You are currently viewing ΝΕΛΛΗ ΣΕΛΗΝΙΑΔΟΥ:  Hans Fallada «Μόνος στο Βερολίνο»,  Μετάφραση: Άντζη Σαλτάμπαση εκδόσεις Πόλις

ΝΕΛΛΗ ΣΕΛΗΝΙΑΔΟΥ:  Hans Fallada «Μόνος στο Βερολίνο»,  Μετάφραση: Άντζη Σαλτάμπαση εκδόσεις Πόλις

 Ένα φως αχνοφέγγει κάτω, βαθιά μες την καρδιά του σκότους.

Το βιβλίο, που ο πραγματικός και αρχικός του τίτλος είναι «Κάθε άνθρωπος πεθαίνει μόνος», έχει δεχτεί, από τότε που εκδόθηκε, τόσο εδώ, όσο και στο εξωτερικό, άπειρες λιγότερο ή περισσότερο ενθουσιώδεις κριτικές.

Βρισκόμαστε στην καρδιά της Χιτλερικής Γερμανίας, με τον στρατό της σταλμένο να μάχεται και να πεθαίνει στα διάφορα μέτωπα που κάθε τόσο ανοίγει η στρατιωτική ηγεσία των Ναζί, ενώ στο Βερολίνο, στα μετόπισθεν, ένας ολόκληρος λαός βιώνει τις πολιτικές προεκτάσεις του Ναζισμού˙  Ζει προς το παρόν ειρηνικά, μια κι ο πόλεμος δεν έχει μεταφερθεί ακόμα μέσα στις πόλεις και στα σπίτια του, αλλά ο φόβος, «ο τρόμος και η αθλιότητα του Γ΄ Ράϊχ» έχουν διαλύσει και αλλοτριώσει περαιτέρω τις ήδη χαλαρές δομές του κοινωνικού ιστού. Από τη μια η ηγεσία με τις κυρίαρχες υποομάδες αλωνίζουν την πόλη κάτω απ’ το πνεύμα του «τότε οι άλλοι θα αιμορραγούν κι εμείς θα είμαστε οι κυρίαρχοι του κόσμου», κι από την άλλη, οι απλοί πολίτες που, κάτω απ’ τα προστάγματα και τις αξίες της Προτεσταντικής ηθικής, θέλουν πάνω απ’ όλα την ησυχία τους, σκέφτονται ότι μερικές φορές είναι καλύτερα να μην τα ξέρεις όλα όσα γίνονται γύρω σου, κι ότι το βασικό δόγμα που οφείλει να διέπει τη ζωή τους είναι «να κάνουν καλά τη δουλειά τους και να μην είναι σπάταλοι».

Ένα τέτοιο ζευγάρι, ποτισμένο με τις προτεσταντικές αξίες, είναι και το πρωταγωνιστικό του βιβλίου, ο Όττο και η Άννα Κβάγκελ, ήρωες βασισμένοι σε αληθινά πρόσωπα που έζησαν, έδρασαν και μαρτύρησαν στην Ναζιστική Γερμανία, τους Όττο και Ελίζ Χάμπελ. Ο Φάλλαντα μετά τον πόλεμο είχε πρόσβαση στα αρχεία και τους φακέλους της Γκεστάπο, και βρήκε την ιστορία αυτού του μεσόκοπου, εργατικού ζευγαριού, που, μαθαίνοντας ότι χάθηκε στο μέτωπο ο αδελφός της γυναίκας (στο βιβλίο σκοτώνεται ο γιός τους ο μικρός Όττο), αρχίζουν την αντιστασιακή τους δράση γράφοντας κάρτες με αντικαθεστωτικά και εμπρηστικά μηνύματα κατά του καθεστώτος των Ναζί, και κάποια στιγμή, από λάθη και κακοτυχία, συλλαμβάνονται, ανακρίνονται, φυλακίζονται, βασανίζονται, και τελικά εκτελούνται.

