You are currently viewing Ο Μπωντλαίρ, ο φίλος του Μανέ και η Flanerie   

Ο Μπωντλαίρ, ο φίλος του Μανέ και η Flanerie  

Ο Μπωντλαίρ έχει την ικανότητα

να ‘ναι ταυτόχρονα

η πληγή και το μαχαίρι

                                                  Ζαν Σταρομπίνσκι

 

    Για τον άνθρωπο που ζούσε εκεί, γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, η μεγαλούπολη με το πλήθος που παρασυρόταν σε μια περιδίνηση γύρω από πολυάνθρωπους χώρους ήταν κάτι καινούργιο. Αν συνυπολογίσουμε την γενική ανοικοδόμηση της γαλλικής πρωτεύουσας (το 1852 άρχισε η ανοικοδόμηση του βαρώνου Οσμάν) τότε η κοινωνική και αισθητική αναταραχή έκανε τον άνθρωπο της εποχής να σαστίσει. Γειτονιές άθλιες, υγρές, ανήλιαγες, που χρονολογούνταν από τον μεσαίωνα και που είχαν από τότε να αλλάξουν, θα άλλαζαν με μιας. Οι άνθρωποι στοιβάζονταν, δέκα χρόνια πριν, σ’ ένα κτίριο στην Île de la Cité, σε ένα μόνο δωμάτιο πέντε τετραγωνικών μέτρων όπου ζούσαν εικοσιτρείς άνθρωποι και όπου οι συνθήκες υγιεινής, – η χολέρα θέριζε – ήταν ανεκδιήγητες και το έγκλημα άκμαζε.

   Ο ίδιος άνθρωπος, λοιπόν, που είχε ζήσει την αθλιότητα και που ποτέ δεν είχε ελπίσει να βγει απ’ αυτήν, θα άρχιζε σιγά σιγά όχι μόνο να πάψει να συνωστίζεται, αλλά και να καλλωπίζεται αισθητικά. Εξήντα τοις εκατό των κτιρίων της γαλλικής πρωτεύουσας γκρεμίστηκε και ξαναχτίστηκε εξαρχής. Το μητροπολιτικό τοπίο της πόλης μεταμορφώθηκε κυριολεκτικώς. Η καινούργια πόλη όμως δεν έχασε το στοιχείο της συμφόρησης γιατί ο άνθρωπος συνέχισε να συμφύρεται  χάνοντας την ατομικότητά του, τη στιγμή ακριβώς που είχε την ανάγκη να τη διατηρήσει. Ταυτόχρονα οι ρυθμοί της καθημερινότητας αύξαιναν. Όποιος επιθυμούσε την βραδύτητα του πρόσφατου παρελθόντος είχε για τα καλά εξωπεταχτεί από αυτό το γαϊτανάκι που μέσα του χανόσουν και αγωνιζόσουν να ξαναβρεθείς.

  Η κατάσταση ήταν εξαιρετικά ρευστή και εκείνο που είχε αξία δεν ήταν πια το χθες, η αναδίφηση του παρελθόντος, αλλά το σήμερα, το εδώ και τώρα, το μαγκανοπήγαδο της καθημερινότητας. Αυτό ο Μπωντλαίρ το αντιλήφθηκε ευθύς εξαρχής και το αποτύπωσε στην Μελαγχολία του Παρισιού, αλλά και στον Ζωγράφο της καθημερινής Ζωής. Αντιλήφθηκε δηλαδή πού το πήγαινε ο καιρός, πού χτυπούσε η καρδιά του χρόνου και τι χρειαζόταν ο άνθρωπος που κινούνταν αβέβαια σ’ αυτό το αέναο καθημερινό μαγκανοπήγαδο.

  Στο “O Ζωγράφος της καθημερινής Ζωής” μιλά για τον Κωνσταντέν Γκυ, αυτός είναι ο ζωγράφος της καθημερινότητας και λέει:

Τι επιτακτική διαταγή! Τι πλησμονή φωτός! Τόσο φως παντού και για τόσες ώρες! Φως που το έχασα ενώ κοιμόμουν! Τόσα πράγματα λουσμένα στο φως που θα μπορούσα να τα δω και όμως δεν τα είδα!

