You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ρόθκο – Χειμωνάς και η θητεία τους στη Λύπη

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ρόθκο – Χειμωνάς και η θητεία τους στη Λύπη

”Το ‘είναι’ μετατίθεται στο ‘μη νοείν’ και εκτίθεται στο ‘μη λέγειν’. Τον ονειρευόμενο θα τον βαραίνουν όλο και περισσότερο ‘τα καθήκοντα της λύπης”.

~Γιώργος Χειμωνάς~

 

 Αν η κίνηση στον Ρόθκο είναι ήρεμη, ρυθμική και ομοιόμορφη – η ζωγραφική εννοείται, η δημόσια – την ιδιωτική δεν την γνωρίζουμε και δε θα τη γνωρίσουμε ποτέ, τότε η κίνηση του Χειμωνά είναι ακίνητο αεικίνητο. Χαμηλοί τόνοι δημοσίως. Μιλάει, ίσα που ακούγεται, στο γραφείο του, του ψυχιάτρου όπου δεν ακούγεται παρά μόνο μία σύντροφος μόνιμη, μία μύγα που αλλάζει θέση πότε πότε, πετώντας από το ένα αντικείμενο στο άλλο κι όταν βαρεθεί σηκώνεται και φεύγει. Το κεφάλι του ψυχιάτρου σχεδόν ακίνητο παραμένει γερμένο στο πλάι και σηκώνεται όρθιο μόνο όταν θέλει να πει κάποια σκέψη που έχει σχέση όμως με τη γραφή, όχι την επιστήμη του. Ας πούμε λέει:

”Γιατί αυτό το μέγα αυτή η φαντασμαγορία, αυτό το μέγα του Ελύτη, του Αισχύλου, του Ηράκλειτου, αυτό το μέγα υπάρχει πραγματικά στη ζωή των ανθρώπων και η τέχνη είναι ακριβώς για να το βγάζει στο φως να το αποκαλύπτει, να το καθαρίζει, να το παρουσιάζει, αργά, επιδεικτικά στους ανθρώπους, εκθαμβωτικό, πελώριο, εκκωφαντικό”.

Αυτά τα λόγια ειπωμένα sotto voce με ορθό το κεφάλι που ύστερα επιστρέφει στη θέση του, την πλάγια, σαν μοναχού, δηλαδή ενός αφοσιωμένου που δεν λέει ποτέ καθημερινές κουβέντες.

Ό,τι φθέγγεται είναι η ουσία ή εν πάσει περιπτώσει επί της ουσίας. Ό,τι εκρήγνυται  συμβαίνει μέσα σ’ αυτό το κεφάλι με τα πλούσια μαλλιά που αντί να μιλά προτιμά να γράφει πυρετικά  μ’ ένα τάχα παραληρηματικό τρόπο, αφού η επιστήμη του ξέρει πώς να τον ελέγχει, να μην τον αφήνει να τον καταλάβει, να τον πάρει μαζί του όπως έναν ασθενή του.

Ο άλλος, ο Αμερικανός, που ως προς την παιδεία του είναι πολύ μακριά από τον Έλληνα συγγραφέα βάφει μια επιφάνεια με την υπομονή του ελαιοχρωματιστή που ικανοποιείται όταν βλέπει τις πινελιές του να γυαλίζουν στο φως που μπαίνει από το παράθυρο, αλλά αδυνατεί να βρει ένα συναίσθημα, ένα σύμβολο, μια ουσία μέσα στον κόκκινο ή τον υποκίτρινο τοίχο που το από πάνω χρώμα αντί να ξεχειλίσει ρέει μέσα στο χρώμα που υπάρχει κάτω απ’ αυτό. Ωστόσο κι ένας, συνήθως μεγάλων διαστάσεων, πίνακας του Ρόθκο είναι ένας τοίχος χωρίς όρια εκτός αυτών του πλαισίου, αλλά χωρίς ανθρώπινη παρουσία, χωρίς αντικείμενα, που όμως περιέχει όλα τα συναισθήματα των θεατών του γιατί το μαυροκόκκινο, το κιτρινόμαυρο, το βιολετί και το ροζ, περίπου όλα τα χρώματα και οι αποχρώσεις τους συνυπάρχουν εκεί μέσα, στο χρωματικό αυτό περιβάλλον αρκεί να δεις το έργο σαν έργο και όχι σαν τοίχο.

