You are currently viewing Κ. Β. Λαμπράκης: Ρέιμοντ Κάρβερ-Διηγήματα, μετάφραση Γιάννης Τζώρτζης, εκδ. Μεταίχμιο, 2015

Κ. Β. Λαμπράκης: Ρέιμοντ Κάρβερ-Διηγήματα, μετάφραση Γιάννης Τζώρτζης, εκδ. Μεταίχμιο, 2015

Το 2015, το καλοκαίρι έγιναν πολλά. Ένα από αυτά, ήταν η ανακάλυψη ότι οι εκδόσεις Μεταίχμιο, είχαν εκδώσει, σ`ένα χοντρό, με σκληρό εξώφυλλο τόμο, 850 σελίδων, τα διηγήματα (όλα;) του Ρέιμοντ Κάρβερ.

Έψαχνα τον Καθεδρικό Ναό από παλιά, ήταν εξαντλημένος και έτσι τα παράτησα, ξέχασα τον Κάρβερ. Και να, τσουπ, νάτος, τρεις συλλογές διηγημάτων σε ένα τόμο, σκέτο τούβλο από αυτά που εκδότες αποφεύγουν να βγάζουν. Το πήρα (με έκπτωση)…  Σε ένα από αυτά τα εργαστήρια δημιουργικής γραφής όπου αγκομαχούσα πριν κάτι χρόνια, είχα ακούσει ότι ο Ρ.Κ. είναι κάτι σαν γκουρού στη τέχνη της μικρής φόρμας. Υπόδειγμα. Είχα κάτι δικό του διαβάσει παλιά, σίγουρα … αλλά το είχα ξεχάσει…
Διάβασα  τα διηγήματα του, ανακατεμένα χωρίς σειρά, και όποτε μου `ρθει η όρεξη  κάποια τα ξαναδιαβάζω, μερικά τα έχω διαβάσει κάμποσες φορές, και συνεχίζω έτσι …
Θα μπορούσε πολλά να πει κανείς για τον Ρέιμοντ Κάρβερ, και πάω στοίχημα ότι όσο περνά ο καιρός θα λέγονται και θα γράφονται όλο και πιο πολλά, τόσα που ο φουκαράς ο Ρέιμοντ θα θαφτεί κάτω από τόνους υπερανάλυσης και διθυραμβικής μυθολογίας, τόσο που αν ζούσε θα δυσκολεύονταν να αναγνωρίσει τον εαυτό του στον καθρέφτη το πρωί όταν θα ξυρίζονταν. Ας είναι.
Ότι και να λένε φιλόλογοι και κριτικοί, δεν θα γίνει ποτέ «τρέντυ» όπως δεν είναι πχ τα διηγήματα του Τσέχωφ, (όλοι ξέρουν τον θεατρικό Τσέχωφ, λίγοι ξέρουν το διηγηματογράφο, που είναι το ίδιο σπουδαίος όσο και στα θεατρικά του). Γιατί ναι, αυτός ο αμερικανός, μου θύμισε τον ρώσο συγγραφέα: με το που άρχισα να διαβάζω τον Κάρβερ, μπαμ μου ήρθε κατακέφαλα ο διηγηματογράφος Τσέχωφ!
Να λοιπόν όλος ο Ρ.Κάρβερ στο πιάτο, ένας σκασμός ιστορίες, άλλες καταπληκτικές, πολλές συμπαθητικές, μερικές αδιάφορες, κάποιες πολύ αμερικάνικες …

Τίποτα δεν γίνεται εκεί μέσα! Καμιά καταδίωξη, ίντριγκα, ούτε μπάτσοι, φόνοι, πολίτικη, συνωμοσίες, καθόλου σεξ, έρωτες, ούτε ποίηση, ούτε φύση, τίποτα …  Μόνο ζωή, καθημερινή ζωή, ο άρτος ημών ο επιούσιος, πολύ αλκοόλ, καυγάδες, ενήλικες, ανόητοι ενήλικες, ανόητοι καυγάδες, ανήλικοι, έφηβοι, κουβέντες, δείπνα, γεύματα, κηδείες… Ασήμαντα πράγματα, καθημερινοί άνθρωποι, σε συνηθισμένες δυσκολίες, αυτά που κάνουμε όλοι, εμείς όλοι, όσοι τουλάχιστον δεν είμαστε λεφτάδες, εξουσιαστές, αστοί, διανοούμενοι, ακαδημαϊκοί, ήρωες … Εμείς! Εργαζόμενοι, εργάτες, άνεργοι, αυτοαπασχολούμενοι, ψευτοαπασχολούμενοι, μπεκρήδες, σερβιτόρες, φουρνάρηδες, μηχανικοί αυτοκίνητων, παιδιά, νοσοκόμες, συνταξιούχοι, ταμίες, χωρισμένοι, παντρεμένοι, ξαναπαντρεμένοι, παιδιά χωρισμένων, ανύπαντρες μαμάδες, μαμές, άρρωστοι, υποχόνδριοι, γιατροί, ηλικιωμένοι, ετοιμοθάνατοι… Εμείς.