   Σ’ αυτό το σπονδυλωτό δοκίμιο ο Μπωντλαίρ υποστήριξε πως το μόνο αξιόλογο θέμα για την ζωγραφική ήταν αυτή η καθημερινή πραγματικότητα που ζούσε ο καθημερινός άνθρωπος και πίστευε πως οι εικαστικές τέχνες ήταν οι μοναδικές που μπορούσαν να υποτυπώσουν την καθημερινότητα με τρόπο ποιητικό – το προσωρινό, το γοργό, το φευγαλέο, το σκίτσο, το ενσταντανέ αποκτούσαν μια μοναδική σημασία- γιατί η ζωή πια δεν αργοσάλευε μέσα στο βάλτο της στασιμότητας.

    Ο άνθρωπος της εποχής του, αλλά και των κατοπινών, μετά τον θάνατό του χρόνων, υπέφερε από το γεγονός πως οι υλικές αξίες ήταν υψηλότερα από τις πνευματικές, τις υπερέβαιναν και τις καταπίεζαν:

 

– Το χρυσάφι;

-Το μισώ όπως εσείς μισείτε το θεό

-Ε, λοιπόν τι στο καλό αγαπάς ιδιόρρυθμε ξένε;

-Αγαπώ τα σύννεφα … τα σύννεφα που περνούν … εκεί κάτω … τα θαυμάσια σύννεφα! 

Περί αρέσκειας και απαρέσκειας ο λόγος ή ακόμα βαθύτερα μια διακήρυξη αρχών (από την οποία εμπνεύστηκαν αργότερα ο Αλμπέρ Καμύ στον Ξένο και η Φρανσουάζ Σαγκάν στα Θαυμάσια σύννεφα).

        Αυτή η νέα αστική τάξη που πλημμυρίζει την μεγαλούπολη, – το Παρίσι είναι πια μια υδροκέφαλη Μητρόπολη – έχει άλλες ανάγκες και άλλα όνειρα από ότι χθες, ενώ περιδιαβαίνει τα μπουλβάρ, παθιάζεται, ερωτεύεται, ζει και πεθαίνει στα αστικά μυθιστορήματα του Μπαλζάκ ή στην Αισθηματική αγωγή του Φλωμπέρ.

        Ένα υποπροϊόν αυτής της κυρίαρχης τάξης που βίωνε την ακμή του καπιταλισμού ήταν ο flaneur. Ο flaneur, ο περιπατητής, ο πλάνης, ο περιπλανώμενος, – χυδαϊστί  – ο σουλατσαδόρος που για τον Μπωντλαίρ ήταν ο καλλιεργημένος και οικονομικά ανεξάρτητος δανδής, ενώ για τον Πόε ήταν κάποιος ταπεινός καταδιωκόμενος από τύψεις ή από φαντασιώσεις περιθωριακός που δεν κρατούσε το βλέμμα του μακριά από το συναίσθημά του. Αλλά και για τον έναν και για τον άλλον τα ρολόγια δεν σήμαιναν τίποτα. Δεν επρόκειτο να σημάνουν καμιά σημαδιακή στιγμή που ήταν απαραίτητο να προλάβουν. Όλος ο χρόνος ήταν ελεύθερος γι’ αυτούς.

 

        Ποιος δεν γνωρίζει να γεμίζει μ’ ένα πλήθος τη μοναξιά του, ποιός δεν γνωρίζει επίσης να μένει μόνος σ’ ένα πολυάσχολο πλήθος; (…) Ο μοναχικός και στοχαστικός περιπατητής αντλεί μια μοναδική μέθη από αυτή την συμπαντική κοινωνία. Αυτός εδώ που με ευκολία παντρεύεται το πλήθος, γνωρίζει απολαύσεις πυρετικές, από τις οποίες είναι δια παντός αποκλεισμένοι ο εγωιστής, κλειστός σαν το σεντούκι, και ο τεμπέλης, θαμμένος σαν το μαλάκιο. Υιοθετεί σαν να ήταν δικά του όλα τα επαγγέλματα, όλες τις χαρές, και όλες τις αθλιότητες που του παρουσιάζουν οι περιστάσεις.

        Ωστόσο και επιπλέον αυτός ο στοχαστικός περιπατητής δεν είναι μόνο αυτό, είναι (και) ένας ηδονοβλεψίας μέσα στο πλήθος που διακηρύττει, ο καθένας ηδονίζεται με όλους γιατί εγώ είμαι όλοι, όλοι είμαι εγώ.

        Θρησκευτική μέθη των μεγαλουπόλεων. Πανθεϊσμός. Στρόβιλος.

