You are currently viewing «Ξαναδιαβάζοντας αλλιώς: Βασίλη Ζιώγα, Το Μπουκάλι»

«Ξαναδιαβάζοντας αλλιώς: Βασίλη Ζιώγα, Το Μπουκάλι»

Βασίλης Ζιώγας, «Το Μπουκάλι»,
Εκδόσεις Ερμής, Αθήνα
1η Έκδοση 1979

Ένα μήνυμα Ελευθερίας.

Η Επέτειος της 25ης Μαρτίου που πλησιάζει αλλά και μια προσωπική “επέτειος” είναι δύο λόγοι από τους πολλούς για την  παρουσίαση αυτού του έργου από την στήλη.  Εξάλλου, κατά την άποψή μου, το συγκεκριμένο έργο είναι διαχρονικό και κάθε στιγμή σύγχρονο:
Πριν 30 χρόνια ακριβώς, μαθήτρια της Α’ λυκείου τότε, ερμήνευσα  έναν από τους ρόλους του, την “Παρθένο”, στη σκηνή του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Κερατσινίου, σε μια ερασιτεχνική – καθόλου «πρόχειρη» ωστόσο – παράσταση.

Για μένα το έργο αυτό υπήρξε σταθμός γιατί με είχε ήδη αγγίξει το βαθύτερο νόημά του.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, το είχα πάντα στο νου μου. Έτυχε δε να γνωρίσω την κόρη του συγγραφέα, Ελένη Ζιώγα, αλλά και να συνδεθώ με την Παυλίνα Παμπούδη, τη σύζυγό του, με την οποία η φιλία και η συνεργασία μας οδήγησαν συχνά σε συζητήσεις και, βέβαια, στην ανταλλαγή πολλών σκέψεων για το έργο του.

«Αιρετική» μορφή του νεοελληνικού θεάτρου, o Βασίλης Ζιώγας, έχει χαρακτηρισθεί και ως «ο ποιητικότερος συγγραφέας της νέας ελληνικής δραματουργίας». Η γραφή του συνδυάζει την ποιητική διάσταση με το πικρό χιούμορ και τον κυνισμό και, χωρίς να μπορεί να αναχθεί σε συγκεκριμένα λογοτεχνικά πρότυπα, ελληνικά ή ευρωπαϊκά, συνδυάζει δημιουργικές επιρροές από τον υπερρεαλισμό, την ψυχανάλυση, το αρχαίο δράμα και την ελληνική λαϊκή παράδοση.

«Το Μπουκάλι:Πολιορκία και Έξοδος» γράφτηκε το 1973 και πρωτοπαρουσιάστηκε στη σκηνή, από την ομάδα του ίδιου του συγγραφέα, το 1979. Διαδραματίζεται στο Μεσολόγγι λίγες ώρες πριν και μετά την Έξοδο. Χρησιμοποιώντας την αλληγορία, πραγματεύεται μέσα από μια σύγχρονη πολιτική, κοινωνική, φιλοσοφική διάσταση, το ιστορικό γεγονός της πολιορκίας του Μεσολογγίου και ασκεί κριτική στην Επανάσταση και την εξέλιξή της, με προέκταση στο σήμερα.
Τα πρόσωπα του έργου είναι ο Γιαν και ο Γιάνκι, δύο Πολωνοί “φιλέλληνες” – οι οποίοι κατέφυγαν για προσωπικούς λόγους, όπως φαίνεται, στην επαναστατημένη Ελλάδα και εγκλωβίστηκαν στο Μεσολόγγι που πολιορκείται – ο Αγωνιστής, ο Νότης Μπότσαρης, ο Σημαιοφόρος, η Παρθένος που είδε το όνειρο, ο Γέρος, ο Τούρκος βιαστής, το Παιδί, ο Τούρκος παιδοκτόνος, τα Γυναικόπαιδα, οι Αρματωλοί και δύο Άγγελοι- ταχυδρόμοι.