Ο Φάλλαντα αναλύει με αφοπλιστικές λεπτομέρειες αυτόν τον καμβά της εξαθλίωσης και του τρόμου που διακατείχε τις μάζες, τον λαό στην καθημερινή του ζωή και τις δραστηριότητές του, παρουσιάζοντας τους ενοίκους της πολυκατοικίας που διαμένουν οι Κβάγκελ. Οι άνθρωποι αυτοί παρουσιάζονται σαν μια πανοραμική μικρογραφία της Κοινωνίας. Η γριά Εβραία που μένει απομονωμένη σ’ ένα σπίτι γεμάτο από τα πράγματα και τα εμπορεύματα του μαγαζιού που είχε με τον άντρα της, τον οποίο έχουν συλλάβει οι Ναζί εδώ και καιρό και δεν ξέρει αν ζει καν και που βρίσκεται, η οικογένεια Περζίκε, θρασύδειλοι, οπορτουνιστές, στελέχη των Ες Ες οι μεγαλύτεροι στην ηλικία και της Χιτλερικής Νεολαίας ο έφηβος Μπαλντούρ, που δράττονται των ευκαιριών που προσφέρει η νέα πολιτική κατάσταση, και γίνονται τυραννικοί κι αρπακτικοί ακόμα και μεταξύ τους, ο Μπόρκχάουζεν, μικροκακοποιός κι αυτός, μικροαπατεώνας, και τρόφιμος των γραφείων ιπποδρομιακών στοιχημάτων, με γυναίκα που ασκεί το επάγγελμα της πόρνης, και τέσσερα παιδιά αγνώστων πατέρων, ο δικαστής Φρομ, ένας ήσυχος και χαμηλών τόνων άνθρωπος, που προσπαθεί να μένει αμέτοχος και να μην καταλαβαίνει τι γίνεται γύρω του, κοιμώμενος κατά τη διάρκεια της ημέρας, και ζώντας σιωπηλά με τα βιβλία του μέσα στη νύχτα. Παρ’ όλα αυτά, είναι αυτός που θα κρύψει για λίγο τη γηραιά Εβραία ένοικο όταν θα κινδυνέψει, και θα προμηθέψει με αμπούλες υδροκυανίου το ζεύγος Κβάγκελ, ενόσω είναι στην φυλακή περιμένοντας την εκτέλεση, δίνοντάς τους έτσι τη μοναδική κίνηση πρωτοβουλίας κι ελευθερίας που τους είχε μείνει: να διαλέξουν αυτοί τον τρόπο και τον χρόνο του δικού τους θανάτου, αν το θελήσουν. Σ’ αυτή την πολυκατοικία διαμένουν βέβαια, ανάμεσα στους παραπάνω ενοίκους κι ο εργοδηγός Όττο Κβάγκελ κι η γυναίκα του Άννα. Η ησυχία και η μη συμμετοχή τους σε οτιδήποτε δεν αποτελεί τα καθημερινά τους καθήκοντα, τους καθιστά υπόδειγμα πολιτών, φιγούρες του «καθενός», με πρόσθετες αρετές, ότι θεωρούνται γέροι, ασήμαντοι, αμίλητοι και βλάκες που δεν καταλαβαίνουν και πολλά απ’ όσα συμβαίνουν γύρω τους.