        Γιατί: Μα εγώ που από μακριά τρυφερά σας κοιτάζω γεύομαι άθελά σας, κρυφές ηδονές.

Και συνεχίζει:

        Αυτό που ο πολύς κόσμος ονομάζει έρωτα είναι πολύ περιορισμένο και αδύναμο, αν συγκριθεί με ετούτο το ανεκδιήγητο όργιο, την άγια αυτή πορνεία της ψυχής, που δίνεται ολόκληρη, ποίηση και έλεος στο απρόοπτο που προκύπτει, στο άγνωστο που περνά.

        Ποίηση, απρόοπτο, άγνωστο, ανεκδιήγητο, αμεσότητα και απόσταση, αλλά και πορνεία γιατί για τον Μπωντλαίρ δεν υπάρχει ευγενής απόλαυση που να μην μπορεί να οδηγηθεί σ’ αυτήν.

Η ευχαρίστηση να είσαι μέσα στο πλήθος, μια μυστηριώδης ευχαρίστηση πολλαπλασιασμού του αριθμού.  

        Ο flaneur κερδίζει την ατομικότητά του, διασώζει το πρόσωπό του σ’ ένα περιβάλλον πολιορκημένο από την αποπροσωποποίηση, από την αλλοτρίωση.

  Κοιτώντας από μακριά ή από κοντά, αλλά πάντα με ζηλευτή παρατηρητικότητα, ή και με αδιάφορη ματιά που δηλώνει την απόσταση- όπως ακριβώς συναντάμε σε ιμπρεσσιονιστικούς πίνακες, όπου βέβαια το χρώμα αποτείνεται στις αισθήσεις και όχι στο νου, εξαιτίας ακριβώς της υλικής του υπόστασης.

        Στο αμιγώς εικαστικό πεδίο ιδεώδης flaneur είναι ο Εντουάρ Μανέ, ο οποίος απέφευγε την θεωρητικολογία – καλύτερα την απεχθανόταν – ενώ σχεδίαζε επίμονα και ακούραστα στους δρόμους του Παρισιού και στα καφέ, γι’ αυτό λέγανε οι καλοθελητές πως μόνο αν είχε το θέμα μπροστά του μπορούσε να το ζωγραφίσει- ότι τάχα δεν είχε φαντασία Αυτό όμως ήταν αναληθές, αφού το αποτέλεσμα ήταν πολύ μακριά απ’ το να είναι αντίγραφο του θέματος που είχε μπροστά του.

        Ο Εντουάρ Μανέ (1832-1883) ζωγράφος, γραφίστας, αλλά και σκιτσογράφος διέθετε όλα τα γνωρίσματα του δανδή όπως μας τον παρουσιάζει τουλάχιστον ο Μπωντλαίρ:

Ο πλούσιος άνδρας που δεν έχει καμιάν άλλην ενασχόληση παρά να τρέχει στη λεωφόρο της ευτυχίας, ο άνδρας που έχει μεγαλώσει στην χλιδή και έχει συνηθίσει από μικρή ηλικία να τον υπακούν, ο άνδρας, τελικά που γνωρίζει μονάχα την τέχνη της κομψότητας.

        Αλλά ο δανδής θα συνεχίσει να είναι μια εντελώς ξεχωριστή φυσιογνωμία, όπως ακριβώς ήταν και ο Μανέ, που ανήκε στην ανώτερη μεσαία τάξη με πατέρα δικαστή της Δεύτερης Αυτοκρατορίας και μητέρα κόρη διπλωμάτη. Είχε λεπτό γούστο, καλούς τρόπους και αδιαφορούσε για την καταξίωσή του μεταξύ των ομοτέχνων  ταράζοντας τα νερά, προσπαθώντας να ανατρέψει τον συντηρητισμό που επικρατούσε.

  Ο Μανέ υπήρξε επιστήθιος φίλος του Μπωντλαίρ και μπορούσε να ισχυριστεί μαζί του πως η κολασμένη χάρη του Παρισιού τον ξανάνιωνε ολοένα. Στις περιόδους της μεγάλης του κατάπτωσης ο Μπωντλαίρ είχε καταφύγιό του πνευματικό τον αγέρωχο φίλο του, τον Μανέ.