Στο πρώτο μέρος του έργου οι δύο Πολωνοί βρίσκονται σε μια τάπια του Μεσολογγίου τραυματισμένοι μαζί με τον Αγωνιστή ο οποίος είναι βαριά λαβωμένος στο κεφάλι. Τους παρακολουθούμε να μαγειρεύουν αρμυρίκια – την μοναδική τους τροφή – ένα είδος παραθαλάσσιου χόρτου με το οποίο ξεγελούσαν τη πείνα τους οι πολιορκημένοι. Τα αρμυρίκια όμως έφερναν παραισθήσεις και παράλυση των άκρων στην αρχή, ενώ στο τέλος προκαλούσαν το θάνατο. Γι’ αυτό και είχαν απαγορευθεί.
Ο Γιαν και ο Γιάνκι, μη μπορώντας να περπατήσουν λόγω της επίδρασης των χόρτων, μετακινούνται έρποντας στο χώμα. Καθώς περιμένουν να βράσουν τα αρμυρίκια, κι ενώ δίπλα τους σκάνε οι μπάλες από τα κανόνια των Τούρκων, συζητούν μεταξύ τους για διάφορα θέματα και, βέβαια, σχετικά με τον αγώνα και την ελευθερία. Ο μεν Γιαν, ρεαλιστής και προσγειωμένος, παίρνει τα πράγματα όπως έρχονται, ο δε Γιάνκι, σκεπτικιστής, θέτει στον Γιαν τα υπαρξιακά του ερωτήματα και αντιμετωπίζεται από αυτόν με τρόπο μάλλον “αριστοφανικό”. Αντιδρώντας, δηλώνει πως βρέθηκε στο Μεσολόγγι προκειμένου να υπερασπιστεί το ιδεώδες της Ελευθερίας. Ο λαβωμένος Αγωνιστής παίρνει μέρος στη συζήτηση και αποφαίνεται πως για έναν άντρα είναι τιμή η πίστη στην ιδεολογία του.
Κάποια στιγμή ο Γιάνκι αντιλαμβάνεται πως βρίσκονται “κλεισμένοι μέσα σ’ ένα μπουκάλι απ’ το οποίο λείπει η τάπα”. Ο Γιαν δυσπιστεί. Έξω από το μπουκάλι αρχίζει η Έξοδος.
Στο δεύτερο μέρος ο Γιαν, ο Γιάνκι και ο Αγωνιστής, κλεισμένοι στο Μπουκάλι, μοιάζουν να μην αντιλαμβάνονται την τραγωδία που εκτυλίσσεται, αγνοούν ό,τι συμβαίνει γύρω τους (αποκεφαλισμοί, βιασμοί γυναικών, σφαγές, δολοφονίες μικρών παιδιών), δεν συμμετέχουν, δεν αντιδρούν… Όταν σταματά η δράση “έξω” αρχίζει η συζήτηση ανάμεσα στους τρεις έγκλειστους για το πού βρίσκονται. Κατά διαστήματα, σηκώνεται κάποιος από τους νεκρούς που κείτονται γύρω από το Μπουκάλι, και αφηγείται την προσωπική ιστορία του.

