You are currently viewing Πόλυ Χατζημανωλάκη:”Οι Αόρατες Πόλεις” του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου

Πόλυ Χατζημανωλάκη:”Οι Αόρατες Πόλεις” του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου

Ευχαριστώ πολύ τον Κωνσταντίνο για την τιμή που μου έκανε να με καλέσει απόψε την παρουσίαση τη βιβλίου του – το ίδιο το βιβλίο μόλις απόψε το πήρα στα χέρια μου, το είχα μαζί μου σε ηλεκτρονική μορφή στο ταξίδι της Θεσσαλονίκης τον Ιανουάριο – το διάβασα πολύ προσεκτικά  τότε είχα γράψει τότε εν θερμώ, εν τω μέσω του χιονιά εκείνων των ημερών που δεν έβγαινα από το σπίτι, πώς εδημιουργείτο μια διαδικασία αδελφοποίησης με το καινούργιο βιβλίο του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου, του ομοίου μου, του αδελφού μου: έλεγα πως αν ο αναγνώστης είναι αδελφός του συγγραφέα και ο συγγραφέας είναι ομοίως όμοιος, ναι;) 


Είχα δώσει λοιπόν στιγμιότυπα, θησαυρίσματα της ανάγνωσης, για τους νεκρούς που χιονίζουν τις πλάτες των πιστών στο εκκλησίασμα, για το ναυάγιο του σοβιετικού υποβρυχίου στο Κούρσκ, τις επιστολές του στη νεκρή ποιήτρια δίπλα στη λάμπα από Φαγιάνς, για τα παπιρόσι που κάπνιζε μικρός (ο αφηγητής) για τον διεμβολισμό της εκτοπλασματικής ψυχής από το πλαγκτόν και κυρίως για την περιεκτικότητα όλων σε αλάτι, η υπόσταση μας…
Μετά από την ανάγνωση γίνεσαι κάποιος άλλος, τώρα είναι ο μετασχηματισμός, η διεύρυνση της συνείδησης. Να γιατί μερικές φορές μου αρέσει τόσο πολύ να διαβάζω. Αξίζει, αξίζει, αξίζει τον κόπο.

Και ανοίγω τα χαρτιά μου, ο τίτλος με ξεμυάλισε αμέσως όταν τον είδα, μου θύμισε το χιλιαγαπημένο βιβλίο του Ίταλο Καλβίνο, στο οποίο έχω προσκολληθεί εδώ και χρόνια, το διαβάζω και το ξαναδιαβάζω, βλέπω τις εικόνες του και ονόματα των πόλεων του Καλβίνο στα ταξίδια μου – coup de foudre λοιπόν με την πρώτη ματιά με την επίγνωση μετά την ανάγνωση, ότι δεν πρόκειται για μια απλή πνευματική οφειλή, αλλά για μια προσωπική δημιουργία μεγάλης πνοής, που γράφτηκε μετά το βιβλίο του Καλβίνο αλλά είναι αλλιώς και έχει τη δύναμη να γοητεύσει. Οι  πόλεις, μας λέει ο Καλβίνο,  είναι ένα σύνολο πραγμάτων: αναμνήσεων, επιθυμιών, σημείων μιας γλώσσας. Είναι τόποι ανταλλαγών, όπως εξηγούν όλα τα βιβλία της οικονομίας, αλλά οι ανταλλαγές αυτές δεν είναι μόνο ανταλλαγές εμπορευμάτων, είναι και ανταλλαγές λέξεων, πόθων αναμνήσεων.

 

