You are currently viewing Μένη Πουρνή: ένα αφήγημα

Μένη Πουρνή: ένα αφήγημα

ΤΕΙΧΗ-ΤΟΙΧΟΙ-ΤΥΧΗ

 

 

 Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη…
Κ. Π. Καβάφης, Τείχη, 1896-1897
 
Το Εξαμίλιον τείχος (γνωστό και ως Ιουστινιάνειο τείχος) ήταν οχυρό τείχος μήκους 6 μιλίων, χτισμένο πάνω στον ισθμό της Κορίνθου για να προστατεύει την Πελοπόννησο από τις εισβολές από τον βορρά. Εκτιμάται ότι χτίστηκε πριν το 400 μ.Χ. και χρησιμοποιήθηκε ως αμυντική εγκατάσταση κατά καιρούς μέχρι το 1446, χωρίς σημαντική επιτυχία, δεδομένου ότι η Πελοπόννησος είναι εύκολα προσβάσιμη από τη θάλασσα και ήταν δυνατή η παράκαμψή του.
Ελληνική Wikipedia

 

Η μεγαλύτερη αποτυχία για έναν νέο λένε πως είναι η επιστροφή στον γενέθλιο τόπο ακριβώς τη στιγμή που θα έπρεπε να φύγει ρίχνοντας οριστικά πίσω του μαύρη πέτρα. Και η αλήθεια είναι πως δεν το σκέφτηκα και πολύ…  Αρχαία Κόρινθος, Σικυώνα, Νεμέα, Περαχώρα, Κεγχρεές, όλο και κάπου θα με βόλευε το μέσον του πατέρα μου εντός του νομού κοντά στο σπίτι.

Όσο σπούδαζα στο Αρχαιολογικό της Θεσσαλονίκης απέφευγα να μιλάω για την καταγωγή μου. Όταν με ρωτούσαν, απαντούσα από ένα προάστιο της Κορίνθου και ξεμπέρδευα. Δεν είχα πολλά-πολλά με κανέναν και σπάνια ερχόταν άνθρωπος στο σπίτι για επίσκεψη-πόσω μάλλον για φιλοξενία. Πήρα το πτυχίο μου όπως όπως και γύρισα πίσω, όπου ο πατέρας μου είχε υποσχεθεί πως κάπου θα με τακτοποιήσει, έστω προσωρινά στην αρχή, μέχρι να βρεθεί κάτι πιο σίγουρο.

Γυρίζοντας από τις πρώτες κιόλας μέρες ήταν σαν να μην είχα φύγει ποτέ. Θορυβώδη πρωινά στην πλατεία και τα καφενεία και οι μόνιμες φασαρίες από τον τσιγγάνικο καταυλισμό: φωνές, τσακωμοί, πυροβολισμοί και καθημερινή μικροεγκληματικότητα. Τα Εξαμίλια πάντα ήταν το αγκάθι στο ρόδο, το χαμένο πετράδι από το στέμμα της επαρχιακής ενδοξότητας της περιοχής.

Μια από εκείνες τις μέρες βάδιζα από επαγγελματική διαστροφή κοντά στο περίφημο Εξαμίλιον τείχος, το τελευταίο οχυρό του Δεσποτάτου του Μυστρά για να συγκρατήσει την ορμή των Οθωμανών πριν από την οριστική κατάκτηση.

-Γιώργο!

Άκουσα κάποιον να με φωνάζει. Η φωνή αυτή κάτι μου θύμιζε και ταυτόχρονα παρέμενε εντελώς άγνωστη. Συνέχιζα να παρατηρώ την τοιχοδομία, ώσπου βρέθηκε μπροστά μου ένα μελαψό κεφάλι. Κοίταξα καλά τον νέο άνδρα που είχα απέναντι μου παλεύοντας να θυμηθώ πού τον είχα ξαναδεί.  Η ανάμνησή του χανόταν κάπου μέσα στον σύντομο (τότε) χρόνο της ζωής μου σαν κάποια μνήμη που έπρεπε να μείνει στο παρελθόν και να μην έρθει ξανά στο φως, αν και ήμουν μόλις είκοσι δύο χρόνων.

