You are currently viewing Λίζα Διονυσιάδου: Η  Λολίτα του Ναμπόκωφ (μερικές σκέψεις πάνω στην αφηγηματική μαστοριά).

Λίζα Διονυσιάδου: Η  Λολίτα του Ναμπόκωφ (μερικές σκέψεις πάνω στην αφηγηματική μαστοριά).

Η Λολίτα του Ναμπόκωφ γράφτηκε στα αγγλικά και πρωτοδημοσιεύτηκε το 1956 στο Παρίσι. Τρία χρόνια αργότερα δημοσιεύτηκε στην Αμερική. Στα Ρωσικά μεταφράστηκε από τον συγγραφέα το 1960. Πρόκειται για το πιο γνωστό μυθιστόρημα του Ναμπόκωφ. Ο ίδιος, το θεωρούσε το κορυφαίο του δημιούργημα.

«Σοβαρό βιβλίο», «γραμμένο για σοβαρό σκοπό». Το υποστήριζε με πάθος σε όλες τις συνεντεύξεις ως το καλύτερό του έργο :  «Οι κριτικοί δεν κατάλαβαν ότι η Λολίτα είναι ένα βαθύ, εύθραυστο έργο που το διαπερνάει η καλοσύνη».

Είναι γνωστές οι επιθέσεις που δέχτηκε από τους σοκαρισμένους λογοτεχνικούς κύκλους για την «Λολίτα». Από τον χαρακτηρισμό πορνογράφημα, επικίνδυνο για τα χρηστά ήθη, μέχρι την άποψη ότι είχε επηρεαστεί από την απαγωγή ενός ανήλικου κοριτσιού. Ο ίδιος υποστήριζε πάντα πως η Λολίτα γεννήθηκε στο μυαλό του, πώς ήξερε καλά πως την είχε ερωτευτεί, αλλά επίσης ήξερε ότι η Λολίτα δεν θα ήταν για πάντα η Λολίτα. Πίστευε επίσης πως η τέχνη γίνεται για την τέχνη και κάθε τι που υπαινίσσεται σχέση με την καθημερινή ζωή, της αφαιρεί την μαγεία. Αυτή η κοσμοαντίληψη, δικαιολογεί πλήρως την αντισοβιετική στάση για την οποία τον κατηγόρησαν. Πώς θα μπορούσαν τέτοιες αντιλήψεις να έρθουν σε αρμονία με τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό; Ένας  συγγραφέας που έκανε σκόνη, ότι είχε απομείνει από την κοινωνική συμβατικότητα. Που πίστευε ότι ένα έργο τέχνης δεν έχει καμιά απολύτως σημασία για την κοινωνία, αλλά είναι σημαντικό μόνο για το άτομο. Στην Σοβιετική Ένωση, το βιβλίο ήταν απαγορευμένο. Εμφανίσθηκε πρώτη φορά το 1989, μετά την περεστρόικα.

Η μετάφραση στα ρωσικά έγινε από τον ίδιο τον Ναμπόκωφ. Όταν είδε ότι το βιβλίο είχε ήδη μεταφρασθεί σε γλώσσες που ο ίδιος δεν γνώριζε, (όπως η Ιαπωνική, η Φιλανδική και η αραβική), ώστε να ελέγξει την απόδοση, και φοβούμενος ότι στο μέλλον κάποιος θα το επιχειρούσε και στα ρωσικά, με τον κίνδυνο να το μετατρέψει σε χυδαίο ανάγνωσμα, αποφάσισε να ασχοληθεί ο ίδιος. Όπως είπε ο ίδιος, η προσωπική του τραγωδία (πράγμα που βεβαίως δεν αφορούσε κανέναν άλλο), ήταν ότι του έλαχε να το πρωτογράψει στα αγγλικά, σε μια γλώσσα σαφώς κατώτερη της πλούσιας ρωσικής που ήταν και η μητρική του γλώσσα.

«…Η λογοτεχνία είναι επινόηση. Γεννήθηκε την ημέρα που ο βοσκός φώναξε: Λύκος, λύκος ! (και λύκος δεν υπήρχε). Στο κάτω-κάτω, για μας είναι δευτερεύον το γεγονός ότι τον φτωχό βοσκό, για την αγάπη του στα ψέματα, τον έφαγε η κατεργαριά του ! Πρωτεύον είναι το γεγονός ότι ανάμεσα στον πραγματικό λύκο και τον λύκο του παραμυθιού, υπάρχει ένα μισοφωτισμένο διάστημα. Αυτό είναι η λογοτεχνία.

Το να προσπαθούμε να κάνουμε ένα λογοτέχνημα αληθοφανές, σημαίνει να προσβάλουμε και την τέχνη και την αλήθεια. Κάθε μεγάλος συγγραφέας είναι και μεγάλος κατεργάρης. Το ίδιο ισχύει και για την φύση. Η φύση χρησιμοποιεί ολόκληρο σύστημα από καταπληκτικά  τεχνάσματα και πειρασμούς για να μας ξελογιάσει. Ο συγγραφέας ακολουθεί το παράδειγμά της. Η μαγεία της τέχνης βγαίνει από το όραμα του λύκου, του λύκου της φαντασίας. Όταν ο σκανταλιάρης βοσκός πεθαίνει, το διήγημα γίνεται διδακτικό, αλλά μαζί του χάνεται και η μαγεία.

