You are currently viewing   Η  ΜΠΟΕΜΙΚΗ  ΖΩΗ  ΜΟΥ ( Μa bοhème )1, ένα σονέτο του Αρθούρου Ρεμπώ – Μετάφραση: Φάνης Κωστόπουλος

  Η  ΜΠΟΕΜΙΚΗ  ΖΩΗ  ΜΟΥ ( Μa bοhème )1, ένα σονέτο του Αρθούρου Ρεμπώ – Μετάφραση: Φάνης Κωστόπουλος

                                                                                               

                        Έφευγα, κι είχα τις γροθιές μέσα σε τρύπιες τσέπες

                       Και το παλτό μου σου’ δινε μονάχα ιδέα τι ‘ναι.

                       Ήμουν κάτω απ’ τον ουρανό, Μούσα, ο ακόλουθός σου.

                      Τι έρωτες,    Θε μου, τρελούς, είδα στα όνειρά μου!

                                                               *

                      Τρύπιο το παντελόνι μου κι ήταν το μόνο που ‘χα.

                      Στο δρόμο ρίμες έσπερνα, ρεμβώδης Δαχτυλάκης,2

                      Κι ήταν για πανδοχείο μου ψηλά η Μεγάλη Άρκτος.

                      Τ’ αστέρια από τον ουρανό γλυκό θρόισμα στέλναν

                                                               *

                      Και καθισμένος τ’ άκουγα στους δρόμους πλάι στην άκρη.

                     Ένιωθα κείνες τις βραδιές του όμορφου Σεπτέμβρη

                     Στάλες δροσιάς στο μέτωπο, κρασί- λες- που τονώνει.

                                                               *

                     Εκεί ρίμες, σκαρώνοντας σ’ ίσκιους φανταστικούς,

                     Σα να ‘ταν λύρες, στα παλιά παπούτσια που φορούσα,

                     Τα λάστιχά τους τράβαγα∙ κόντρα η καρδιά στο πόδι.3

                                            ——– * ——-

                     ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  • Σε αυτό το ποίημα δεν έχουμε μια ποίηση φαντεζί. Ο ποιητής προσπαθεί εδώ να μας δώσει, με ένα σκιαγράφημα, αυτό  που είναι   στην πραγματικότητα, ανάμεσα στα δεκαέξι και στα είκοσι: ένας αμετανόητος αλήτης, που κρύβει μέσα του έναν μεγάλο ποιητή. Αυτό τον μποέμικο  τρόπο ζωής επεδίωξε αργότερα να τον ζήσει πλατύτερα, διασχίζοντας μακρινές χώρες και κάνοντας διάφορες δουλειές.
  • Σε αυτό τον στίχο αναφέρεται στον «Κoντορεβιθούλη», το παραμύθι του Charles Perault.
  • Με το στίχο αυτό ο ποιητής θέλει να πει: Καθισμένος σε μια πέτρα του δρόμου, σήκωνε το ένα του πόδι στο ύψος της καρδιάς και με τα δυο του χέρια τραβούσε πέρα δώθε τα λάστιχα του παπουτσιού του όμοια με αυτόν που κινεί τα χέρια του παίζοντας  λύρα, ενώ  η καρδιά ήταν κόντρα στο πόδι.

 

 

 

               

                                                              

                  

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.