You are currently viewing Κωστής Ζ. Καπελώνης:  Η υποκριτική του “Στέμματος”

Κωστής Ζ. Καπελώνης:  Η υποκριτική του “Στέμματος”

Τι σχέση έχει η Ιστορία με την αναπαράστασή της ή την ανακατασκευή της και ποιός ο λόγος να υπάρξει; Όχι η Ιστορία. Η ανακατασκευή.

Όμως, λένε, πρέπει να διδασκόμεθα από την Ιστορία.

Πώς λοιπόν, αν δεν την αναπαραστήσουμε;

Αναθέτουμε συνεπώς σε κάποιους να αναπαριστούν. Κάποιοι να γίνουν συγγραφείς, κάποιοι σκηνοθέτες και κάποιοι θα πρέπει να υποδυθούν τα Ιστορικά Πρόσωπα.

Το πώς ξαναγράφουμε την Ιστορία μέσω της Τέχνης, είναι θέμα κοινωνικής θέσης και πολιτικής οπτικής, που πάντα υπάρχει, ακόμη κι αν δεν φαίνεται. Φαίνεται.

Όπως φαίνεται και κάτι άλλο. Αν είναι από ανάθεση ή από ανάγκη.

Προσωπική ή συλλογική. Για τα λεφτά ή για την ψυχική ηρεμία.

Κι αυτό φαίνεται.

Αν έχουμε ανοιχτά τα μάτια. Τα κλειστά μάτια προφανώς δεν βλέπουν και δεν ξεχωρίζουν τίποτα.

 

Μετά, αυτό που γράφτηκε, πρέπει να σκηνοθετηθεί, για να παρασταθεί ή να κινηματογραφηθεί. Πάλι κι εδώ φαίνεται η ανάθεση ή η ανάγκη. Για τα λεφτά ή την ψυχική ηρεμία ή την ψυχική αναταραχή.

Πάντα θα υπάρχει το κατάλληλο κοινό που θα αγοράσει.

Ηρεμία ή αναταραχή.

 

Κάπου υπεισέρχεται ο παραγωγός. Αυτός που θα βάλει ή θα βρει τα λεφτά και θα εισπράξει το αντίτιμο της μετάδοσης στο κοινό. Κι εδώ μπορεί να υπάρξει ανάθεση ή ανάγκη.

Καμμιά φορά η ανάγκη επιδιώκει και κατακτά μιαν ανάθεση.

Οι προθέσεις, σε καιρούς που οι προθέσεις δεν συγχωρούνται, δεν είναι πάντα φανερές. Για τον φόβο των Ιουδαίων.

Όμως πολλές φορές, η κοινωνική αγωγή και οι αισθητικές αναζητήσεις του παραγωγού καταφέρνουν να δώσουν μια ποιότητα διαρκείας σε δουλειές, που γίνανε για να βγάλουν λεφτά. Ευτυχείς συγκυρίες συνήθως και όταν η Κοινωνία ή η Πολιτική το επιτρέπουν.

Η κοινωνία το έχει ανάγκη, η Πολιτική θέλει να το αποφύγει. Η ποιότητα δεν είναι του γούστου της. Η Πολιτική  ανέχεται την ποιότητα μόνο όταν νομίζει ότι συμφωνεί μαζί της, δηλαδή πολύ σπανίως. Κάνει εξαίρεση και υποχωρεί μπροστά στην Ποίηση, γιατί νομίζει ότι πολύ λίγοι την καταλαβαίνουν.

 

Τελικά, όλο το οικοδόμημα θα στηριχτεί στον ηθοποιό, που θα υποδυθεί τα Πρόσωπα, της Ιστορίας ή της Μυθοπλασίας. Στο τέλος αυτά τα δύο συνδέονται, όταν η Μυθοπλασία γίνεται κομμάτι στην Ιστορία της Τέχνης.

