You are currently viewing ΚΩΣΤΑΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ: ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΦΩΚΝΕΡ Ένας νότιος με μεγάλη σκιά

ΚΩΣΤΑΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ: ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΦΩΚΝΕΡ Ένας νότιος με μεγάλη σκιά

 Ποιος μπορεί να ισχυριστεί πως ήταν καλύτερός του. Μόνο πιο ψηλός μπορούσε να πει πως είναι και πιο παχύς. Ο Φώκνερ ήταν ελλιποβαρής και το ύψος του δεν ξεπερνούσε το 1,65. Αγαπούσε το πιοτό και τα άλογα. Ένα τρομερό πάθος τον κυριαρχούσε και μια βιασύνη λες και ήξερε ότι θα πεθάνει πριν κλείσει τα εξήντα πέντε του χρόνια. Τρεις τάξεις έβγαλε απ’ το σχολείο και το παράτησε. Έκανε διάφορα ταπεινά επαγγέλματα, αλλά δούλεψε και στην τράπεζα του θείου του. Η οικογένεια του πατέρα του είχε αγροκτήματα. Λόγω του ύψους του δεν έγινε δεκτός στον στρατό. Κατάφερε όμως να υπηρετήσει στην βρετανική αεροπορία. Έπαθε ένα ατύχημα το οποίο ο βιογράφος του δεν το πίστευε, νόμιζε πως ήταν επινόηση του ίδιου.

        Ο Φώκνερ γεννήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου του  1897  στο Νιού Όλμπανι στην κομητεία Γιούνιον του Μισισσιπή. Ήταν ο πρώτος απ’ τους τέσσερις γιους του Γουίλιαμ Κάθμπερτ Φώκνερ. Ο παππούς του ο Γουίλιαμ Κλαρκ Φώκνερ είχε ιδρύσει μια σιδηροδρομική εταιρεία στην οποία δούλευε ο πατέρας του αργότερα. Ο παππούς του αυτός είχε γράψει και ένα περιπετειώδες μυθιστόρημα, το οποίο  έκανε 36 εκδόσεις μέσα σε 30 χρόνια. Στις αρχές του 20 ου αιώνα η σιδηροδρομική εταιρεία πουλήθηκε και η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο Όξφορντ, το οποίο είχε 2.000 κατοίκους στη πολιτεία του Μισισσιπή στην οποία κατοικούσαν 1.500.000 άνθρωποι εκ των οποίων το 90% στην πλειοψηφία τους ήταν μαύροι. Εξαιτίας της τιμητικής του αποστρατείας παρακολουθεί σαν ειδικός ακροατής μαθήματα στο Πανεπιστήμιο. Εκεί γίνεται διευθυντής του ταχυδρομείου αλλά το εγκαταλείπει ύστερα από ένα χρόνο. Αυτός δεν έγραψε μόνο επιστολές αλλά και βιβλία. Ως νεαρός ήταν σκυθρωπός και στρυφνός. Αποτελούσε αίνιγμα για τους άλλους. Ένας συγγραφέας που προσπάθησε να τον προσεγγίσει ισχυρίζεται ότι εισέπραξε μία μόνο απάντηση σε όλες τις προσπάθειές του: ”Α! μπα”.

     Ξεκίνησε γράφοντας ποιήματα. Στην Νέα Ορλεάνη εκδόθηκε ο ”Μαρμάρινος Φαύνος”, τίτλος ενός διάσημου μυθιστορήματος του Ναθάνιελ Χώθορν. Ο τελευταίος είναι ένας λογοτεχνικός πρόγονος όπως και ο Μέλβιλ. Οι σημαντικότεροι συγγραφείς της εποχής του ο Σέργουντ  Άντερσον, ο Θίοντορ Ντράιζερ, ο Σίνκλαιρ Λιούις θεράπευαν όλοι τον ρεαλισμό. Ο Λιούις βραβεύτηκε με  Νόμπελ για το μυθιστόρημά του ”Κεντρικός Δρόμος”, όπου μιλάει για την πόλη που μεγάλωσε.