Γιατί ο Τσέχωφ και ο Κάρβερ; Γιατί ο ρώσος του 1900 και γιατί ο αμερικανός του 1980;
Γιατί φωτίζουν, ανατέμνουν εκείνα τα κομμάτια της ασημαντότητας μας, ματαιότητας, της κοινοτοπίας, της ζήλιας και μνησικακίας μας, της ρουτίνας μας, με τόση προσοχή και ευγένεια, που όλα αυτά ραγίζουν και μέσα από τις ρωγμές τους αναβλύζει η ανθρώπινη κατάσταση μας, ψήγματα από το ελάχιστο της φλόγας  που καίει μέσα μας, ακόμα και στους πιο ταπεινούς και δόλιους από μας.
Μόνο αν κάποιος κινείται με τον βαθύτατο σεβασμό, με τη μέγιστη χάρη, με αγάπη, συμπόνια και τρυφερότητα σ` αυτούς  που την χρειάζονται περισσότερο, στο ανώνυμο πλήθος, ώστε να φωτίσει, να αποκτήσουν όνομα και έτσι το πλήθος να γίνει ήρωες και ηρωίδες, τότε μόνο …
Ας πω όμως και τούτο. Πίσω από έναν ας πούμε ρεαλιστικό τρόπο γραφής και φαινομενικά κοινότοπων ιστοριών, υπάρχει ένας ζηλευτός «καρβερικός» τρόπος που φωτίζει λοξά την πραγματικότητα τη κάνει υπερρεαλιστική, «σουρίαλ». Προς μια υπερ-πραγματικότητα άλλοτε τραγική, άλλοτε σαρδόνια φαίνεται να μας δείχνει ο Ρ.Κ.
Βάζω στοίχημα πάντως ότι σίγουρα είχε διαβάσει τα διηγήματα του Τσέχωφ!

Σε ένα από τα διηγήματα του, ο Ρέιμοντ Κάρβερ, στο « Μια μικρή παρηγοριά», ένα ζευγάρι πάει να δείρει ένα φούρναρη. Είναι έξαλλοι – κυρίως η γυναίκα – από αγανάκτηση. Έχουν χάσει τον μονάκριβο αγοράκι τους, ανήμερα των γενεθλίων του, σε δυστύχημα. Ενώ βρίσκονταν στο νοσοκομείο, περιμένοντας στην εντατική και έχοντας μες στον πόνο τους ξεχάσει την τούρτα γενεθλίων που είχαν παραγγείλει, παρενοχλούνται από τα επίμονα τηλέφωνα του φούρναρη, που φυσικά δεν γνωρίζει τίποτα για το δυστύχημα. Αφού το παιδί της έχει καταλήξει, η μάνα, τρελαμένη από τη θλίψη ζητά να χτυπήσει, να σκίσει τον χοντρό φούρναρη, που τηλεφωνούσε και άφηνε μηνύματα συνέχεια. Αξημέρωτα πάνε στο φούρνο, τον βρίσκουν να φουρνίζει μόνος του και η γυναίκα αρχίζει να τον βρίζει σκαιότατα, με μίσος. Ο φούρναρης αφού καταλαβαίνει τι τρέχει, σταματά, βγάζει τη ποδιά του και τους λέει ήσυχα και απλά πως αυτός είναι μόνο ένας φούρναρης, τίποτα άλλο, σε όλη του τη ζωή δεν ξέρει τίποτα άλλο, δεν έκανε οικογένεια, δεν έκανε παιδιά, δεν έκανε τίποτα, παρά μόνο να φουρνίζει ψωμιά και γλυκά.
Τους καλεί να καθίσουν στο πάγκο του, να τον συγχωρήσουν. Τους βγάζει φρέσκα ζεστά ψωμάκια, τραγανά κούκις, μυρωδάτα μάφινς όλα όσα ξέρει να φτιάχνει ένας φούρναρης.
Εκεί στο πάγκο του φούρναρη, ενώ ξημερώνει, οι άνθρωποι ημερεύουν, μαλακώνει ο  πόνος τους, συγχωρούνται και συγχωρούνε, τρώνε όμορφα ζεστά ψωμάκια  και γλυκά  του φούρναρη.

Όποτε διαβάζω αυτό το διήγημα συγκινούμαι βαθιά, θαρρώ πως τους βλέπω  και τους τέσσερις, τον φούρναρη, το χαροκαμένο νέο αντρόγυνο και τον Ρέιμοντ Κάρβερ να κάθονται στο αχνό φως της αυγής σε ένα φουρνάρικο…

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.