Οι εγκλωβισμένοι ήρωες, συνειδητοποιώντας την κατάστασή τους αρχίζουν να συγκρούονται μεταξύ τους. Οι ιδέες, οι χαρακτήρες αλλά και οι αντοχές τους βρίσκονται σε αντιπαράθεση. Η συγκρουσιακή κατάσταση επιτείνεται καθώς όσο μιλούν για το πώς και αν μπορούν να βγουν από το μπουκάλι, κατ’ επέκταση για την ελευθερία τους, ανοίγει η τάπα του μπουκαλιού κι ένας άγγελος-ταχυδρόμος ρίχνει μέσα τρία καρότα. Ξεγελάνε την πείνα τους αλλά συνεχίζουν τη συζήτηση. Ο Γιαν, λόγω των καρότων αλλά και της αδιαφορίας του, μοιάζει να παραδίνεται ευκολότερα στην κατάσταση εγκλεισμού, αφού αυτή δεν φαίνεται να αλλάζει. Ο Αγωνιστής έχει μέσα του μια “καθαρή” ιδέα για την ελευθερία, ωστόσο δεν φαίνεται να επιθυμεί να βγει από το μπουκάλι, αντιθέτως, συμβουλεύει και τους άλλους δύο να περιμένουν να ξεκαθαρίσει το κεφάλι τους και τα πράγματα, αφού “εγίνηκε φονικό μεγάλο”. Ο Γιάνκι όμως, που συνεχίζει να μιλά για την έξοδο και την ελευθερία, “τροφοδοτείται” από τον αόρατο πάροχο με ψητό κρέας και γλυκό.
Στη διάρκεια αυτών των γεγονότων εμφανίζεται μια Παρθένος, βιασμένη, με τον ένα μαστό γυμνό, και αφηγείται το όνειρο που είδε με τον Άγιο Νικόλαο να της δίνει ένα μήνυμα για τους πολιορκημένους. Σύντομα σηκώνεται και ο σκοτωμένος Τούρκος βιαστής της. Της μιλάει για έρωτα και αγάπη ενώ η κοπέλα τού πετάει κατάμουτρα την άρνησ
η και την ντροπή της. Το μόνο πράγμα που τους ενώνει είναι ο θάνατος, που οδηγεί στην καταδίκη ενός ανεκπλήρωτου έρωτα τον “παραβάτη” Τούρκο και δικαιώνει την Παρθένο για την επιλογή της αντίστασης και της ελευθερίας.
Το επόμενο από τα νεκρά πρόσωπα που σηκώνεται να μιλήσει είναι  ένας γέρος που κρατά την κομμένη κεφαλή του. Όπως ο ίδιος λέει, ήταν μέλος της επιτροπής που πήγε στο Ανάπλι ζητώντας βοήθεια και έλαβε μόνο υποσχέσεις…
Την αδιαφορία των υπόλοιπων Ελλήνων για την τύχη του Μεσολογγίου, καθώς και την ιδιοτέλεια των αρμοδίων και την  εκμετάλλευση αυτών που κατάφεραν να φτάσουν ζωντανοί στη Δερβέκιστα, καταγγέλλει με την σειρά του ο Σημαιοφόρος.


Όταν οι νεκροί σωπαίνουν, οι εγκλωβισμένοι συνεχίζουν τη συζήτηση, που πλέον επικεντρώνεται στο γεγονός πως μόνο ο Γιαν παίρνει καρότα, ο Αγωνιστής τίποτα και ο Γιάνκι ανταμείβεται με… λιχουδιές! Απ’ ό,τι φαίνεται ο Αγωνιστής και ο Γιάνκι κατανοούν τις αιτίες γι’ αυτό, ή καθένας το ερμηνεύει με το δικό του σκεπτικό. Όταν ο Γιάνκι δηλώνει πως σκέφτεται να κάνει μια “πειραματική επανάσταση” ο Καρανάσος, ο Αγωνιστής δηλαδή, τον ειρωνεύεται και, καθώς αυτός αναλύει τη σκέψη του και λέει πως δεν χάνουν κάτι αν πειραματιστούν, εμφανίζονται δύο Άγγελοι- ταχυδρόμοι που ξεδιπλώνουν πάνω από το μπουκάλι ένα πανό. Είναι ένα ατομικό μανιτάρι. Τότε σηκώνεται και το μαχαιρωμένο Παιδί που αναφέρεται στον θάνατο των γονιών του για τη λευτεριά που πόθησαν και, σαν να βλέπει μακριά στο μέλλον, επαναλαμβάνει “κι ακόμη χάνονται κι ακόμη χάνονται…”. Βλέπει μια άλλη, επικείμενη, και μεγαλύτερη σε έκταση τραγωδία να έρχεται, ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα.