      Την δεκαετία του ’20 τα πράγματα αλλάζουν. Το μυθιστόρημα δεν θα είναι ποτέ όπως ήταν πριν τον ”Οδυσσέα” του Τζόυς στην Ευρώπη. Στην Αμερική δεν θα είναι ποτέ το ίδιο μετά τα τρία μυθιστορήματα που έγραψε στην διάρκεια τριών ετών ο Φώκνερ τα: ”Καθώς ψυχορραγώ”, η ”Βουή και το Πάθος” και το ”Ιερό”. Τα μυθιστορήματα αυτά αντλούν από τις τεχνικές του κινηματογράφου χρησιμοποιώντας το μοντάζ, το τράβελινγκ , το γενικό πλάνο και το κοντινό. Το μάτι της κάμερας αποκαλύπτει και κρύβει φωτίζει και θάβει στη σκιά. Ο Φώκνερ δούλεψε αρκετά χρόνια στο Χόλλυγουντ, στα ‘ορυχεία άλατος’ όπως το αποκαλούσε, γράφοντας 17 σενάρια και γυρίστηκαν και αρκετές ταινίες βασισμένες σε μυθιστορήματά του.  Για να τοποθετήσει γεωγραφικά τα μυθιστορήματά του, επινόησε την πολιτεία της Γιοκναπατάφα που καλύπτει μια περιοχή 2.400 τετρ. μιλίων και έχει 15.611 κατοίκους. Πρόκειται για μία περιοχή πλούσια σε κυνήγι που την διασχίζει ένας ποταμός, έχει σκονισμένους δρόμους, παλιά αρχοντικά, έλη, ένα κοιμητήριο και σιδηρόδρομο. Ζουν σ’ αυτήν ινδιάνοι, σκλάβοι, στρατιώτες, αρχοντικές κυράδες, βετεράνοι του εμφυλίου καθώς και των δύο παγκοσμίων πολέμων. Ο Φώκνερ αντλεί την μυθολογία του από αυτή των Ελλήνων και των Εβραίων. Από τον Αισχύλο και τη Βίβλο καθώς και τη μουσική των μαύρων, τα μπλουζ. Περιγράφει τον κόσμο των ενστίκτων των κρυφών ενδόμυχων ψυχικών καταστάσεων και συναισθημάτων, το μυστήριο της ζωής, τις ψυχικές παθήσεις, όλα όσα αλέθει στην μυλόπετρά του ο χρόνος. Στις πρώτες ποιητικές του απόπειρες μιμήθηκε τον Μαλαρμέ ο οποίος ισχυρίζεται ότι τα ποιήματα γράφονται με λέξεις και όχι με συναισθήματα ή ιδέες. Κάτι που ο Φώκνερ ακολούθησε στα μυθιστορήματά του αργότερα.  Ο μακροπερίοδος λόγος, ο πλάγιος λόγος, ο εσωτερικός μονόλογος, η οπτική γωνία του αφηγητή κυριαρχούν στα έργα του. Χρησιμοποιεί όλα τα τερτίπια της μοντερνιτέ με αποτέλεσμα σε κάποια βιβλία του να κατηγορηθεί πως ήταν υπερβολικά ρητορικός και δυσνόητος.

”Το τραίνο άρχισε να κινείται. Έσκυψα από το παράθυρο, μέσα στο κρύο, και κοίταξα πίσω μου. Στεκόταν εκεί, πλάι στο κοκκαλιάρικο μουλάρι που έμοιαζε κουνέλι, και οι δυο τους κουρελιάρηδες, ακίνητοι και χωρίς κανένα σημάδι ανυπομονησίας. Το τραίνο πήρε τη στροφή. Η μηχανή ξεφυσούσε με κοφτά, βαριά ξεσπάσματα και οι δυο τους χάθηκαν κρατώντας πάντοτε αυτή την κουρασμένη και ατέρμονη υπομονή, την στατική τους γαλήνη εκείνο το μίγμα της παιδικής ανημποριάς και της παραδοξολογικής σιγουριάς που απλώνεται και τους προστατεύει και τους αγαπά, χωρίς καμιά δικαιολογία, και τους κλέβει σταθερά και αποφεύγει την ευθύνη και τις υποχρεώσεις με μέσα τόσο φανερά, που να μην μπορεί να ονομαστεί ούτε καν υπεκφυγή, και που κλέβεται με ‘κείνον τον ειλικρινή και αυθόρμητο θαυμασμό που νιώθει για τον νικητή ένας τζέντλεμαν, όταν χτυπιέται τίμια και μ’ όλη την αμείωτη κατανόηση για τα καπρίτσια των λευκών, σαν εκείνα που νιώθουν οι παππούδες για τα άτακτα παιδιά, πράγμα που το είχε ξεχάσει”. Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από τη ”Βουή και το Πάθος” [σε μετάφραση Νίκου Μπακόλα]. 

