You are currently viewing Κώστας Γιαννόπουλος: Χάρολντ Πίντερ,  Ο Πολιτικός Ακτιβιστής   

Κώστας Γιαννόπουλος: Χάρολντ Πίντερ, Ο Πολιτικός Ακτιβιστής  

Το θέατρο είναι μια δημόσια δραστηριότητα. Το γράψιμο είναι για μένα μια εντελώς προσωπική υπόθεση, είτε πρόκειται για ποίημα, είτε για θεατρικό έργο, δεν βλέπω να υπάρχει διαφορά.
Μου δίνει μεγάλη χαρά να κινούμαι ανάμεσα στις λέξεις, να τις ξεδιαλέγω, να τις βλέπω να εμφανίζονται πάνω στο χαρτί, αλλά συγχρόνως νιώθω κάτι εξίσου δυνατό, κάτι που μοιάζει, ούτε λίγο ούτε πολύ, με ναυτία (…) Η ναυτία που σε πιάνει μπορεί πολύ εύκολα να σε πάρει φαλάγγι και να σε παραλύσει. Αν όμως κατορθώσεις να αντιμετωπίσεις αυτή τη ναυτία, να την ακολουθήσεις ως τα λημέρια της και να διαβείς ανάμεσά τους, τότε μπορείς ίσως να πεις, πως όχι μόνο κάτι συνέβη, αλλά πως κάτι ευοδώθηκε.
Η γλώσσα σ’ αυτές τις συνθήκες είναι μια συναλλαγή διφορούμενη. Κάτω από τα λόγια που προφέρονται βρίσκεται συχνά το γνώριμο και το άφατο. Πίσω από τη γλώσσα θα το ξαναπώ, κάτω από αυτό που λέγεται, λέγεται κάτι άλλο… (…) Ο λόγος είναι ανάμεσα σ’ άλλα ένα μόνιμο στρατήγημα για να καλυφθεί η γύμνια’‘.

            Ο Πίντερ, ήταν ο μοναχογιός ενός Εβραίου ράφτη πορτογαλικής καταγωγής, με το όνομα Ντα Πίντα, που ήταν εγκατεστημένος μαζί με την οικογένειά του στην φτωχική συνοικία του Ιστ Εντ του Λονδίνου. Σπούδασε στο γυμνάσιο του Χάκνεϋ, βιώνοντας τη βία των δρόμων της εργατικής αυτής περιοχής του Λονδίνου. Έπαιζε ξύλο με τους φασίστες. Υποκρίθηκε μια νευρική κατάρρευση για να πετύχει στις εξετάσεις της Βασιλικής Ακαδημίας Δραματικής τέχνης (Royal Academy of Dramatic Art), αλλά την εγκατέλειψε στη συνέχεια. Ωστόσο θα εργαστεί ως ηθοποιός ρεπερτορίου για εννιά χρόνια. Τότε γνωρίζει την πρώτη του σύζυγο Βίβιαν Μέρσαντ και αποκτούν ένα γιο. Η Μέρσαντ, σημαντική ηθοποιός του αγγλικού θεάτρου, έγινε αλκοολική μετά το χωρισμό τους και πέθανε πολύ νέα το 1982. Ο Πίντερ δε μίλησε ποτέ γι’ αυτό, όπως και για την αποξένωσή του απ’ το γιο του.
 Έγραψε για πρώτη του φορά θέατρο στα 27 του χρόνια. Το πρώτο έργο του είναι ένα μονόπρακτο, το ”Δωμάτιο”, που πρωτοπαίχθηκε στο πανεπιστήμιο του Μπρίστολ το Μάιο του 1957. ”Περιέχει πολλά από τα βασικά θέματα και πολύ από το προσωπικό ύφος και ιδίωμα των μεταγενέστερων και πιο επιτυχημένων έργων του, την αφύσικα σκληρή ακρίβεια της αναπαραγωγής των διακυμάνσεων του ασυνάρτητου της καθημερινής ομιλίας. Μια κοινότοπη κατάσταση που σταδιακά φορτίζεται με τρόμο, μυστήριο και τη θεληματική παράλειψη μιας κάποιας εξήγησης ή ενός κινήτρου της δράσης”, όπως γράφει ο Μάρτιν Έσλιν, στο κεφάλαιο ”Παράλληλοι και Προσήλυτοι” στο βιβλίο του «το Θέατρο του Παράλογου».
Τι συμβαίνει, ή μάλλον τι θα συμβεί, σ’ αυτούς τους δύο ανθρώπους που βρίσκονται μέσα σ’ ένα δωμάτιο; Τι μπορεί να συμβεί; Ας πούμε, θ’ ανοίξει η πόρτα; Θα μπει κάποιος; Αυτό θα ήταν ένα σημείο εκκίνησης. Αλλά και μια ποιητική εικόνα, ένας άγνωστος, ακαθόριστος, αδιατύπωτος φόβος, μια αβεβαιότητα. Και σ’ όλη τη διάρκεια του έργου μια απροσδιόριστη αναμονή, μια εκκρεμότητα. Ασυνείδητο και συνειδητό πίσω από την ίδια πόρτα, εκεί που ανοίγει ή που πρόκειται να ανοίξει. Θα θέλαμε να είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας; Φοράμε το ρούχο του ρόλου; Ανταποκρίνεται ο ρόλος στην  ταυτότητά μας; Γνωρίζουμε πως αυτό που γνωρίζουμε είναι οδυνηρό. Στον Καιάδα της λήθης λοιπόν, ή της αποσιώπησης, ή της αναβολής. Η ενοχή δεν είναι έξω απ’ την πόρτα, κυριαρχεί μες στο δωμάτιο. Εσύ άραγε, θέλεις να δείξεις ποιος είσαι; Είσαι σίγουρος ότι θα κερδίσεις καθ΄ οδόν ή θα χάσεις; Είσαι σίγουρος για κάτι; Αλλά ποια είναι η υπόθεση του έργου;