 

Ο ηθοποιός είναι αυτός που θα φανερώσει  το μυστήριο και θα πραγματώσει το ανύπαρκτο. Ένας μικρός θεός, που δημιουργεί, συνθέτοντας από την αναλυμμένη εσωτερική του πνευματικότητακαι κάνει το σώμα του να μεταμορφωθεί.

Πώς αυτό το άπιαστο και ασαφές, μπορεί να γίνει νέα πραγματικότητα, που θα ανασυνθέσει την ανακατασκευή;

Σε ποια πνευματική και σωματική ανατροφή του, ο ηθοποιός, θα στηρίξει το όραμα, πώς θα δει το φάντασμα που θα υποδυθεί;

Κάθε φορά νέες απαιτήσεις, κάθε φορά ένας καινούργιος ρόλος, ένα καινούργιο πρόσωπο.

Ποιός θα μπορέσει να τον οδηγήσει, να επιλέξει τα καίρια, να καθαρίσει την ερμηνεία του από τα σκουπίδια του εαυτού του, με τρόπο ώστε να γίνει αποτελεσματικός και να καταφέρει να διεισδύσει στην ψυχή του θεατή, να κινητοποιήσει τη σκέψη του σε δρόμους μαγικούς, αλλά αγνοημένους;

Σε ποιόν σκηνοθέτη μπορεί να εμπιστευτεί τον ψυχισμό του, να τον κατανοήσει και μετά να του δώσει σημεία καμπής, που θα καθορίσουν την ερμηνεία του;

Ποιά τεχνική υποστήριξη θα έχει η τελική εικόνα, όταν θα ενταχθεί στο σκηνικό περιβάλλον;

Ποιό ρούχο θα περιβάλει και ποιό φως θα φωτίσει ένα καθοριστικό βλέμμα ή μια πρωτοφανή κίνηση που θα έρχεται από τα βάθη;

Και τέλος, με ποιά ενθάρρυνση θα τολμήσει ο ηθοποιός να απαρνηθεί εαυτόν, για να παραδοθεί στον Ρόλο και στην πιστότητα της Ιστορίας ή στην αποτελεσματικότητα της ουτοπικής μυθοπλασίας;

 

Τέτοιες σκέψεις μου έφερνε σε κάθε επεισόδιο το The Crown.

Πώς τα κατάφεραν; Με ποια εκπαίδευση και ποια υποστήριξη, κατάφεραν αυτοί οι ηθοποιοί να υποδυθούν ιστορικά πρόσωπα, πολύ γνωστά μας -και μάλιστα μερικά ακόμη εν ζωή, που μπορεί να είναι και θεατές τους-, πώς κατάφεραν να απαρνηθούν εαυτόν, να απαρνηθούν ακόμη και την βρετανική υποκριτική τους και να παίζουν σαν Ρώσοι; Για καλό το λέω.

 

Πριν πολλά χρόνια συναντιόμασταν διερχόμενοι σε πλαϊνό διάδρομο μεγάλου θεάτρου, εγώ, με μια σπουδαία πρωταγωνίστρια που νόμιζα ότι δεν με ήξερε. Ευγενικά την καλησπέριζα κι εκείνη παρομοίως. Εγώ είχα τελειώσει με την πρόβα μου κι αυτή ερχόταν για τη βραδυνή παράστασή της. Ένα βράδυ είδα την παράσταση, στην οποία έπαιζε. Μια καλή παράσταση, ενός σπουδαίου έργου, με καλούς ηθοποιούς.

Είχα να την δω χρόνια να παίζει. Την θυμόμουνα νεώτερη, σε έναν Μισάνθρωπο στο Εθνικό, πώς κινιότανε, ξαπλωμένη στο πάτωμα, με ένα βεραμάν ταγιέρ, με παντελόνια. Μια εικόνα που καρφώνεται στη μνήμη και δε λέει να χαθεί με τίποτα.