Οι πόλεις  στο βιβλίο του Κωνσταντίνου είναι ένα λεύκωμα πανοραμικό για να απλωθούν αυτές οι λογής λογής ανταλλαγές. Από την απόσταση του περιηγητή, του επισκέπτη, μέχρι το βίωμα αυτού που έχει ζήσει εκεί, η πόλη που θυμίζει μια άλλη πόλη, η νοσταλγία όπως εικονίζεται στις διαδρομές των ενθυμήσεων ή των εμπειριών. Μπορεί να δεις φευγαλέα   μια χειρουργικής ακριβείας αποτύπωση ενός στιγμιότυπου που ο αφηγητής θα φωτογραφίσει και σε αργή κίνηση, κουκίδα κουκίδα θα χαράξει την κίνηση – την ακινησία, την ευθεία και την καμπύλη, την κεντρομόλο και τη βαρύτητα της σταγόνας, μπορεί να είναι η απόκοσμη αίσθηση του να έχεις ανοίξει παρτίδες με τις σκιές. Μπορεί να παρατηρεί μια ποδηλάτισσα στο Βερολίνο ή το πέταγμα ενός γλάρου στο Μπράιτον, ή το κύμα της θαλάσσης στο όριο που χάνει και ξανακερδίζει την περιοδικότητα του. Η προσήλωση στο φαινόμενο, η ψυχρή φαινομενικά μα απίστευτα ακριβής και τρυφερή – να μην παραλείψει κάτι – ματιά του επιστήμονα μετουσιώνεται στις ακραίες της συνέπειες σε ματιά του μύστη. Κοινωνεί και επικοινωνεί το βάθος της εικόνας εκεί που στη θάλασσα της Αλβιόνος, εικονίζονται οι Δροσουλίτες εκεί που ο τόπος στην ουσία του είναι Φραγκοκάστελλο.

Μπορεί το οδοιπορικό να ανήκει σε μια δυστοπία, σε έναν εφιάλτη του αφηγητή, ένα όραμα για το μέλλον. Μπορεί μέσα στο εξωτικό σκοτάδι ενός λιμανιού να ισορροπεί ανάμεσα στο μυστήριο μιας θεολογικής ενατένισης και τη γλυκιά νοσταλγία – μια προσέγγιση της μικρής ιστορίας, να μνημονεύει τους προσφιλείς ανιόντες. Ο αφηγητής μπορεί να μεταμορφώνεται, η φωνή του να ταξιδεύει στο χρόνο, να συγχωνεύεται με την βαθύτατη ουσία της ιστορίας, με τα πιο ευλαβικά όνειρα του τόπου. Άλλοτε πάλι η πόλις, όσο και να παραπέμπει το όνομά της στη γεωγραφία και την ιστορία, ανήκει εξ ολοκλήρου στο Αλλού, φιλοξενεί εξωκοσμικές εμπειρίες και όνειρα του αφηγητή, μυθικούς συνειρμούς και αναφορές σε πραγματικά πρόσωπα που καθηλώνουν τον αναγνώστη. Άλλοτε η πόλη κατοικείται από νεκρούς, στις παρυφές της ιστορίας και ο αφηγητής μνημονεύει τα ονόματα τους και τα όνειρα τους, τα βράδια  γράφει γράμματα σε μια νεκρή ποιήτρια, εικόνες στον πάγο εξωτικές, νιώθεις  πως τις έχεις ξαναδεί, deja vu, σκηνές παρμένες από κινηματογραφικό θρίλερ με παγοθραυστικά και όλη την ποίηση του χιονιού και του θανάτου.

Με μικρές πινελιές, επιχειρεί το Μεγάλο Έργο, μόνο με τα ονόματα των τόπων και των ανθρώπων που αλλάζουν στο ταξίδι, η ματιά του αφηγητή βαπτισμένη στη λογοτεχνία μπορεί να κάνει το ηχόχρωμα να αλλάζει, ακούς γύρω άλλη γλώσσα και πάντα το βαθύτερο μυστικό αυτό που θέλει να μάθει ο αφηγητής, ο σκοπός του ταξιδιού – πάντα το μετά θάνατον, το επέκεινα, η ζωή δίχως ζωή. Αυτό ρωτάει τους ήρωες σάρκινους ή λογοτεχνικούς όποτε τους συναντά.

Οι εντυπωσιακά αυτονόητες και αιφνιδιαστικά συναρπαστικές χαρτογραφήσεις μιας πόλης – “το παρελθόν αναδιατάσσεται καθ’ ύψος στην ιεράρχηση της ζωής των πετρωμάτων” το κατάλαβα όταν επισκέφτηκα προσφάτως τη Θεσσαλονίκη και έβλεπα τις σπουδαίες εκκλησίες της από ψηλά από τα κράσπεδα του δρόμου. 

Ένας Πρωτέας ο αφηγητής που συλλαμβάνει το απόσταγμα της τοπικότητας, τις αφηγήσεις, την ιστορία και δίνει το συνδυασμό την ισορροπία της ταυτότητας κάθε τόπου. 