Ο Ζιώγας στο “Μπουκάλι”, χρησιμοποιώντας αυτό το συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο, προβάλλει την τραγική μοίρα των ανθρώπων, που ορφανεμένοι από κάθε ελπίδα και βοήθεια, ακροβατούν στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου: όσοι επιβιώνουν παγιδεύονται και αντιμετωπίζουν, μετά την έξοδο, την προδοσία του Αγώνα.
Ασκεί οξεία, επιθετική κριτική απέναντι στην ιδιοτελή τακτική που ακολουθήθηκε κατά τη διάρκεια της Πολιορκίας του Μεσολογγίου: οι συγκρούσεις των πολιτικών συμφερόντων δεν επέτρεψαν την αποστολή έγκαιρης και ουσιαστικής βοήθειας προς τους Μεσολογγίτες. Ο Κουντουριώτης και οι πολιτικοί ήταν απασχολημένοι με τις προετοιμασίες της Γ’ Εθνοσυνέλευσης. Κάθε προσπάθεια ενίσχυσης των αποκλεισμένων Μεσολογγιτών απέβη άκαρπη. Ακόμη κι ο Καραϊσκάκης δεν κατάφερε να υποστηρίξει την Έξοδο γιατί, όταν δόθηκε το σύνθημα, έγινε αντιληπτό από τον Ιμπραήμ που επέσπευσε την επίθεση. Άλλος κανείς δεν πρόστρεξε σε βοήθεια των Πολιορκημένων οι οποίοι έγραφαν προς τους οπλαρχηγούς στο στρατόπεδο της Δερβέκιστας απελπισμένοι: «Εάν δεν κινηθήτε να όψεσθε, να όψεσθε, να όψεσθε».
Είναι ενδεικτική η σκηνή όπου εμφανίζεται ο Μπότσαρης για να ανακοινώσει το σχέδιο της Εξόδου στις γυναίκες, κι αυτές αντιδρούν. Όταν τους λέει πως ο αγώνας τους γίνεται για τη Λευτεριά, μια γυναίκα διαμαρτύρεται για την κοροϊδία ενώ μια άλλη του λέει: “…θα στο πω λοιπόν. Της επανάστασης της λείπει η σύμπνοια στρατηγέ. Ο ένας Έλληνας εχθρεύεται τον άλλον.”
Στηλιτεύει ο Ζιώγας τους Έλληνες για την συμφεροντολογική και απάνθρωπη συμπεριφορά τους. Η Λευτεριά για κάποιους ήταν όραμα και ιδέα, για κάποιους άλλους όμως ήταν μια καλή επιχείρηση μέσω της οποίας μπορούσαν να αποκτήσουν πλούτο. Αυτό συνέβη στη Δερβέκιστα, όπου κατέλυσαν οι τσακισμένοι Μεσολογγίτες! Στηλιτεύει, επίσης, το κυριότερο μειονέκτημα του έθνους μας, τον ατομικισμό που οδηγεί στη διχόνοια. Αφήνει να εννοηθεί πως μόνο η σύμπνοια του κοινωνικού συνόλου θα βοηθήσει να έρθει κάποτε η συνειδητοποίηση για την αναγκαιότητα της αλληλεγγύης που θα οδηγήσει στην πρόοδο της ανθρωπότητας. Αυτός είναι και ο σκοπός του Ποιητή, όπως λέει κι ο ίδιος:
«Ο ποιητής εργάζεται για την καλυτέρευση του κοινωνικού Όλου. Εκεί προσβλέπει, από εκεί αισθάνεται να προέρχεται η αδικία της άγνοιας και του αναίτιου του θανάτου. Προς τα κει σκοπεύει, για να διορθώσει τους όρους της ανθρώπινης ύπαρξης και να τους κάνει πιο δίκαιους.»
Για τον Ζιώγα η κοινωνική αφύπνιση είναι αυτό που απαιτείται προκειμένου να υπάρξει και ιδεολογική αφύπνιση. Η απουσία αυτών είναι μια βασική αιτία της ανθρώπινης τραγωδίας. Το “εγώ” όταν γίνεται αυτοσκοπός οδηγείται στην Ύβρη και, κατά συνέπεια, στη Νέμεση ώστε να αποκατασταθεί η διασαλευθείσα τάξη του σύμπαντος. Ο άνθρωπος άλλωστε δεν μπορεί να νοηθεί ξεχωριστά από το Σύμπαν και τις μυστικές Δυνάμεις που το κυβερνούν. Στο “Μπουκάλι” αυτό είναι ολοφάνερο. Εκεί που δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τους νεκρούς από τους ζωντανούς καθώς τελικά είναι καθαρά ζήτημα ποιότητας επιλογών η αληθινή ζωή. “Ζωντανοί” παραμένουν αυτοί που θυσιάστηκαν για έναν ορισμένο σκοπό. Αυτή η θυσία έχει πρώτα πηγάσει από μέσα τους. Λέει ο συγγραφέας: «Στο “Μπουκάλι” ο ιστορικός χώρος και χρόνος είναι το Μεσολόγγι και η Έξοδος. Ο εσωτερικός χρόνος είναι η αιωνιότητα και ο εσωτερικός χώρος η ελευθερία στην εννοιολογική ολότητά της. Η τραγωδία δεν λειτουργεί στο δραματικό επίπεδο. Κρυμμένη στην υπαρξιακή αγωνία για τη ζωή και τον θάνατο, για το νόημα και τη διαχρονική αξία της συνείδησης των αγωνιστών.» Για να συμπληρώσει αλλού: «[…] αυτή είναι η έννοια του τραγικού ανθρώπου. Γιατί ο άνθρωπος είναι μόνο τραγικός (…) η πραγματικότητα είναι αυτή. Δηλαδή, η αλήθεια του Όντος είναι τραγική. Είναι μια συνεχής και αέναη πάλη με το άγνωστο και το απροσδόκητο.»

