You are currently viewing Λίζα Διονυσιάδου: Η παράξενη πόλη

Λίζα Διονυσιάδου: Η παράξενη πόλη

Η πόλη ήταν αστραφτερή. Δυσκολευόταν να πιστέψει ότι είναι πραγματική και όχι αντικατοπτρισμός. Το μόνο που τον έφερνε στην πραγματικότητα, ήταν τα μολυσμένα νερά του ποταμού (αν τα παρατηρούσες από κοντά). Αυτή η μόλυνση τον έφερνε στην σύγχρονη πραγματικότητα των ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων. Η βόλτα με το ποταμόπλοιο είναι μία από τις απολαύσεις σε αυτή την πόλη. Κάποιες στιγμές, ξεχνιόταν και προσπαθούσε να σκεφτεί που βρίσκεται.

 Δεν μπορούσε να θυμηθεί πώς ξαναβρέθηκε σε αυτή την πόλη, μετά από τόσα χρόνια. Αλλά και να θυμόταν δεν θα είχε καμιά σημασία , αφού η πόλη ήταν τώρα μια άλλη. Όταν αλλάζουν όλα τα χρώματα, τίποτα δεν παραμένει ίδιο. Η αλήθεια είναι πως υπήρχαν κάποια σημεία αναγνωρίσιμα, ωστόσο η πόλη δεν είχε καμιά σχέση με τον παλιό εαυτό της. Ήταν μια άλλη. Η μεγαλύτερη απορία του δεν ήταν το πως βρέθηκε εκεί, (συμβαίνουν αυτά με χίλιους τρόπους), αλλά το πως τα κατάφερε να βγει από το λαγούμι στο οποίο είχε καταλήξει να ζει εδώ και κάποια χρόνια. Μην σας τρομάζει η λέξη λαγούμι, γιατί στο συγκεκριμένο λαγούμι υπήρχαν πολλές ανέσεις. Άλλωστε δεν ήταν μόνος εκεί. Πολύς κόσμος είχε αποφασίσει να μετοικίσει, μετά τα απανωτά γεγονότα που χάλασαν εντελώς την ηρεμία του κόσμου. Στην αρχή είχαν αλλάξει τα χρώματα. Ένα παράξενο γκρίζο απλωνόταν σαν κάλυμμα πάνω στα δέντρα, τους δρόμους, τις υδάτινες επιφάνειες. Κάποιοι άνθρωποι δεν φάνηκαν να ανησυχούν ιδιαίτερα, αν και η αλήθεια είναι πως ένας ακαθόριστος φόβος πλανιόταν στον ορίζοντα. Μετά άρχισαν να πληθαίνουν οι αυτοκτονίες. Στη συνέχεια άρχισε να βρέχει δίχως σταματημό και οι πόλεις πλημμύριζαν. Παρόλη την βροχόπτωση όμως το πόσιμο νερό λιγόστευε. Ήταν κάτι εφιαλτικό. Η γη έσκαγε και το ρουφούσε αχόρταγα. Το χειρότερο όλων όμως ήταν ότι οι άνθρωποι έπαψαν να μιλούν. Ούρλιαζαν σαν λύκοι, ενώ τα ουρλιαχτά του ενός σκέπαζαν τα ουρλιαχτά του άλλου. Έμοιαζε να έρχεται το τέλος του κόσμου. Οι περισσότεροι άνθρωποι, άρχισαν να αναρωτιούνται από πού ήρθαν, αν είχε νόημα να συνεχίσουν να ζουν μέσα στην παράνοια και οι εξυπνότεροι απ’ αυτούς  να αντιλαμβάνονται ότι έπρεπε να μετακινηθούν σε άλλον τόπο.  