Όλα τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Η δράση τους, η μικρή αλλά ουσιώδης αντίστασή τους, και περαιτέρω η απήχηση που είχε το βιβλίο του Φάλλαντα ως κομβικό και ως τοιχογραφία μιας ολόκληρης εποχής και οι έπαινοι της κριτικής που το ακολουθούν έκτοτε. Θα ήταν ανούσιο και άνευ λόγου να επισημάνουμε κι εμείς τα ίδια στοιχεία και σημεία που μας ενθουσιάσανε, μας γοητεύσανε και μας συγκινήσανε. Θα ήθελα ωστόσο να σταθώ και να επισημάνω κάτι το οποίο συνήθως παραλείπεται ή δεν του δίνεται η πρέπουσα σημασία. ‘Όταν τέλειωσα τη δεύτερη ανάγνωση του βιβλίου στάθηκα στον τίτλο, καθώς και στον καμβά πάνω στον οποίο χτίστηκε η ιστορία, καθώς και στον Κοινωνικό καμβά πάνω στον οποίο πάτησε η Ιστορία, κι αυτό μπορεί ν’ αποτυπωθεί σε μια μόνο λέξη που ταυτόχρονα είναι και μια ανθρώπινη κατάσταση. Η λέξη ΜΟΝΟΣ, η κατάσταση της απουσίας της ανθρωπιάς, της αλληλεγγύης, της συνύπαρξης που δημιουργεί αυτή την αφόρητη μοναξιά των ηρώων, μα κυρίως του Όττο, καθώς και η σκιαγράφηση της σημασίας της αντιστασιακής του δράσης μέσα στα αφόρητα στενά πλαίσια της προτεσταντικής μοναξιάς. Ο Όττο ζει απομονωμένος από τους ανθρώπους, λιγόλογος, με το ζόρι απευθύνει λίγες κουβέντες στη γυναίκα του την Άννα, κι αυτή του η σιωπή θεωρείται απόλυτη αρετή, δείγμα σοβαρότητας και υπευθυνότητας. Ο Όττο δεν μιλάει, και πάντα κοιτάει τη δουλειά του, μέσα στα πλαίσια που του έχει προκαθορίσει η Κοινωνία μέσα στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε. Κι εκείνος ανταποκρίνεται απόλυτα σ’ αυτή τη συμφωνία θαρρείς που έχει γίνει εν αγνοία του. Αυτός ο κοινωνικός καμβάς πάνω στον οποίο χτίστηκε μια ανοχή που επέτρεψε στο Ναζιστικό καθεστώς να υπάρξει και να γιγαντωθεί, όταν το καθεστώς πια έχει εδραιωθεί η σιωπή γίνεται παγίδα απόλυτη, επικίνδυνη, φονική. Τώρα, αν μιλήσεις, ο καθένας που επιτηρεί κάθε σου κίνηση μπορεί να σε καταδώσει. Τώρα που το προτεσταντικό «ο καθένας μονάχος για τον εαυτό του», μετατρέπεται σε «ο καθένας μπορεί να γίνει-σε μια χρήση αναχρονιστική της Σαρτρικής ρήσης-η Κόλαση του άλλου, οι Κβάγκελ, και κυρίως ο Όττο, νοιώθουν πιο μόνοι παρά ποτέ. Η μοναξιά τους εντείνεται από την απόκρυψη του μυστικού σκοπού τους, από την αραίωση της συναναστροφής με τους συγγενείς τους, αλλά και από την αποτυχία της αποστολής τους, αφού από τις διακόσιες είκοσι κάρτες και τα δεκαεπτά γράμματα που έγραψαν και μοίρασαν στους συμπολίτες τους σε μια προσπάθεια αφύπνισής τους, μονάχα οι δέκα κάρτες και ένα γράμμα δεν κατέληξαν αμέσως στα γραφεία της Γκεστάπο από τρομοκρατημένους πολίτες. Υπήρξε βέβαια η Τρούντελ (η πρώην αρραβωνιαστικιά του σκοτωμένου πλέον γιού τους) που δεν τους προδίδει όταν συμπτωματικά πιάνει τον Όττο τη στιγμή που έχοντας μόλις ρίξει μια κάρτα σ’ ένα κτίριο με γραφεία κατηγορείται από έναν πολίτη γι’ αυτό. Υπάρχει και ο δικαστής Φρομ με τις ενέργειές του στις οποίες αναφερθήκαμε παραπάνω. Ο Φάλλαντα όμως δείχνει ότι αυτές οι μικρές, απομονωμένες εστίες φωτός υπάρχουν για να τονίζουν εντονότερα το καθολικό, ηθικό σκοτάδι που έχει πέσει. Γιατί η ηθική κατάπτωση, η αποξένωση, η απανθρωπιά, η αποκτήνωση είναι το καταλληλότερο έδαφος πάνω στο οποίο ανθίζουν καθεστώτα τρόμου όπως το Ναζιστικό. Ένας κριτικός αποκάλεσε το κλίμα της εποχής «άβουλο χώμα κακής σποράς». Ο Φάλλαντα, είναι φανερό πως είχε εμμονή με το θέμα της απόλυτης μοναξιάς μέσα στην οποία βρίσκεται ο άνθρωπος ειδικά σε δύσκολες εποχές οικονομικής κρίσης, πολέμου, ολοκληρωτικών καθεστώτων, καταπίεσης. Σε ένα άλλο βιβλίο του που προηγήθηκε του «Μόνος στο Βερολίνο», αναφέρεται στη ίδια εποχή κι έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Λύκος ανάμεσα στους λύκους», περιγράφει μία σκηνή, όπου μία νεαρή κοπέλα, εξαθλιωμένη και πεινασμένη, στέκεται ημίγυμνη έξω από την είσοδο της μικρής πανσιόν, απ’ όπου μόλις έχει εκδιωχθεί διότι δεν είχε να πληρώσει το νοίκι, περιμένοντας μάταια τον φίλο της που έχει πάει να πουλήσει τα ρούχα και τα εσώρουχά της στο κοντινότερο ενεχυροδανειστήριο: “Περνούσανε από μπροστά της βιαστικά μην τυχόν και μια κουβέντα παρακλητική φτάσει τις καρδιές τους και τους συγκινήσει και δώσουν κάτι μια μικρή δωρεά που δεν θα έπρεπε να δώσουν. Γιατί τα ίδια προβλήματα τους περίμεναν όλους τους στο σπίτι. Ποιος ξέρει πότε η γυναίκα μου, η κόρη μου, η φίλη μου θα στέκεται εκεί, στην αρχή στη σκιά της πόρτας και μετά μέσα στο φως μέρα μεσημέρι; Εάν βιαστείς τώρα και δεν δεις τίποτα, κανένας ψίθυρος δεν θα φτάσει τ’ αυτιά σου. Είσαι μόνος, είμαι μόνος, πεθαίνουμε μόνοι- έτσι λοιπόν ας κοιτάξει ο καθένας τον εαυτό του»