Εξαγγέλλει ο Ζιώγας την επιθυμία του ο άνθρωπος να καλλιεργήσει μια επαναστατημένη συνείδηση μέσα από τη διερεύνηση των ορίων της ατομικής του ελευθερίας- κοινωνικής και πολιτικής- αλλά και της υπαρκτικής. Αποτέλεσμα αυτής της διεργασίας θα είναι να αποδεχθεί το γεγονός ότι οι επιλογές κάθε ατόμου “δεσμεύουν” ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Η σκέψη του επιστρέφει στις “ρίζες” της, στην αρχαία Τραγωδία, και ξαναπιάνει το κομμένο νήμα για να το φέρει στην εποχή μας. Στο “Μπουκάλι” ο Ζιώγας πραγματώνει την βασική του επιδίωξη, σύμφωνα και με την κριτική που γράφει ο Βάιος Παγκουρέλης: «Και, τελικά, η φόρμα του έργου αποκτά απόλυτη συνάρτηση με το μυστικό εννοιολογικό περιεχόμενό του, ώστε να ολοκληρωθεί η οικοδόμηση μιας νέας γραφής τραγωδίας, 25
αιώνες μετά τους αρχαίους». (Βάιος Παγκουρέλης, «Η δέσμευση της ελεύθερης επιλογής ή μια νέα γραφή της τραγωδίας»)
Τα πρόσωπα που γνωρίζουμε από την αρχαία ελληνική τραγωδία έρχονται να βρουν την αντιστοιχία τους στην “Παρθένο που είδε το όνειρο” και η οποία παραμένει ελεύθερη και σταθερή ακόμα και μετά τον φυσικό της θάνατο, στις γυναίκες του Μεσολογγίου που, με επίγνωση της κατάστασής τους και με διαύγεια στην σκέψη, θα επιχειρήσουν Έξοδο μαζί με τους πολεμιστές και τα παιδιά τους για Ελευθερία ή Θάνατο που, στο τέλος τέλος, φαίνεται ότι ταυτίζονται εδώ. Ακόμη και το μαχαιρωμένο Παιδί στα ιδανικά και στον θάνατο των γονιών του κάνει αναφορά, και με τρόπο που θυμίζει τον αισχύλειο Προμηθέα προλέγει τα δεινά, τα οποία μόνο η σύμπνοια μπορεί να αποτρέψει.
Συναντιέται με τη μεταφυσική του Σολωμού αλλά και το πνεύμα με το οποίο εκείνος γράφει τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του. Ο άνθρωπος δεν είναι μόνο σάρκα αλλά και ψυχή με ιδανικά υπέρτατα. Γι’ αυτά μάχεται με συνέπεια ως το τέλος έστω κι αν αυτό σημαίνει και τον θάνατό του. Η συμπαντική θεώρηση του ανθρώπου από τον Ζιώγα ταυτίζεται με την θεώρηση του Σολωμού. Και πώς αλλιώς αφού και οι δύο από τις ίδιες ρίζες αντλούν.