Ο Πίντερ”, λέει ο αξέχαστος Παύλος Μάτεσις, θεατρικός συγγραφέας, πεζογράφος και μεταφραστής μεταξύ άλλων και του Πίντερ, “αρνιέται στον θεατή αυτό που ζητάει από τα φιλμ του Τζέημς Μποντ’, τον μύθο, την εξωτερική δράση. Αρνιέται να ανελίξει, ή τουλάχιστον να μας εκθέσει την υπόθεση του έργου του. Κι αυτό, άλλους τους εξαγριώνει, άλλους τους κάνει να μυρίζονται ανεπάρκεια του συγγραφέα και άλλους τους χαροποιεί”.
Πόσο περίεργο αλήθεια; Πόσο μαζοχιστής πρέπει να είναι αυτός ο θεατής που χαίρεται που δεν καταλαβαίνει και προσπαθεί μόνος του.
Δεν θα καταλάβετε. Δηλαδή, δεν είναι θέμα εξυπνάδας, νοημοσύνης, αλλά θέμα στάσης, είναι ζήτημα προσανατολισμού απέναντι στον κόσμο ..κατά πόσο μπορείτε να είστε πάνω από τα πράγματα και όχι μέσα στα πράγματα; Εσείς είσαστε αντικείμενα, κινητά αντικείμενα. Εγώ είμαι ο παρατηρητής σας. Παρατηρώ εσάς, τις πράξεις σας, που είναι όμοιες με τις δικές μου. Μόνο που εσείς έχετε χαθεί μέσα τους. Εγώ, όχι”.

 Το ύφος του είναι ρεαλιστικό αν και στυλιζαρισμένο. Κινείται σε κλίμακα συγκινησιακή και κοινωνική. Αργότερα θα γίνει περισσότερο πολιτικός, όταν θα αναπτύξει κι’ άλλο την οπτική, την ποιητική και τη μαστορική του. Το θέατρό του είναι κλεισμένο σε μια σιωπή που είναι όμως χείμαρρος λέξεων, ακαταπόνητος χείμαρρος, που χτυπάει πάνω στις πέτρες και πνίγεται στον Τάμεση. Δεν υπήρξε καθόλου εύκολος χαρακτήρας αν και όπως είπε, ήταν σαν όλους τους άλλους, σαν τους θεατές του… Αλλά ξεχώριζε. Ήταν αντιρρησίας συνείδησης. Πέρασε δύο δίκες, όμως επέμεινε να μη θέλει να πάει στο στρατό, για να μην συμβάλλει σ’ ένα πόλεμο.