Εν τω μεταξύ ο άγνωστος μού μιλούσε. Έλεγε πόσο πολύ χαίρεται που με ξαναείδε, που είμαι καλά και πως φυλάει πάντα σαν πολύτιμο θησαυρό όσα ζήσαμε κάποτε μαζί.

-Με θυμήθηκες φαντάζομαι! Είμαι ο Βαλάντης Μακρής, συμμαθητής σου ως την Τετάρτη δημοτικού από τον συνοικισμό των τσιγγάνων, όταν ο πατέρας μου μας πήρε και φύγαμε στη Λιβαδειά.

-Ναι, φυσικά! Πώς θα μπορούσα να σε ξεχάσω; Απλά μ’ αιφνιδίασες!

Δώσαμε τα χέρια κι αγκαλιαστήκαμε.

Η αλήθεια ήταν πως τον θυμόμουν μόλις και μετά βίας. Ένα βρώμικο κι αχτένιστο αγόρι με μάτια που έλαμπαν από εξυπνάδα. Ήταν το όγδοο από τα έντεκα παιδιά της οικογένειας. Ήταν από τα λίγα παιδιά που ερχόταν καθημερινά στο σχολείο και σπάνια ο δάσκαλος τον έβρισκε αδιάβαστο. Πρέπει να ήμουν ο μοναδικός του φίλος και φοβόμουν να το πω στην μάνα μου, γιατί δεν θα μ’ άφηνε να κάνω παρέα μαζί του. Έλεγε ωραίες ιστορίες, φανταστικές και πραγματικές. Αρκετοί στον συνοικισμό τον θεωρούσαν ήδη σοφό γιατί ήξερε όσα δεν είχαν μάθει γενιές και γενιές. Όταν ο πατέρας του τού είπε πως έπρεπε να φύγουν έκλαιγε γοερά. Όσοι με ρώτησαν τότε και λίγο μετά τι απέγινε το φιλαράκι μου αρνιόμουν κατηγορηματικά ότι τον γνώριζα.

-Πώς και ξαναγύρισες εδώ, Βαλάντη; ρώτησα.

-Μεγάλη ιστορία και μικρή ταυτόχρονα! Αφού πήγαμε στη Λιβαδειά, επέμενα να συνεχίσω το σχολείο, όπως οι φίλοι μου στο χωριό. Εκείνος δεν ήθελε ούτε να το ακούσει. Με έδερνε μέρα παρά μέρα. «Τι θα μάθεις, μωρέ, μέσα στους τέσσερις τοίχους καλύτερα από τη δουλειά έξω με μένα;» μου έλεγε. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε για αρκετές εβδομάδες ακόμη. Μια μέρα ένας δάσκαλος παρουσιάστηκε στην αυλή σαν από μηχανής θεός. Ζήτησε να δει τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου ελπίζοντας πως επιτέλους θα είχα κάνει κάποιο μεγάλο σφάλμα που θα μπορούσε να γίνει η αφορμή να με πάρει από το σχολείο, τον υποδέχτηκε πρόσχαρα. Αυτά που άκουσε τον έκαναν να πέσει από τα σύννεφα. Ο δάσκαλος τού είπε ότι ήμουν ένας εξαιρετικός μαθητής, έξυπνος, επιμελής και χαρισματικός, με άψογη συμπεριφορά. Χάρη σε ένα ειδικό πρόγραμμα μού είχε εξασφαλίσει μία υποτροφία για να συνεχίσω τις σπουδές μου. Έκλαιγε συγκινημένος και δέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη…

-Ναι, όμως, πώς ξαναγύρισες;

-Θυμάσαι την εκδρομή μας, εδώ στο τείχος;

-Ναι.

Ψέματα! Δεν την θυμόμουν.

-Έτρεχες ενθουσιασμένος κατά μήκος του και έλεγες πως όταν μεγαλώσεις θα γίνεις αρχαιολόγος για τη δόξα της Ελλάδας! Ήθελα, λοιπόν, τόσο πολύ να σου μοιάσω που το αποφάσισα κι εγώ την ίδια κιόλας στιγμή. Ίσως να μην μπορούσα να δοξάσω την Ελλάδα, έπρεπε, ωστόσο οπωσδήποτε να ρίξω τα τείχη.

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.