Light Red Over Black 1957 Mark Rothko 1903-1970 Purchased 1959 http://www.tate.org.uk/art/work/T00275

Και του Έλληνα συγγραφέα τα κείμενα πρέπει να τα δεις όχι ως εικόνα, έστω αισθητικά όμορφα, αλλά να βουτήξεις μέσα τους και να δεις μαζί με τα ψάρια του βυθού αυτά που ψιθυρίζουν. Αντί να δεις αυτόν που το έγραψε, τον ψυχίατρο συγγραφέα με τα όμορφα χαρακτηριστικά που κρύβονται κάπως πίσω από τα μαύρα του γυαλιά να δεις το πάθος που τα διέπει, τους αρχετυπικούς μύθους που αφηγούνται, τα ιστορικά στοιχεία που διεκτραγωδούν.

Εγκεφαλικό και δυσπρόσιτο τον χαρακτηρίζει η κριτική. Ενδεχομένως. Αλλά η απόλαυση που αντλείς από την εικονοποιία τους μοιάζει πολύ με τη δολιχοδρομία που ακολουθεί ένα όνειρο την ώρα που ο ονειρευόμενος το αφηγείται, αλλάζοντας εκφράσεις και κάνοντας σκέψεις, προσπαθώντας να συγκεντρώθεί γύρω από αυτό γιατί είναι βέβαιο πως το όνειρο θα ξεχειλίσει σαν τον ολόλευκο αφρό από την κατσαρόλα που βρίσκεται στο ανώτατο σημείο βρασμού.

 Εγκεφαλικός και ο ζωγράφος, που πασχίζει να υποδηλώσει αυτό που υπάρχει πίσω από τη χρωματική επιφάνεια – πράγμα καθόλου εύκολο – για τον θεατή που κοιτά χωρίς να βλέπει, αλλά κυρίως χωρίς να δρα.

Είναι ακίνητο το χρωματικό πεδίο σ’ ένα πίνακα του Ρόθκο, λέει ο Αργκάν, γιατί το πεδίο αυτό είναι χώρος εμπειρικός που έχει χρωματοφωτεινή υπόσταση, διεσταλμένη και δονούμενη. Αυτό το επίθετο θα χαρακτήριζε εύστοχα τη γραφή του Χειμωνά, άλλοτε στριφνή και άλλοτε διαυγή. Μια γραφή όντως στοχαστική που όμως ελίσσεται, διαστέλλεται, δονείται ή ακρωτηριάζεται. Απωθεί και έλκει ταυτόχρονα. Ενώ τα πρόσωπά του, τραγικά ή γελοία, χάνονται μέσα στο πλήθος, αλλά δεν αποπροσωποποιούνται.

”Είναι ένας δρόμος μακρύς και στενός φορτωμένος βήματα και λάσπες. Χώνεται ανάμεσα στα σπίτια με τις κλειστές πόρτες πιο πέρα καμπουριάζει ύστερα λιγνεύει και χάνεται. Ένας δρόμος στενός τα άλλα είναι σπίτια είναι πόρτες κλειστές είναι ένας καραγκιόζικος πρίαπος ζωγραφισμένος με κάρβουνο στον αντικρινό τοίχο με κρεμασμένη γαϊδουρινή φύση. Το βαρύ σύννεφο που σκέπαζε ασάλευτο την ανατολή ράγισε έσπασε απότομα ένας ήλιος φάνηκε αλλόκοτα και απροσδόκητα εκθαμβωτικός. Ό,τι γίνεται γύρω μου γίνεται ξαφνικά ό,τι γίνεται μέσα μου γίνεται ξαφνικά”. 

Σ’ ένα άτιτλο έργο του του 1949 (τα χρώματα: βιολετί, μαύρο, πορτοκαλί, κίτρινο σε λευκό και κόκκινο). Έντονα χρώματα, μια σχετική πολυχρωμία κι ένας ενδεχομένως κλειστός ορίζοντας – μια μαύρη γραμμή, όχι αρκετά παχιά και σκέψεις γύρω από την αναχώρηση και την επιστροφή, γύρω από το μακριά και το κοντά γύρω από το μέσα και από το έξω. Το έργο αποπνέει μια χροιά οικουμενικότητας και απελευθέρωσης από την ατομικότητα. Άλλωστε οι αφηρημένοι εξπρεσιονιστές αντίθετα προς τους σουρεαλιστές που ανίχνευσαν το ασυνείδητο ως μέσο διάρρηξης στις προσφιλείς προς τον μέσο άνθρωπο κοινωνικές συμβάσεις, αναζήτησαν σ’ αυτό σύμβολα με νόημα οικουμενικό που θα επιχειρούσαν να συνενώσουν την κοινωνία με τη μεταπολεμική τέχνη.