Το ίδιο ακριβώς συνέβη και τότε, σε αυτή την παράσταση, σε μια στιγμή, που κατέβηκε από μια σκαλίτσα, αριστερά στη άκρη της σκηνής, έμεινε όρθια εκεί, άκρη άκρη της σκηνής, γριά πια, και είπε τον σημαντικότερο μονόλογο του έργου, χωρίς να κινηθεί καθόλου, εκεί, όρθια, μικρή, ελάχιστη, στην άκρη της σκηνής. Κι όταν τελείωσε το μέρος της, έφυγε πάλι από τη σκάλα, εκεί, στην άκρη άκρη.

Πήγα μετά να την συγχαρώ στο καμαρίνι. Είπα, εντάξει, δε γνωριζόμαστε, αλλά κάθε βράδυ λέγαμε καλησπέρα. Της είπα πόσο μου άρεσε, έτσι λίγο συνεσταλμένα. Έχω μια δυσκολία πάντα να λέω καλά λόγια. Έμεινα λιγάκι στο καμαρίνι της, ενώ ξεβαφότανε, και μια στιγμή γυρνάει και μου λέει, «Να σας πω», έτσι στον πληθυντικό, «Τι ωραίος που ήσασταν στον Ζαν». Τα έχασα λίγο, νόμιζα πως δεν με ήξερε, ότι δεν με είχε δει ποτέ στο θέατρο. Την ευχαρίστησα πολύ ευγενικά, στον πληθυντικό. Και συνέχισε, με τη μεγαλύτερη φιλοφρόνηση που άκουσα ποτέ, σαν κριτική. «Τότε, που παίζατε τη Τζούλια, είχαν έρθει κάτι Ρώσοι, που έπαιξαν στο Εθνικό. Ε, σαν αυτούς του Ρώσους παίζατε.»

 

Ε, λοιπόν αυτοί οι Άγγλοι ηθοποιοί του «Στέμματος», έπαιζαν σαν Ρώσοι.

 

Ναι, ξέρω, θα μου πείτε πολύ ακριβή παραγωγή, τεράστια τεχνική εμπειρία και γνώση, ένα επιτελείο υποστήριξης ζηλευτό. Όμως είναι φως φανάρι, ότι ο Ηθοποιός παιδεύτηκε, βασανίστηκε, να δημιουργήσει. Κάποιοι, δίπλα του, που καταλάβαιναν, ήσαν εκεί για να τον βοηθήσουν, να τον καθοδηγήσουν και ίσως -κάτι πολύ σημαντικό- ο Ηθοποιός αρνήθηκε το Πρόσωπό του και μεταμορφώθηκε σε Ρόλο.

Αρνήθηκε ακόμη και την βρετανική υποκριτική του, για να παίξει –καθολικά, σαν Ρώσσος-, έναν Άγγλο.

 

 

Κωστής Καπελώνης

Κωστής Καπελώνης Ο Κωστής Καπελώνης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1952. Σπούδασε Μαθηματικά στο Πανεπιστημίο Αθηνών και θέατρο στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Tέχνης Kαρόλου Kουν. Διετέλεσε Kαλλιτεχνικός Διευθυντής του ΔHΠEΘE Kρήτης, υπηρέτησε στο Kρατικό Θέατρο Bορείου Eλλάδος και το 2002 ίδρυσε τον θίασο “Θ όπως Θέατρο”. Από το 1994 έχει σκηνοθετήσει πάνω από 50 παραστάσεις – μεταξύ των οποίων Το Παραμύθι από Χαρτί που τιμήθηκε με το βραβείο δραματουργίας Κ. Κουν 2003. Έχει εκδώσει αρκετά βιβλία, έχει γράψει στίχους για τραγούδια και έχει ασχοληθεί με τον κινηματογράφο, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Είναι διευθυντής της Δραματικής Σχολής του Θεάτρου Τέχνης και εργάζεται ως ηθοποιός, σκηνοθέτης, σχεδιαστής φωτισμών κλπ.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.