You are currently viewing Καίτη Παυλή: Δυο ποιήματα

Καίτη Παυλή: Δυο ποιήματα

Η  αρχιτεκτονική της διαγραφής

 

Πήρες μια γομολάστιχα μεγάλη κι έσβησες

Αυτά που υπήρξαν κι είναι ακόμα εδώ κι αντέχουν

Ανθρώπους, κτίσματα και ιστορίες.

Είδες μονάχα αυτά που ήθελες μέσα στο χώρο

Και με τ’ άλλα, κι ας ήταν μάρτυρες ζωής σκληρής

Ενός σχεδόν αιώνα, να αναμετρηθείς δεν άντεξες.

Έσβησες αυτούς που πόνεσαν πολύ

Γιατί πικρός ο πόνος, δεν αντέχεται

Έσβησες τ’ αγκαθερά, τους στεναγμούς

Και ωραιοποίησες  τις αναμνήσεις.

Έσβησες, έσβησες, και μες στον άδειο χώρο

Μεγάλωσες χωρίς ενδοιασμούς τα άλλα

Τα μικρά, τ’ ανώδυνα και τα ‘ντυσες

Με λυρικούς συλλαβισμούς και χρώματα

Τάχα απ’ την παράδοση με έγνοια σου φερμένα.

 

Πώς μπόρεσες αυτά που φτερουγίζουν

Προς τον ουρανό με μάτια χίλια

Αετώματα ψηλά να χαίρονται το φως

Παράθυρα  στην αγορά του γίγνεσθαι

Στραμμένα συνεχώς να αφουγκράζονται

Που τη φωνή τους μέχρι τώρα μ’ αξιοπρέπεια

Χαμηλά την κράτησαν

Να μην τα δεις, να μην ακούσεις έστω ψίθυρο;

 

Αυτά όμως τα ακυρωμένα, τα σβησμένα σου και

Από τη λησμονιά του χρόνου και τη φθονερή ανάσα του

Ακόμα μια φορά σβησμένα

Θα σκάσουνε μια νύχτα το επίχρισμα του ανώδυνου

Του λυρικού σου εγωκεντρισμού την αποσιώπηση

Κι όλα μαζί έξω στο φως θα ορμήσουνε σαν διαδήλωση

Να διεκδικήσουν τα οφειλόμενα

Αφού υπήρξαν, έδρασαν, έγραψαν ιστορία

Ζυμώθηκαν με των πολλών τα δάκρυα,

Γνώρισαν επιτάξεις, κακουχίες, φυλακές

Και ξεπροβόδισαν για πάντα

Ανθρώπους που  την ευτυχία ονειρεύτηκαν

 

Κι εγώ που ακόμα είμαι εδώ

Και τον καημό τους αφουγκράστηκα

Της αναστήλωσης και των συνθέσεων

Την αρχιτεκτονική θα σχεδιάσω τώρα.

 

 

Το έσω γίγνεσθαι

 

 Εν εξελίξει διαβιούν μέσα μας

ο χρόνος και ο πόνος

η λύπη κι  η χαρά

ανταγωνιστές και παίκτες.

 

Σ’ αυτό το μυστικό τερέν

το μπαλάκι πηγαινοέρχεται συνεχώς

με πνιχτούς ή φανερούς στεναγμούς

πάλης με το ασταθές.

Εν εξελίξει το γίγνεσθαι  πάντα

και το επερχόμενο απρόβλεπτο.

δεν  ορίζω τη γένεση

δε σταματώ το τέλος.

 

Βήμα το βήμα, δες πώς χτίζεται

στον έσω χώρο εισχωρώντας

της πλησμονής η επικράτεια

και υπήρξες και είσαι και γίνεσαι.

Μνήμη της άνοιξης κάποτε

και εσαεί ανθοφορία εαρινή

όμως το μαύρο μαχαίρι στο τέλος

κόβει, θερίζει τη μυστική άνθιση..

 

Ωριμάζουν αίφνης οπώρες

και μέλι στάζει

ύστερα αδοκίμαστος

μαραίνεται ο καρπός.

Το παλιρροϊκό κύμα

έρχεται –φεύγει

το νερό αθόρυβα φουσκώνει

κι ο χρόνος φλέβες σπάζει.

 

Του φθινοπώρου η φθορά

πικρότερη απ’ του χειμώνα

την πλήρη απογύμνωση.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.