You are currently viewing Νίκος Τζώρτζης: ένα ποίημα

Νίκος Τζώρτζης: ένα ποίημα

Αθήνα, Α΄ Νεκροταφείο, 28 Φεβρουάριου 1943 και 22 Σεπτέμβριου 1971

Η ΠΟΜΠΗ

 

 (Παλαμάδες-Σεφέρηδες) «Τέλος κι αρχήν η μνήμη εδώ δεν έχει…»  ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

 

 

Η πομπή ξεκίνησε χρόνια ή αιώνες πριν, ποιος ξέρει,

βαδίζοντας συνεχώς για τον ίδιο πάντα σκοπό,     

σκυφτή, στους ίδιους δρόμους, της ίδιας πάντα πόλης

με τα παλιά σκαλισμένα μάρμαρα, τα φαιά στην όψη πια.

 

Η πομπή έφτασε πρωί στο σπίτι της οδού Περιάνδρου.

Εκεί την περίμενες, σαν σκεφτικός· σαν ανθισμένος

απ’ τα κλωνάρια της αμυγδαλιάς που σε σκέπαζαν.

Από ’κει σε σήκωσε ώμο τον ώμο, μέχρι που σ’ έφερε,

 

σ’ απόθεσε κάτω απ’ το ατενές βλέμμα των εικόνων

και κουλουριάστηκε γύρω σου – σπείρες αμέτρητες.

Φλεβάρης, κρύο κι o αέρας λιγοστός. Με το δελτίο.

Ίσα ίσα να αναπνεύσει κανείς, να αλλάξει δυο μισόλογα.

 

Λέξη για να πληρώσεις τον πορθμέα δε σ’ απέμεινε 

κι η πομπή συγκέντρωσε απ’ το υστέρημά της

όσες ανάσες έπρεπε για να ανακρούσει μία.                                 

Ένας έρανος οξυγόνου με κίνδυνο ασφυξίας  

 

για αυτή τη μια λέξη, τη μια απ’ τις λίγες άπεφθες                                  

που τόσα χρόνια δούλευες να δέσεις τιμαλφή.

Η πομπή λιγοψύχησε και για να μη σωριαστεί 

στηρίχτηκε σύσσωμη πάνω σου – θα το ’μαθες.

 

Ύστερα σ’ άφησε και συνέχισε πάλι σκυφτή,                  

τις μέρες εκείνες που το άλλο της πρόσωπο,

αυτό του πλήθους σε δρόμους και σε πλατείες

αρνήθηκε όσες εντολές οι Άλλοι τοιχοκόλλησαν,

 

κι οι Άλλοι το χτύπησαν, κι αυτό πάλι αρνήθηκε,

πάλι και πάλι, ως το μακρύ καλοκαίρι του τέλους.                        

Φθινόπωρο πια, ξανάδε παντού γαλανόλευκες

και πίστεψε – όσο κράτησε· πόσο κράτησε;

 

Πώς ξανάκουσε κλείστρα και ξανάδε ξένες στολές,         

και μισόκλειστα μάτια πίσω απ’ τα στόχαστρα;

Εκείνο το Δεκέμβρη γονάτισε στον Άγνωστο        

μόνο για ένα προσκύνημα. Και δεν ξανασηκώθηκε.

  

Συνέχισε να βαδίζει, αλλά στα γόνατα, τόσο που 

ξέχασε πια πως δεν ήταν όρθιο· τόσο που  

πίστεψε πως αυτό ήταν το δικό του ανάστημα· αυτό,      

για να χώρα σε διαδρόμους κι αίθουσες στρατοδικείων.             

 

(Στο Αλγέρι, την Ταγγέρη και μακριά στη Ντιεν Μπιεν Φου

άρχισαν σιγά σιγά να αλλάζουν δέρμα, ξεντύνονταν πια

το ψεύτικο λευκό που τους φορούσαν χρόνια – ενώ

το Πενταδάκτυλο έσφιγγε τις φάλαγγες του γροθιά.)