        Στο έργο του τελευταίου: Μουσική στους κήπους του Κεραμικού, μια σειρά προσωπογραφιών που ξετυλίγεται από αριστερά προς τα δεξιά – όπως ακριβώς πρέπει ν’ αρχίζει κανείς – αποτύπωσε όλο το γνωστό σύγχρονό του ‘ζωικό βασίλειο’, την καλλιτεχνική και λογοτεχνική ιντελιγκέντσια της δεκαετίας του 1860 συμπεριλαμβάνοντας οικογένεια και φίλους. Αυτός στέκει μισός εντός, μισός εκτός των ορίων του πίνακα σαν παράδειγμα ενός περιθωριακού flaneur που είναι μέρος του κόσμου, αλλά συγχρόνως αντικειμενικός και αποστασιοποιημένος παρατηρητής του. Στον πίνακα που απεικονίζει έναν πότη του αψεντιού (1859), αποτυπώνει το σοβαρό πρόβλημα αλκοολισμού που ταλάνιζε τότε το Παρίσι. Μοντέλο του υπήρξε ένας απένταρος σουλατσαδόρος, ένας ρακοσυλλέκτης που ζούσε στη γειτονιά του. Ο πίνακας απορρίφθηκε, αλλά παρουσιάστηκε σ’ ένα επόμενο σαλόνι απορριφθέντων έργων

        Η τέχνη του Μανέ, λέει ο Ελί Φωρ, έχει λιγότερο βάθος (από αυτήν του Κωνσταντέν Γκυ), λιγότερο ύφος, λιγότερο μυστήριο, έχει περισσότερη ιδιορρυθμία, περισσότερη καινοτόμο τόλμη και ασκεί απείρως μεγαλύτερη επίδραση στην εποχή του.  Η ζωγραφική του είναι μεγάλη ζωγραφική. Διαυγής και πλυμένη σαν υδατογραφία, σκληρή και δροσερή σαν φαγέντσα, που εκτίθεται σαν κοφίνι με μαλλί, ζωντανό σαν χωράφι με λουλούδια και με μορφή στέρεη και αγνή σαν ιαπωνική λάκα.

        Από την άλλη όπως επιλέγει στο επίμετρο της μετάφρασής της, της Μελαγχολίας του Παρισιού, η Μαριάννα Παπουτσοπούλου, ο Μπωντλαίρ  μιλά μια αποκαλυπτική γλώσσα, γυμνώνει τις συμβάσεις και την σύγχρονη αναλγησία με έναν μοντερνικό ανατρεπτικό λυρισμό. Άλλωστε η φίνα ειρωνεία και ο αυτοσαρκασμός, έχουν αντικαταστήσει την οργή και την χλεύη, η αληθινή συγκίνηση έχει υπονομεύσει το εγώ χάρη του άλλου και η απογοήτευση από την ανθρωπότητα αφορά την αστική ζωή και όχι τον φτωχό ή τον βασανισμένο. 

        Αφού είναι ολοφάνερο ότι η λατρεία του εγώ – μείζων αρχή του δανδισμού – δεν έχει να κάνει στην περίπτωσή του με την αυταρέσκεια ή την τύφλωση, αλλά με την επιδίωξη του ολοένα καλύτερου, δηλαδή με μια ειλικρινή ”ασκητική”.

  Αυτοί οι δύο τελικά καλλιτέχνες της Δεύτερης Αυτοκρατορίας είναι δύο λυρικοί εκφραστές που  βιώνουν τον ανερχόμενο θρίαμβο του καπιταλισμού υπονομεύοντάς τον με την τέχνη τους.

 

 

Βοηθήματα:
-Κάρολος Μπωντλαίρ, Η Μελαγχολία του Παρισιού, μτφρ. Μαριάννα Παπουτσοπούλου, Εκδόσεις Bibliotheque, 2019.
-Μπωντλαίρ, σε επιμέλεια Luc Decaunes, μτφρ. Γιώργος Σπανός, εκδόσεις Πλέθρον 1996.
-Μπωντλαίρ, Ο ζωγράφος της μοντέρνας ζωγραφικής, μτφρ. Ειρήνη Βλαβιανού, εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2018
-Τζέημς Χ. Ρούμπιν, Ιμπρεσσιονισμός, μτφρ. Γιώτα Ποταμιάνου, εκδόσεις Καστανιώτης, 1999.
-Ελί Φωρ, Ιστορία της Τέχνης, η Τέχνη των Νεωτέρων Χρόνων ΙΙ, μτφρ. Βασίλης Τομανάς, εκδόσεις Εξάντας, 1994. 

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.