Όσο προχωράει η πλοκή και κυρίως μετά τη σύλληψή τους, η μοναξιά τους κορυφώνεται μέχρι του σημείου να προειδοποιήσει ο Όττο την Άννα «Κοίταξε Άννα, μόνοι μας θα πεθάνουμε». Δεν είναι τυχαίο που κορυφαίες στιγμές σ’ αυτή την κάθοδο στον Άδη είναι αυτές όπου οι δυο τους αντλούν ελπίδα και κουράγιο ότι μπορεί να μην είναι και τελείως μόνοι, από την μεταξύ τους συνάντηση στο δικαστήριο, από την συνύπαρξη του Όττο στο κελί της φυλακής του με τον καθηγητή Ράϊνχαρντ, από τη βοήθεια που παίρνουν από τον «καλό πάστορα». Αυτές οι πινελιές συνύπαρξης και ανθρωπιάς δίνουν μια ανάσα στο ζοφερό κόσμο του βιβλίου. Η βασανιστική συνειδητοποίηση της γύρω του κατάστασης από τον μονόχνωτο και μονοκόμματο Όττο σπάνε αυτό τον φαύλο κύκλο της υποταγής, της προδοσίας και του τρόμου σε μια κοινωνία κι ένα καθεστώς στις οποίες η επικρατούσα ιδέα είναι ότι «ο λαός είναι το πρόβλημα. Επιβράβευση και τιμωρία: η πεμπτουσία της σωστής διακυβέρνησης»

Το καθεστώς κι ο τρόμος εκείνης της εποχής πέρασαν, μαζί κι οι άνθρωποι που τα εξέθρεψαν. Μόνο σ’ έναν φάκελο των αρχείων της Γκεστάπο μείνανε για πάντα οι κάρτες των Κβάγκελ/Χάμπελ να μας θυμίζουν πως κανένας αγώνας και κανενός δεν πάει χαμένος, έστω κι αν συμβαίνει μέσα στην καθολική σιωπή και μοναξιά, όπου ο καθημερινός άνθρωπος με τη μικρή του πράξη αντίστασης, καταλήγει να πεθαίνει μόνος μέσα στην γενική ηθική αποσάθρωση.