 

Η πομπή είδε Μάρτη, Κυριακή των εκτελέσεων,                         

σκιές παραταγμένες στους προβολείς των φορτηγών,

βαθιά χαράματα στο Γουδί, πίσω απ’ το «Σωτήρια»,

βαθιά χαράματα και στο Δαφνί, στην Αγιά Μαρίνα,

 

παραμονή γιορτής, Αύγουστο μήνα. Δε στάθηκε,

συνέχισε βουβή ως την επόμενη στροφή του χρόνου,

ώσπου αφουγκράστηκε ένα κάποιο απόηχο βημάτων 

κι είδε το σταθερό διασκελισμό, τ’ απαρέγκλιτα ίχνη· 

 

ίχνη του οδοιπόρου απ’ το Μαραθώνα προς τον βορρά.   

Η πομπή δεν άκουσε το τρίκυκλο απ’ την οδό Σπανδώνη,  

δεν είδε τον λοστό, την απόσταση να μικραίνει

– μα ένοιωσε το σώμα του μεμιάς να σωριάζεται.

 

Ο νευρώνας της ασφάλτου, από χιλιόμετρα μακριά,

έφερε ως τα πόδια της τη δόνηση της πτώσης του.

Δρασκέλισε παραπατώντας όσο της απέμενε

και μέσα Σεπτέμβρη πλέον το άλλο της πρόσωπο,

 

αυτό του μεγάλου πλήθους, ζωηρό και περιχαρές,

άκουσε τους γιορτινούς κανονιοβολισμούς

κι είδε εντός ανοικτής αμάξης με άσπρα άλογα

τη μεγάλη στολή του στρατάρχου να το χαιρετά,

 

είδε το νυφικό της, τις δυο κορόνες και τη στέψη.

Είδε το θαύμα. Ένα θαύμα μισό· ως τη μέση χρυσό

αδαμαντοκόλλητο  – και το υπόλοιπο: γύψος κι άχυρο.

Η πομπή πέρασε την άνοιξη και τον Απριλομάη,

 

μπήκε στον Ιούλη, γωνιά Σταδίου και Χρήστου Λαδά· 

εκεί κάπου τον είδε  – νέος κι ανένδοτος; ποιός ήταν; – ,

εκεί, πάνω σ’ έναν υπάκουο φωτεινό σηματοδότη,

που αναβόσβηνε αγόγγυστα στο ρυθμό του σφυγμού του·

 

έτσι ξαφνικά, γωνιά Σταδίου και Χρήστου Λαδά,

μες στη βοή και την αχλύ των δακρυγόνων.

Φεύγοντας τον άφησε ξαπλωμένο στον δρόμο

με τον φωτεινό σηματοδότη από πάνω του

 

να ανάβει σταθερά ένα υγρό κόκκινο  – ποιός ήταν;

Θα άκουγε το όνομά του συλλαβιστά. Τραγουδιστά. 

Κι ίσως για αυτό να πίστεψε πως δε θα το ξεχνούσε,

όπως τόσα άλλα, τόσες φορές, σε τόσου δρόμους.

 

Μα το κόκκινο ξεθωριάζει πάντα τόσο γρήγορα,

αφήνοντάς σου ένα ροζ αγνώστου προελεύσεως.

Φταίει το ιώδιο που ξεθωριάζει με τον ίδιο τρόπο,

προσφέροντάς μας, ίσως, μια ανέλπιστη δικαιολογία.     

 

Φταίει κι η εντός μας αναπαράσταση της πράξης·

σαν να μην έχει, λέει, συμβεί, μα σαν να ’χει γυριστεί

κι όταν θα ξαναπροβληθεί, όλοι εμείς πανέτοιμοι   

θα την ξαναδούμε σε μια οθόνη στο μπαλκόνι,     

 

καλοκαίρι όπως τότε, πίνοντας κάτι δροσιστικό,                              

αναπαυτικά, από μιαν απόσταση ασφαλείας

με μια μικρή δόση ανώδυνης αφελείας.