  Η καταγωγή του από το Νότο, υπήρξε καθοριστικής σημασίας για τη ζωή και το έργο του. ‘Όποιος δεν έχει ζήσει εκεί δεν μπορεί μάλλον να καταλάβει τι σημαίνει να είσαι νότιος, γι’ αυτό ο Μακ Κάνον ήρωας του ”Αβεσαλώμ, Αβεσαλώμ” [1936], ζητάει από τον Κουέντιν τον βασικό ήρωα να του πει: ”Πες μου για το Νότο. Πως είναι εκεί κάτω; Τι κάνουν οι άνθρωποι εκεί, γιατί ζουν εκεί;” Ο Φώκνερ ξέρει πολύ καλά τι σημαίνει να ζεις στο Νότο, να ζεις την αγριότητά του, την αγωνία του, την αλήθεια του, την παρωδία του, την απελπισία του, την αυτοκτονικότητά του, την ύβρη του. Ο Νότος είναι μια ”παράφωνη όπερα”, μια παρατονισμένη αφήγηση, μια μαρτυρία για το τι νιώθουν οι άνθρωποι που ζουν κάτω από τον ήλιο του.

     Στα ”Άγρια Φοινικόδεντρα”[1939] που ο Φώκνερ τα συμπλέκει με μια άλλη ιστορία που είναι άσχετη ως περιεχόμενο. Ένα ζευγάρι επιχειρεί να ζήσει τον απόλυτο έρωτα αλλά η κοινωνία δεν του το επιτρέπει. Πρόκειται για μία γυναίκα που εγκαταλείπει τον άνδρα και τα παιδιά της, την μικροαστική ασφάλεια με τις ανέσεις της και ένα γιατρό που εγκαταλείπει το επάγγελμά του για να ζήσει μαζί της και εκείνη του ζητάει να την απαλλάξει από τον καρπό του έρωτά τους για να μπορέσουν να τον ζήσουν απερίσπαστοι. Το τέλος θα είναι απολύτως καταστροφικό με τον πρώην γιατρό να φυλακίζεται για την αποτυχημένη έκτρωση της γυναίκας η οποία πέθανε. 

      Ο Φώκνερ βραβεύτηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1949. Είχε όμως την ατυχία να εξουθενωθεί σχεδόν αμέσως μετά και να γράψει ελάχιστα επιτυχημένα έργα τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Οπότε και επιδόθηκε στο κυνήγι της αλεπούς για το οποίο ήταν πολύ περήφανος και επαιρόταν γι’ αυτό. Στα περισσότερα απ’ τα έργα του ο αναγνώστης βυθίζεται σ’ αυτή την διονυσιακή καταστροφική παροξυσμική παραφορά και καταποντίζεται σ’ ένα λυρισμό του παράλογου που εκτυλίσσεται αργά όπως και η ζωή στο Νότο.

Υ.Γ. Αυτή τη στιγμή κυκλοφορούν στα ελληνικά ελάχιστες μεταφράσεις έργων του Φώκνερ. Η πλέον πρόσφατη είναι το αριστουργηματικό διήγημα που φέρει τον τίτλο ”Ο αχυρώνας φλέγεται” σε μετάφραση Γιάννη Παλαβού από τις εκδόσεις Κίχλη.

“Γύρισαν στο σπίτι το απόβραδο. Δείπνησαν υπό το φέγγος της λάμπας κι έπειτα το παιδί, καθισμένο στο κεφαλόσκαλο, παρακολουθούσε το σκοτάδι να καλύπτει σιγά σιγά τα πάντα, αφουγκραζόταν τους νυχτοπάτες και τα βατράχια, μέχρι που άκουσε τη μητέρα του να φωνάζει ” Άμπνερ! μη! Θεέ μου. Θεέ μου. Άμπνερ!” και τότε σηκώθηκε, στράφηκε πίσω του ανάστατο και είδε ότι ο φωτισμός είχε αλλάξει μες στο σπίτι, ένα κεράκι τρεμόφεγγε σ’ ένα μπουκάλι στο τραπέζι, και ο πατέρας του, φορώντας ακόμα το καπέλο και το παλτό του (…), έχυνε το πετρέλαιο της λάμπας στο τετράλιτρο μπιτόνι του, ενώ η μητέρα τον τραβούσε απ’ το δεξί χέρι, ωσότου ο πατέρας έπιασε τη λάμπα με το αριστερό και κόλλησε την γυναίκα του στον τοίχο.” 

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.