Τον συγγραφέα μπορείς να τον εκτιμήσεις από τρεις οπτικές: σαν αφηγητή, σαν δάσκαλο και σαν μάγο. Αυτά τα τρία κατοικούν μέσα του. Μεγάλος όμως θα είναι μόνο , όταν το πρώτο βιολί είναι ο μάγος…»   (από τις διαλέξεις του για την ξένη λογοτεχνία).

Στις διαλέξεις του για την ξένη λογοτεχνία, υπάρχει ένα κεφάλαιο για τους καλούς αναγνώστες. Ή, για να το πούμε διαφορετικά, για την καλή σχέση του αναγνώστη με τον συγγραφέα. Ο Ναμπόκωφ επισημαίνει πως ο αναγνώστης οφείλει να προσέχει και να απολαμβάνει τις λεπτομέρειες του έργου. Σε κάθε λογοτέχνημα εμφανίζεται ένας καινούργιος κόσμος και κύριο μέλημα του αναγνώστη είναι να γνωρίσει αυτόν τον κόσμο. Ο κόσμος αυτός, είναι διαφορετικός από αυτόν που ξέρει. Μόνο γνωρίζοντας αυτόν τον άλλο κόσμο επιτυγχάνεται η επικοινωνία του με τους άλλους κόσμους. Αν ο αναγνώστης διαβάζει λογοτεχνία, επειδή θέλει να μάθει για το παρελθόν, (για παράδειγμα, για την ζωή στο εύθυμο Παρίσι ή στην μελαγχολική Ρωσία), αν περιμένει από ένα ιστορικό- όπως λέγεται, μυθιστόρημα να γνωρίσει την ζωή της εποχής στην οποία αναφέρεται το μυθιστόρημα, είναι εντελώς σίγουρο ότι δεν θα το καταφέρει. Ο συγγραφέας γράφει μέσα από το πρίσμα του δικού του κόσμου, της δικής του αλήθειας. Η αλήθεια είναι πως τα μεγάλα μυθιστορήματα είναι μεγάλα παραμύθια. Η ακρίβεια της ποίησης σε συνδυασμό με την επιστημονική διαίσθηση, αυτό είναι κατά την γνώμη του η κατάλληλη φόρμα για τον έλεγχο της ποιότητας ενός μυθιστορήματος. Για να αισθανθεί αυτή την μαγεία ο αναγνώστης θα πρέπει να διαβάσει το έργο όχι με την καρδιά, ούτε καν μόνο με το μυαλό,  αλλά με την σπονδυλική του στήλη. Μόνο εκεί εμφανίζεται το ρίγος. Και τότε, με ηδονή θα δούμε πως ο καλλιτέχνης χτίζει ένα χάρτινο σπίτι και το σπίτι αυτό από χαρτί μεταμορφώνεται σε υπέροχο κτίριο από γυαλί και ατσάλι.

Στην «Λολίτα», η λατρεία του Ναμπόκωφ για την μουσική των λέξεων, η μαστοριά στην σύνθεση της πλοκής, η αναλυτική καταγραφή των λεπτομερειών καθώς και ο τρόπος που αντιμετωπίζει το πάθος και τις εμμονές του ήρωα για το δωδεκάχρονο νυμφίδιο, είναι συγκλονιστικές. Η Λολίτα είναι ένα βιβλίο για την αγάπη και όχι ένα βιβλίο για το σεξ ! Άλλωστε, όλες οι μεγάλες αγάπες είναι σκανδαλώδεις και εμπεριέχουν το τραγικό. Επίσης ο ήρωας υποφέρει. Αντιλαμβάνεται πλήρως ότι το πάθος του κατέστρεψε την παιδική ηλικία του κοριτσιού. Η ψυχική του οδύνη είναι εμφανής σε όλη την διάρκεια του έργου.

Το έργο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο δύο φορές . Το 1962 (Τζεημς Μέησον, Σιού Λάιον σε σκηνοθεσία Στάνλει Κιούμπρικ) και 1997 (Τζέρεμι Άιρονς, Ντομινικ Σουέιν, σε σκηνοθεσία  Adrian Lyne). Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι δεν αναφέρεται μεταφορά του στον ρωσικό κινηματογράφο. Στην προσπάθειά μου να το βρω μέσω του ρωσικού internet, ανακάλυψα μία κινηματογραφική Λολίτα, καταταγμένη στα… πόρνο φιλμ. Επι πλέον, το βάρος της έργου εδώ, δίνεται όχι στο πάθος του ήρωα, αλλά στην ζήλεια της μικρής απέναντι στην μητέρα της. (Θαρρώ αυτό ήταν που φοβόταν ο Ναμπόκωφ ότι θα συνέβαινε στο έργο του αν αυτό έπεφτε σε άσχετα χέρια ! Η αλλοίωσή των συναισθηματικών καταστάσεων και η μετατροπή του σε φτηνιάρικο ανάγνωσμα).

Καταλήγοντας, θα ήθελα να σημειώσω, πως ο Ναμπόκωφ κατάφερε να περάσει μέσα από την Λολίτα του, κάτι διάφανο, κρυστάλλινο και εύθραυστο, που κατά την άποψή μου, δεν κατάφερε ο Εμπειρίκος στον Μεγάλο Ανατολικό.

 

 

 

Λίζα Διονυσιάδου

Η Λίζα Διονυσιάδου γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη και ζει στην Αθήνα και την Αίγινα. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στην Σοβιετική Μόσχα και εργάσθηκε σε Αθήνα και Πειραιά. Ασχολείται με την λογοτεχνική γραφή τα τελευταία είκοσι χρόνια. Έχει εκδώσει ποιήματα (ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ), μικρές ιστορίες (ΡΟΕΣ) και μυθιστορίες (ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ).

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.