Άλλοτε η πόλη γίνεται ο χάρτης για να σημειωθούν οι τρυφερές οι πολύτιμες ματαιώσεις της νεότητας. Η Βαβρ του ταξιδιού γίνεται ο Χάνδακας των σπουδών και το γκρίζο βιομηχανικό τοπίο της κτηνοτροφίας περικλείει στις πτυχές του τις νοσταλγικές αναπολήσεις, ανεξιλέωτες και διαρκώς επανερχόμενες. Τα φοιτητικά χρόνια, ο έρωτας, η κβαντομηχανική, η αφισοκόλληση, ταπεινές και ουσιώδεις εικόνες μιας ενηλικίωσης

 Μία συγκεντρωτική συλλογή πεζών που τα περιλαμβάνει όλα αυτά, μια αναπόληση, ένας στοχασμός στην ενηλικίωση, στο πένθος, στο θάνατο και στην πνευματική και υλική υποστασιοποίηση που είναι η ψυχή, αυτή που επιβιώνει μετά θάνατον – το αλάτι της γης το φως του κόσμου.

«Η πύκνωση της αρμύρας σε ένα λειτουργικό σώμα αντικαταστάτη» (παράθεμα). 

 Το αλάτι της θάλασσας, το φως του κόσμου, η νοστιμιά που έρχεται στην την πιο ταπεινή της εκδοχή από τις κουτσομούρες του θαύματος στο όραμα, μέχρι την εκτοπλασματική μυστηριώδη εκδοχή του, ισορροπία ηλεκτρολυτών που διαταράσσεται, ένας ορισμός διαισθητικός της ζωής και του θανάτου, ισορροπία ανάμεσα στο πιο πεζό και το πιο ποιητικό της ύπαρξης.

Η εισβολή του αλατιού από αέρος, όταν στη θάλασσα της Γένοβας περιβάλλει το σκάφος με υφάλμυρη υγρασία Ο ζεστός πυρήνας της Κυκλαδίτικης αρμύρας, εκφραστής αυτού που αρνείται να υποκύψει και που ο αφηγητής ανακαλεί μπροστά στη θάλασσα  στο Μπράιτον. Το αποταμιεύω τρυφερά, όπως φυλάω μες τα βιβλία δύο λόγια πρόχειρα γραμμένα, της στιγμής.

Η σιωπή ως καταφυγή και ως παρηγορία είναι “διάλυμα πικρής θάλασσας”. 

Η ύπαρξη είναι μια ποσόστωση σε άνθρωπο με διακυμάνσεις στο αλάτι. Σκέπτομαι: θα στεγνώσω, θα επεξεργαστώ, θα ιδρώσω, θα απλωθώ, θα ζήσω τη διάχυση, συμπαγής και κοκκιώδης, κρυσταλλικός, όπως ένας χειμώνας που συμβαίνει έξω από το τζάμι μου.

Άλλοτε πάλι το φαγητό βράζει, μόνο όταν φούσκωνε/στεκόταν στο πλάι/ κι έκλαιγε μοναχό του*/έτσι έχανε το αλάτι του*/αυτός προσέθετε αλάτι/με ένα μαχαίρι..

Ο ρόλος της αφαλάτωσης – ένα προσωπικό μυστήριο, μια γλώσσα έντονη και έννοιες να μιλήσεις για τα πιο λεπταίσθητα των αισθημάτων,  στα όρια των θετικών επιστημών. Μια άλλη γλώσσα, ριψοκίνδυνο να την χρησιμοποιείς γιατί το πλήρες συναισθηματικό φορτίο της δεν είναι για όλους. Επικίνδυνο γιατί μπορεί να γίνει μανιέρα. Δεν θα το έκανα εγώ προσωπικά.