Ο Ζιώγας έχει σαφώς τα δικά του χαρακτηριστικά γνωρίσματα που προκύπτουν από την εξέλιξη και τον προβληματισμό της σύγχρονης σκέψης σε συνδυασμό με τα προαναφερθέντα. Μπορεί έτσι να προχωράει παραπέρα υπονομεύοντας, κατά κάποιο τρόπο, τα “μεγέθη” με τα οποία διαλέγεται. Η μερική “υπονόμευση” των ιστορικών μεγεθών εντάσσεται σε μια γενικότερη τάση του “θεατρικού” Ζιώγα. Ο Βάλτερ Πούχνερ επισημαίνει: “το σύνολο του έργου του Ζιώγα διέπει μια διαλεκτική κίνηση απομυθοποίησης και μυθοποίησης” ( Βάλτερ Πούχνερ,
Φιλολογικά και θεατρολογικά ανάλεκτα, Αθήνα 1995, Καστανιώτης).
Το μήνυμα του έργου παραμένει σύγχρονο: αληθινός “Μεσολογγίτης” είναι τελικά ο αξιοπρεπής, ο επαναστατημένος άνθρωπος που διατηρεί “άχρι θανάτου” τις αξίες του που είναι και αξίες της ανθρωπότητας.

Βιογραφικό:

Ο Βασίλης Ζιώγας, 1937- 2001, είχε καταγωγή από το Συρράκο της Ηπείρου. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, την οποία όμως εγκατέλειψε πολύ μικρός κι εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Φοίτησε στο Αμερικανικό Κολέγιο Ψυχικού, όπου, σε ηλικία 14 χρονών έγραψε κι ανέβασε το πρώτο του θεατρικό έργο με τίτλο Η Ψευδομένη Στάφυλος. Το 1956 έφυγε για την Αυστρία (με υποτροφία της πόλης Λίντς, για ζωγραφική) όπου σπούδασε κινηματογράφο και θέατρο στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης. Εκεί συμμετείχε στο λογοτεχνικό κίνημα του Λετρισμού, μαζί με τους σημαντικούς ποιητές και θεατρικούς συγγραφείς της Αυστρίας ΗernestJandl, H.C. Artman, PeterHantke. Στην δεκαετία του ’60 ταξίδεψε αρκετά, έζησε για ένα διάστημα στο Παρίσι κι έγραψε πολλά θεατρικά έργα, που παρουσιάστηκαν και δημοσιεύτηκαν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Επίσης, μετέφρασε για πρώτη φορά στην Ελλάδα έργα Ιονέσκο και Σ. Μπέκεττ,. Το 1972 πήγε στην Νέα Υόρκη με υποτροφία του Ιδρύματος Ford και δούλεψε με τον Θεατρικό Οργανισμό La Mama. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και αρθρογράφος στον ημερήσιο τύπο και συνεργάστηκε με την τηλεόραση Έγραψε γύρω στα 40 θεατρικά έργα και 3 μυθιστορήματα.(ΖΙΖΗ, Όπως τα κούρντισες, Θε’ μου και Ο ανθισμένος άντρας – που κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του.)

Λένη Ζάχαρη

Η Λένη Ζάχαρη γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πειραιά. Σπούδασε Θεολογία και Ιστορία στο ΕΚΠΑ. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή "Να με λες Ελένη", από τις εκδόσεις Λέμβος. Αρθρογραφεί στο Περί ου.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.