Όταν ήρθε η ώρα του ”Πάρτυ Γενεθλίων”, (1958) (νωρίτερα είχε γράψει ένα μάλλον ημιτελές μυθιστόρημα με τίτλο οι ‘’Νάνοι” το 1958),  το έργο παίχτηκε μόλις μία εβδομάδα. Οι κριτικοί το έθαψαν, το κοινό αρνήθηκε να καταλάβει τι τεκταινόταν στη σκηνή, τι διαμειβόταν μεταξύ των πρωταγωνιστών. Όταν παίχτηκε αργότερα το 1969, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, ο Πίντερ είχε ήδη αρχίσει να αναγνωρίζεται και να τιμάται στην πατρίδα του, αλλά όχι μόνο σ’ αυτήν. Στο υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, όταν έσβησαν τα φώτα ήταν μαύρο σκοτάδι. Δεν έμπαινε ούτε μια χαραμάδα φωτός. Όταν έπεσε η αυλαία δεν ήταν και πολύ ξεκάθαρη η εντύπωσή μου-ήταν όμως καταλυτική. Ακόμα θυμάμαι την Ρένη Πιττακή να καθρεφτίζει τον Μίμη Κουγιουμτζή σ’ ένα γυναικείο αξεσουάρ, ένα καθρεφτάκι του μέικ -απ. Στους άλλους ρόλους, ο Γιάννης Μόρτζος, ο Γιώργος Λαζάνης, η Αγγέλικα Καπελαρή και ο Σπύρος Κωνσταντόπουλος. Μαύρο έργο μου είχε φανεί. Η απόλυτη αντίθεση με τον τίτλο. Αργότερα είδα μία τηλεοπτική διασκευή, νομίζω του Ουίλιαμ Φρίτκιν που είχε γυρίσει τον ”Εξορκιστή”. Δεν θα ξεχάσω ποτέ, τον Patrick Magee, τον αγαπημένο ηθοποιό του Μπέκετ, στο ρόλο ενός απ’ τους δύο ανακριτές να σκίζει μια εφημερίδα σε λωρίδες και να τις τοποθετεί πάνω στο τραπέζι χωρίς να μιλά. Αυτή η πράξη κορυφώνει την αγωνία και δείχνει με το δάχτυλο προτεταμένο μιαν απειλή. Οι ανακριτές συμπεριφέρονται σαν βασανιστές. Στην αρχή νομίζεις ότι πρόκειται για ένα παιχνίδι μάλλον αθώο. Μέσα σ’ ένα βράδυ αυτοί οι άτυποι βασανιστές ανακρίνουν τον εορτάζοντα Στάνλεϋ. Την άλλη μέρα ο Στάνλεϋ έχει καταρρεύσει.
Μιλάει ένας από τους δύο ανακριτές στην τρίτη πράξη:

Γκόλντμπεργκ:

” Περίμενε… έλα δω. Θέλω τη γνώμη σου. Για ρίξε μια ματιά στο στόμα μου μέσα. Κοίταξε καλά. Καταλαβαίνεις τώρα. Ξέρεις; Έχω όλα μου τα δόντια. Απ’ την ημέρα που γεννήθηκα. Δε μου ‘χει πέσει ούτε ένα. Τίποτα. Γι’ αυτό έφτασα εδώ που έφτασα. Γιατί έχω σιδερένια υγεία. Όλη μου τη ζωή, αυτό έλεγα πάντα. Παίξε το παιχνίδι σου. Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου. Μέχρι τέρμα. Κράτα τη παράδοση. Νομίζεις πως εγώ είμαι αυτοδημιούργητος; Καθόλου. Ήμουνα υπάκουος, σήκω – σήκω, κάτσε – κάτσε. Από σχολείο; Μη μου λες εμένα για σχολείο. Αριστούχος σ’ όλα… έχε με παράδειγμα. Να αποστηθίζεις. Να φυλάγεσαι – όχι πολύ ρίσκο.
Γιατί πιστεύω πως ο κόσμος… (ανέκφραστος). Γιατί πιστεύω πως ο κόσμος…(απελπισμένος). Γιατί πιστεύω πως ο κόσμος… (χαμένα)”.  

