμα μετρίων μαθητών.

Όμως ακόμα και ο πλέον άσημος ποιητής δεν είναι εγκαταλειμμένος στη μοίρα του. Σε όλους – και ας μη γίνεται ορατή – συμπαραστέκεται η Μούσα. Τόσα χρόνια στο πλάι του, όρθια πίσω απ’ την πλάτη του, τον έβλεπε σκυμμένο να μελετά βυθισμένος και να γράφει και γνώριζε ενδελεχώς, πόσο ιδρώτα είχε χύσει, τι αγώνα είχε κάνει και πόσο βαθιά ήταν πράγματι εκείνη η τόσο ανθρώπινη, η ανεκπλήρωτη επιθυμία να δοξαστεί και να διακριθεί. Παρακάλεσε λοιπόν τον Μέγιστο να συναινέσει κι ευθύς μεταμόρφωσε τον υπερήλικα πλέον ποιητή, σε ένα λαμπρό, μακροσκελές λυρικό ποίημα για τη ζωή, το οποίο εντός λίγων μηνών, αν όχι ημερών, έγινε περιλάλητο υπερβαίνοντας τα όρια των Αθηνών, για να τραγουδηθεί από Έλληνες και Βαρβάρους και να φτάσει πέραν των Ηρακλείων Στηλών, ίσως μάλιστα έως τον Άδη. Αλλά ας μην επιμένουμε, γιατί κανείς ποτέ δεν επέστρεψε από το βασίλειο των σκιών, για να μας το επιβεβαιώσει.

Μια λιόχαρη μέρα – μόλις είχε μπει το φθινόπωρο – η Μούσα έκανε τον καθημερινό της περίπατο στους κήπους κάτω από την Ακρόπολη. Κάποια στιγμή θυμήθηκε το ποίημα και το ανέσυρε από τον κόρφο της να το ξαναδιαβάσει. Όπως κοντοστάθηκε, για να μπορέσει να βρει το σημείο που είχε στο μυαλό, μια δυνατή ριπή ανέμου της απέσπασε τον λεπτό πάπυρο από τα χέρια και το ποίημα παρασύρθηκε ψηλά στους αιθέρες, μακριά από την εμβρόντητη δέσποινα, την φθινοπωρινή πρωτεύουσα και τους ανθρώπους.  Το ποίημα έμοιαζε να χάθηκε δια παντός σε άγνωστα ύψη και οι άνθρωποι, των οποίων η μνήμη έτσι κι αλλιώς είναι κοντή, λησμόνησαν με τον καιρό πλήρως το λυρικό εκείνο αριστούργημα.

Κακοτυχιά, θα σκεφτούν πολλοί. Ο καημένος ο ποιητής! Δεν ήτανε γραφτό του να μείνει ούτε καν σαν ποίημα.

Το ποίημα όμως δεν χάθηκε, γιατί ο Νεφεληγερέτης, που όλα τα επιβλέπει, το μάζεψε απ’ τα ουράνια πλάτη και το έσωσε.

Στου Ολύμπου τα ύψη, σε βάθη πυκνής αχλής, αποσύρεται ο Κορυφαίος κάποτε και το διαβάζει. Του αρέσει, εξάλλου υπήρξε ίδιον έργον αυτό το ποίημα για την ομορφιά της ζωής. Διαβάζει και διαβάζει ο Ουράνιος και απαγγέλλει με τις ώρες τους στίχους δυνατά, εκείνους που κάποτε μάγεψαν τους ανθρώπους και που από ένα σκέρτσο της φύσης από τον κόσμο πάλι απομακρύνθηκαν. Στα σύννεφα βοά η φωνή του και αντιλαλούν τα φωνήεντα και τα σύμφωνα, οι φθόγγοι και οι συλλαβές, πότε δυνατά και πότε χαμηλόφωνα, ανάλογα με τη διάθεση του Αιθέριου και το φορτίο τους. Και αν μείνεις σιωπηλός και αφουγκραστείς τα βάθη, ίσως να νιώσεις κι εσύ να σε δονεί από μακριά, μοναδικά, το ποίημα αυτό της ζωής.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.