 

Βιογραφικό σημείωμα

O Χανς Φάλαντα (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Rudolf Ditzen) γεννήθηκε το 1893 στο Γκράιφσβαλντ και πέθανε το 1947 στο Βερολίνο. Άσκησε διάφορα επαγγέλματα (τοπογράφος, λογιστής, νυχτοφύλακας, έμπορος δημητριακών και διαφημιστής). Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εργάστηκε ως μεταφραστής και δημοσιογράφος. Επηρεασμένος αρχικά από τον εξπρεσιονισμό, εμφανίζεται στα γράμματα το 1920 με το μυθιστόρημά του “Der junge Goedeschal”. To 1926 καλύπτει ως δημοσιογράφος την περίφημη δίκη της εξέγερσης των αγροτών στο Neumunster. Από το πρακτικά της δίκης αυτής είναι εμπνευσμένο το μυθιστόρημά του “Bauern, Boyren und Bowbe”· Ο Φάλαντα προσχωρεί στο καλλιτεχνικό κίνημα “Νέα Αντικειμενικότητα” και ασπάζεται τον κοινωνικό νατουραλισμό με τη συνειδητή χρήση του απλού ύφους. Το 1932 κυκλοφορεί το μυθιστόρημά του “Kleiner Mann – was nun?” (αγγλ. έκδ. “Little Man, What Now?”), το οποίο περιγράφει την καθημερινή ζωή των προλεταριοποιημένων μικροαστών. Με το βιβλίο αυτό ο Φάλαντα αποκτά παγκόσμια φήμη. Αγοράζει τότε ένα αγρόκτημα στο Μέκλεμπουργκ και ασχολείται με την καλλιέργειά του. Ακολουθούν δώδεκα περίπου μυθιστορήματα και ένα βιβλίο με αυτοβιογραφικές αναμνήσεις. Ξεχωρίζουν το “Wolf unter Wolfen” (1932), μια ακριβής σκιαγράφηση του κοινωνικού χάους κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, το “Wer einmal aus dem Blechnapf frisst?” (1934) και το “Der eiserne Gustav” (1938), μυθιστόρημα-ποταμός, μια τοιχογραφία της ζωής στο Βερολίνο από το 1914 έως το 1924, μια σκοτεινή και σκληρή περιγραφή της παρακμής και σταδιακής εξαθλίωσης των μικροαστικών στρωμάτων. Ο Φάλαντα εγκαταλείπει το αγρόκτημά του και εγκαθίσταται στο Βερολίνο, όπου τον Φεβρουάριο του 1947 πεθαίνει από υπερβολική δόση υπνωτικών, έχοντας ολοκληρώσει το μυθιστόρημα “Μόνος στο Βερολίνο” (“Jeder stirbt fur sich allein”, αγγλ. μτφρ. “Every Man Dies Alone”). Ο Χανς Φάλαντα παρέμεινε δημοφιλής συγγραφέας στη Γερμανία και μετά το θάνατό του, ωστόσο ορισμένα από τα ανέκδοτα έργα του θεωρείται ότι χάθηκαν ή πουλήθηκαν, εν μέρει εξαιτίας της αμέλειας και εν μέρει εξαιτίας του εθισμού στα ναρκωτικά της δεύτερης γυναίκας και μοναδικής κληρονόμου του, Ulla Losch. Η ανάδυση του σημαντικού αυτού συγγραφέα από τη λήθη έγινε το 2009, όταν ο αμερικανικός εκδοτικός οίκος Melville House Publishing εξέδωσε και πάλι στα αγγλικά τα βιβλία του “Little Man, What Now?”, “The Drinker” και “Every Man Dies Alone”, που γνώρισαν, στη συνέχεια, μεταφράσεις σε πολλές γλώσσες.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.