Η  γερμανική πρεμιέρα του έργου ο ”Επιστάτης” (1960), έγινε στο Ντίσελντορφ. Στο τέλος της παράστασης βγήκε ο Πίντερ να υποκλιθεί με τους ηθοποιούς. Το γιουχάισμα που έπεσε ήταν απερίγραπτο. Για μια στιγμή νόμιζες πως χρησιμοποιούσαν τα μεγάφωνα. Τόσο συντονισμένη και ηχηρή ήταν η αποδοκιμασία. Αλλά ό, τι έκαναν δεν το έκαναν παρά με το στόμα τους. Αλλά οι ηθοποιοί κι ο συγγραφέας, εξίσου πεισματάρηδες με τους θεατές υποκλιθήκανε τριάντα δύο, τριάντα τρεις, τριάντα τέσσερις φορές! Το κοινό συνέχισε να τους αποδοκιμάζει. Στην τελευταία υπόκλιση είχαν μείνει μόλις δύο θεατές μέσα στο θέατρο που συνέχισαν να γιουχάρουν…

Έχω γράψει κάμποσα έργα” – είχε γράψει όχι μόνο θεατρικά, αλλά και σενάρια για τον κινηματογράφο, για την τηλεόραση, το ραδιόφωνο, ποιήματα, πεζά, δοκίμια, άρθρα, υπέγραψε σκηνοθεσίες, έπαιξε ρόλους – ”, και για την ώρα δεν έχω καταλάβει πώς τα κατάφερα. Κάθε έργο ήταν για μένα ένα διαφορετικό είδος αποτυχίας. Και υποθέτω πως αυτό είναι εκείνο που με παρακινούσε να γράψω το επόμενο”.

            Ο κατά εικοσιτέσσερα χρόνια πρεσβύτερός του Σάμιουελ Μπέκετ δεν θεωρούσε τον εαυτό του διανοούμενο, αλλά μονάχα μια ευαισθησία. Έλεγε ακόμα πως δούλευε μέσα στην ανημπόρια και την άγνοια. Όσο για την αποτυχία έλεγε πως ετοιμάζει πάντα την επόμενη.
Με τον Πίντερ, που ήταν φίλος του συναντιόταν οι δυο τους στο Παρίσι ή στο Λονδίνο, ανάλογα που τύχαινε να βρίσκονται και οι δύο ταυτόχρονα.
Ο Πίντερ του έστελνε τα χειρόγραφα των έργων του – ο Μπέκετ σεβόταν πολύ κάθε έργο του φίλου του. Πολλές φορές έπιναν παρέα αν και ο Πίντερ όπως και ο Patrick Magee ήταν πιο γερά ποτήρια από εκείνον και αγωνιζόταν να τους φθάσει. Είναι θαύμα πώς στεκόταν στα πόδια του τις εβδομάδες των προβών κάποιου έργου του.

Ο Πίντερ παραδέχεται πως οι πιο ισχυρές επιδράσεις του είναι ο Κάφκα και ο Μπέκετ.  Έχει και αυτός όπως και εκείνοι μια βαθιά αγωνία για το πρόβλημα του εαυτού, αυτό είναι άλλωστε που τον διαχωρίζει από τους κοινωνικούς ρεαλιστές της γενιάς του. Μεταφέρει στη σκηνή τη σύγχρονη ομιλία, τα σύγχρονα προβλήματα, σύγχρονους χαρακτήρες οι οποίοι όμως δεν είναι φανερό ποιοι είναι και γιατί δρουν κατά αυτόν τον τρόπο. Ο Λεν ένας από τους ήρωες των ”Νάνων”, λέει:
Το θέμα είναι ποιος είσαι. Όχι γιατί και πώς, ούτε καν τι είσαι… Είσαι ένα άθροισμα από τόσες πολλές αντανακλάσεις. Πόσες αντανακλάσεις; Τίνος αντανακλάσεις; Από τι αποτελείσαι, από αυτές τις αντανακλάσεις; Τι κατακάθια αφήνει η παλίρροια; Τι γίνονται τα κατακάθια; Πότε γίνονται; Ξέρω έχω δει εγώ τι συμβαίνει… Τα κατακάθια διαλύονται και ύστερα απορροφιούνται πάλι από το ρεύμα. Δεν βλέπω πού να πηγαίνει, δεν βλέπω πότε γίνεται αυτό, τι είναι αυτό πού βλέπω; Τι είναι αυτό πού έχω δει; Τι έχω δει; Τα κατακάθια του βούρκου ή το άρωμα της ουσίας του;