Χρώμα ή λέξεις ριγμένες πάνω στον καμβά ή στο χαρτί. Κορεσμός του χρωματικού πεδίου συνειρμοί και σύμβολα, στρώσεις λεπτών διαλυμάτων διαφορετικών αποχρώσεων διευθετημένες σε κάθετο σχήμα.  Το σημείο που συναντούνται ασαφές,  έτσι ώστε να θυμίζουν τον ουρανό και τη γη, τον αέρα και τη θάλασσα, την ηρεμία και την περισυλλογή, αφού οι απολήξεις του μοιάζουν σαν να κρέμονται ή σαν να επιπλέουν πραγματοποιώντας παλμικές κινήσεις.  Ο τρόπος, η μορφή και η δομή των έργων του Ρόθκο παρεκκλίνουν απ’ τη γραμματική και το συντακτικό της ζωγραφικής τέχνης, όπως ακριβώς και τα κείμενα του Χειμωνά που είναι σύμφωνα με χρόνους βιωματικούς αλλά και βιωματικές διανοητικές εντάσεις και διακυμάνσεις.

”Τα μπουκάλια είναι τόσο πολλά, που κυλάνε συνέχεια από το τραπέζι, σκορπίζονται παντού, ολόκληρη η παραλία γεμίζει από μπουκάλια κρασί που τρέχουν σαν ζωντανά και χάνονται μέσα στην θάλασσα. Οι φίλοι πίνουν κι αρχίζουν να μεθούν με μια παράξενη ευδαιμονία, που με φοβίζει, βυθίζονται στη μέθη. Καταλαβαίνω τον λόγο αυτής της πανδαισίας: έχουν ζήσει πια όλες τους τις λύπες. Σαν μια θητεία, η λύπη γι’ αυτούς είχε επίσημα λήξει. Με αγάπη μου γνέφουν, με καλούν στο τραπέζι τους, να μην αργήσω”.

Ο Μαρκ Ρόθκο (1903-1970) γεννημένος στη Λετονία, βρέθηκε μικρό παιδί στη Νέα Υόρκη. Σπούδασε στο Γέιλ, αλλά στη ζωγραφική υπήρξε αυτοδίδακτος. Από δεκαετία σε δεκαετία πέρασε από τον εξπρεσιονισμό στον σουρεαλισμό και από κει στη σχολή της Νέας Υόρκης, δηλαδή στον Αφηρημενο εξπρεσιονισμό. Η επιτυχία αλλά και τα υπέρογκα ποσά που εισέπραξε για τα έργα του δεν κατάφεραν να τον απαγκιστρώσουν από τη λύπη που τον είχε κυριεύσει – δεν είναι τυχαίο ότι τα τελευταία σπουδαία έργα του είναι μερικές σκοτεινόχρωμες τοιχογραφίες που φιλοτέχνησε για μια μη δογματική εκκλησία στο Χιούστον του Τέξας. Ύστερα αν και είχε ζήσει ήδη 67 χρόνια οδηγήθηκε στην αυτοκτονία.

Ο Γιώργος Χειμωνάς γεννήθηκε το (1936- ή κατά δήλωσή του το 1939) στη λασπωμένη πόλη της Καβάλας. Ύστερα βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη και ώριμος πια κατέβηκε στην Αθήνα. Σπούδασε ιατρική αν και ήθελε να γίνει φιλόλογος. Τελικά έγινε και τα δύο. Λυπημένος και αυτός αντίθετα με τους μεθυσμένους φίλους του πέθανε κάτω από αδιαφανείς συνθήκες στο Παρίσι το 2000, αφού είχε επιχειρήσει ν’ αυτοκτονήσει πολλές φορές πριν. Στο μεταξύ είχε προλάβει να ψυχαναλύσει αρκετούς ομότεχνους, και είχε γράψει εννέα λαμπερά πεζογραφήματα, είχε μεταφράσει τον Άμλετ, τη Μήδεια αριστουργηματικά γιατί του πήγαινε το τελετουργικό ύφος.

”Τότε

ναι      στάθηκα στην άμμο της θαλάσσης

βλέποντας πίσω και πέρα από τη βαθιά ακτή

την γενέθλια γη μου να αναθρώσκει

ατμοί τα ανασηκωμένα μνημεία της

όλα αγιάζονται στο φως

ό,τι για πάντα θεμελίωσε αυτή τη νύχτα

νύχτα που πλέω σ’ ατέλειωτα νερά

με ψαλμούς ανεξήγητους φτάνω”.

 

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.