Τότε ήταν που μερικοί, άρχισαν να σκάβουν λαγούμια. Κατά κάποιον παράξενο τρόπο, τα λαγούμια σκάφτηκαν πολύ εύκολα και σύντομα ένας ολόκληρος κόσμος μετακόμισε σ’ αυτά. Κάτω από τη γη υπήρχαν ζεστοί, ήρεμοι δρόμοι. Διέφεραν πολύ από τους θορυβώδεις , κρύους δρόμους που άφησαν πίσω τους οι άνθρωποι. Ωστόσο, το περίγραμμα του κόσμου στο σύνολό του δεν είχε αλλάξει. Οι δε άνθρωποι που μετακινήθηκαν, καθώς δεν ήταν προετοιμασμένοι για κάτι άγνωστο, κράτησαν πολλές από τις παλιές τους συνήθειες, όπως για παράδειγμα να μαλώνουν, να κατηγορούν ο ένας τον άλλον για κάθε δυσκολία που συναντούσαν, να χαρακτηρίζουν προδότες ή τρελούς όσους δεν συμφωνούσαν με την άποψη των πολλών. Όπως και αν έχει, δημιουργήθηκε ένας νέος κόσμος που δεν ήταν σαν τον προηγούμενο, αλλά έμοιαζε σε ορισμένα καίρια σημεία. Η κύρια διαφορά της ζωής μέσα στα λαγούμια ήταν ότι οι άνθρωποι δεν είχαν πληροφόρηση για το τι συμβαίνει έξω απ’ αυτούς και μπορούμε να πούμε ότι ήταν κάπως πιο ήρεμοι. Αυτό μπορούσε να γίνει αντιληπτό από το γεγονός ότι άρχισαν πάλι να μιλούν, αν και δεν είναι σαφές σε ποια ακριβώς γλώσσα. Ήταν μια ανάμεικτη γλώσσα, κατανοητή πάντως σε όλους τους μέτοικους. Πέρα από όλα αυτά σημειώθηκε και ένα άλλο φαινόμενο. Οι άνθρωποι που παρέμειναν στην παλιά ζωή, θεωρούσαν τους κατοίκους των λαγουμιών, επιπόλαιους, αιθεροβάμονες και αφελείς. Οι άλλοι δε στα λαγούμια ήταν σχεδόν σίγουροι ότι όσοι απέμειναν ήταν απλώς ηλίθιοι. Αυτές οι πεποιθήσεις τόσο των μεν  όσο και των δε, προφανώς δεν άλλαζαν σε τίποτα την ανθρώπινη μοίρα. Έτσι συνέχιζαν να ζουν. Μέσα στο μίσος. Πώς ήταν δυνατόν το μίσος, αυτό το  τόσο παράλογο συναίσθημα που ταλαιπωρούσε ανέκαθεν τους ανθρώπους, να εξακολουθεί να υπάρχει ακόμη και μέσα στα λαγούμια, όπου είχε χυθεί σαν υδράργυρος από το σπασμένο θερμόμετρο του υπόλοιπου κόσμου. Κι όμως ήταν. Θα μπορούσε να πει κανείς, πως ήταν ακόμη πιο δυνατό, λόγω της έλλειψης κρύου αέρα που συνεφέρνει όσους παθαίνουν διάφορες κρίσεις. Η διαρκής άπνοια σε συνδυασμό με τα στεκούμενα, βαλτωμένα νερά, συντελούσε σε αυτή την δυσάρεστη εξέλιξη.  

Προς τι όμως όλο αυτό το ιστορικό ; Θα μπορούσε άραγε να βοηθήσει στην κατανόηση της εικόνας αυτής της παράξενης πόλης που έβλεπε τώρα μπροστά του; Αμφιβάλλω, αλλά είμαι υποχρεωμένος να σας εκθέσω όλη την κατάσταση! Εσείς, βγάλτε τα συμπεράσματά σας!            

 

 

 

 

 

  

Λίζα Διονυσιάδου

Η Λίζα Διονυσιάδου γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη και ζει στην Αθήνα και την Αίγινα. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στην Σοβιετική Μόσχα και εργάσθηκε σε Αθήνα και Πειραιά. Ασχολείται με την λογοτεχνική γραφή τα τελευταία είκοσι χρόνια. Έχει εκδώσει ποιήματα (ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ), μικρές ιστορίες (ΡΟΕΣ) και μυθιστορίες (ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ).

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.