Η επόμενη όμως επιτυχία του Πίντερ ήταν τριπλή: ”Η Επιστροφή”, ”Η Προδοσία”, ”Οι παλιοί Καιροί”.

Η επιδίωξη του ρεαλισμού δεν έρχεται σε αντίθεση με τον παραλογισμό των καταστάσεων. Ο Πίντερ, πιστεύει όπως και ο Ιονέσκο, ότι η ζωή είναι κωμική κατά βάση μέσα στον παραλογισμό της. ”Τα πάντα είναι κωμικά. Η πιο μεγάλη σοβαρότητα είναι κωμική, ακόμα και η τραγωδία είναι κωμική. Και νομίζω πως αυτό που προσπαθώ είναι να φθάσω σ’ αυτήν την αναγνωρίσιμη πραγματικότητα του παράλογου σε ό, τι κάνουμε, στο πώς φερόμαστε, στο πώς μιλάμε”. (…)  ”Η ζωή είναι κωμική επειδή είναι αυθαίρετη, βασίζεται σε ψευδαισθήσεις και αυταπάτες, θεμελιώνεται στην υποκρισία, στην γκροτέσκα υποτίμηση που κάνει καθένας για τον εαυτό του”.
Το ορθόδοξο θεατρικό έργο”, λέει ο Παύλος Μάτεσις “βασίζεται στο χτίσιμο. Η ‘πιντερική μέθοδος’ βασίζεται στο ξέφτισμα”.

Ο Πίντερ εκτός από αντιρρησίας συνείδησης, ασυμβίβαστος χαρακτήρας, εφευρετικός, γόνιμος, ικανός να μεταφέρει στη σκηνή κοινούς λαϊκούς ανθρώπους, εξαίσιος ποιητής, υπήρξε και πολιτικός ακτιβιστής (υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είχε ταξιδέψει με τον Άρθουρ Μίλλερ στην Τουρκία για να υποστηρίξει φυλακισμένους Κούρδους αγωνιστές). Ήταν κάθετα αντίθετος με το γεγονός ότι είχαν κάνει μόνο οι Σέρβοι γενοκτονία. Με την εισβολή των ΗΠΑ ήταν σύμφωνοι οι γνωστοί τροτσκιστές Κεν Λόουτς και Βανέσσα Ρεντγκρέιβ. Ο μόνος που συμφωνούσε μαζί του το πλήρωσε ακριβά: ο Αυστριακός συγγραφέας Πέτερ Χάντκε.
Διαφώνησε, στη συνέχεια με όλες τις στρατιωτικές επεμβάσεις των ΗΠΑ που ήθελαν τάχα να εκπολιτίσουν και να εκδημοκρατίσουν τους ‘βαρβάρους’.
Δεν έμεινε ποτέ εκτός θεάτρου, αν και ο καρκίνος τον απομάκρυνε αναγκαστικά τα τελευταία έξι χρόνια της ζωής του. Πέθανε το 2008 στα 78 του χρόνια, έχοντας λάβει όλες τις διακρίσεις και τις τιμές και την ύψιστη το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας το 2005, στην απονομή του οποίου διάβασε καθισμένος σε αναπηρικό καροτσάκι και μαγνητοσκοπημένος μια πολιτική ομιλία που είναι σημείο αναφοράς και εκτινάσσεται και υπερυψούται πάνω από πολλές ανούσιες ομιλίες βραβευμένων συναδέλφων του.

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.