Ωστόσο πάντα καταγράφεται μια ημερομηνία:

 

Είκοσι μια του Αλωνάρη – που ήταν Θεριστής.

Η πομπή έφτασε το απόγευμα, γνώρισε το μέρος:

Μεταμόρφωση Σωτήρος στην Κυδαθηναίων·

σκονισμένα κυπαρίσσια και πικροδάφνες.

 

Η πομπή είδε τα στεφάνια, διάβασε τα ονόματα·

ανάμεσα τους κρατουμένων κι εκπατρισμένων.

Ένστολα μάτια σάρωναν τα πρόσωπα ένα γύρο.

Εκείνος σαν αμίλητος. Δεν ήξερε πολλά·

 

μόνο ότι: αυτός κόσμος ολοένα στενεύει

κι ότι η απάντηση στο αίνιγμα ήταν ο άνθρωπος.    

Πού ανήκε; Αν τον ρωτούσες, θα σου απαντούσε:

σ’ ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο.

 

Στο τέλος κάθε μέρας μονάχα αυτό του απέμενε:

Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο.

Η πομπή τον συνόδευσε αργά στην Αμαλίας,

τραγουδώντας μια παλιά ερωτική του Άρνηση     

 

– ήμερες λέξεις που μια μια γινόταν στο στόμα της

συλλαβές εκτάκτου ανάγκης με την οξύτητα κραυγής. 

Η πομπή τον πέρασε απ’ την Πύλη και τους Στύλους,                                                

τον απόθεσε κοντά σου και ξαναπήρε το δρόμο της.                                            

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

Ο αγώνας των Γάλλων στο Βιετνάμ ήταν βίαιος και σκληρός. Το 1946 ξέσπασε πόλεμος που το 1954 κατέληξε σε ταπεινωτική ήττα τους στην Ντιέν Μπιέν Φου.

Βίαιος ήταν ο αγώνας κατά των Γάλλων [και] στην Βόρεια Αφρική.

Άτλας της Παγκόσμιας Ιστορίας

Την 05:30 πρωινήν σήμερον εξετέλεσθη εις ένα παρά το Δαφνί χώρον ο κομμουνιστής ηγέτης Νίκος Πλουμπίδης.

Εφημερίδα Το Βήμα, 14 Αυγούστου 1954

Παρασκευή, 18 Σεπτεμβρίου 1964:  Οι γάμοι του βασιλιά Κωνσταντίνου με την πριγκίπισσα Άννα-Μαρία της Δανίας (…) Την έναρξη της μεγαλόπρεπης τελετής σηματοδοτούν κανονιοβολισμοί από το Λυκαβηττό. Δυο βασιλικές άμαξες (…)μεταφέρουν τους εστεμμένους (…)στη Μητρόπολη Αθηνών

Εφημερίδα Καθημερινή

Μια συμμαθήτρια της Χρύσας λέει πως άκουσε τον αξιωματικό, πάνω στο θωρακισμένο, να διατάζει τον πυροβολητή που σκόπευε με το κανονάκι των δακρυγόνων: «Κατέβασέ μου αυτόν τον ψηλό με το πράσινο(…) είχε  σκαρφαλώσει στο σηματοδότη της διασταύρωσης Σταδίου και Λαδά κι απ’ εκεί πάνω φώναζε συνθήματα, τώρα πάει. (…)Τον πήγαν στο Νεκροτομείο.

Στρατής Τσίρκας: « Η χαμένη Άνοιξη»

Βιογραφικό σημείωμα:

Ο Νίκος Ι. Τζώρτζης κατάγεται από το χωριό Κριτσά. Γεννήθηκε το 1966 στον παρακείμενο Άγιο Νικόλαο Λασιθίου Κρήτης, όπου κατοικεί και εργάζεται. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές (Γαβριηλίδης), η τελευταία τιτλοφορείται: Αναψηλάφηση.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.