Ο Κωνσταντίνος το κάνει και ενώ μπορώ να τον καταλάβω αντιδρώ, κλωτσάει κάτι μέσα μου. Το ξανασκέφτομαι. Έχει μανία με τη γλώσσα. Θέλει τις καμπύλες Λισαζού, την αρνητική στροφορμή όπως θέλει και τα παπιρόσι – πού τη θυμήθηκε αυτή τη λέξη !!! Οι λέξεις του είναι αγκίστρια, είναι φτερά στο αγκίστρι, είναι πολύχρωμα σύμβολα για να ψαρέψουν το πιο βαθύ το πιο πολύτιμο κάτι από το βυθό. Όπως ο Προυστ παλεύει με τη γεύση, μια γεύση αποκλειστικά προσωπική και αποκλειστικά δική του που την αξιοποιεί για να βγει η ανάμνηση η μοναδική αλλά και  κοινοποιήσιμη γιατί είναι δημιουργία η ανάκλησή της, έτσι και ο Κωνσταντίνος χρησιμοποιεί λέξεις, αισθήσεις, εικόνες, χρώματα, αφηγήσεις, μύθους προσωπικούς, έννοιες από τη φυσική, αντικείμενα – τα αντικείμενα ως αυθεντίες   και οπωσδήποτε όνειρα  για να σπουδάσει το θάνατο, να φτάσει στα όρια, να συλλάβει την υπόσταση του, τον έρωτα, ό,τι τον διαμόρφωσε και τον διαμορφώνει και ό,τι αγάπησε και αγαπά. 

 Από την πρώτη παράγραφο καταπιάνεται με μια σπουδή του θανάτου.

Μια φαντασμαγορία οι εικόνες που επικαλείται. Έχει άραγε σημασία αν τα όνειρα τα είδε εκείνος – ο ίδιος – η κάποιος άλλος, όπως φερ’ ειπείν ο Ιερώνυμος Μπος; Ή αν τα επινόησε για να μιλήσει με την ευκολία που δίνει στη φαντασία η συνθήκη της αναίρεσης των φραγμών για τη σχέση με τον πατέρα, την ανδρική ταυτότητα, τα οράματα του επέκεινα, το φόβο του θανάτου αλλά και γλιστρώντας με το βήμα της ποίησης στην άλλη πλευρά, ονειρευόμενος για λογαριασμό τους, ή συνθέτει συγκλονιστικές  ιστορίες φαντασμάτων,  την νεύρωση της  ανταλλαγής, την επανάληψη  μιας χειρονομίας , ψυχανεμίζεται την μυστηριακή κατάσταση των νεκρών, τα παιδιά και τους καημούς ση διεπιφάνεια των κόσμων,  δημιουργεί τις τόσες πιθανότητες – τις εκδοχές που γράφει, που κατασκευάζει η λογοτεχνία για τον άλλο κόσμο.

 Το πιο πλάγιο κείμενο, το πιο λοξό, το πιο φευγάτο, με την ακρίβεια της γλώσσας που δίνουν οι θετικές επιστήμες. Στα όρια της ορολογίας τα ποιητικά τοιχώματα γίνονται ελαστικά, διευρύνεται η γλώσσα, οι έννοιες τα αισθήματα. Μια νηφάλιος μέθη, μια άχνα, οι εμμονές ενός ανθρώπου που σε παρασύρει σε μια άσκηση ενανθρώπισης. Το κέρδος της ανάγνωσης – να μην το πω το κέρδος- η ευλογία της ανάγνωσης είναι να ακολουθήσεις τη διαδρομή με όσες αποσκευές έχεις, αποφεύγοντας να αποκωδικοποιήσεις αλλά βάζοντας τον εαυτό σε μια συμπαθητική δοκιμασία, μια προσπάθεια ρύθμισης του αλατιού της σύστασης σου, ώστε να συντονιστείς, να βρεις τη συχνότητα τη δική σου και τη δική του, να πάρεις το ρίσκο του μέγιστου πλάτους αυτό το ‘παρατέντωσε με κι ας σπάσω’ του Καζαντζάκη, που παράγει αυθεντική εμπειρία, νέα εμπειρία, που διευρύνει τη συνείδηση, που συνδέεται χωρίς να δεσμεύεται, μια πράξη υπακοής, μελέτης και απελευθέρωσης. Το έργο του Κωνσταντίνου αντέχει. Μπορεί να σηκώσει μια τέτοια διαβατική διαδικασία  και τούτο διότι περιέχει τις εμπειρίες, έχει τραυματιστεί έχει ματώσει, αντέχει. Φέρει τις μυητικές ξυραφιές των πολεμιστών της Αφρικής. Έχει θρέψει ψυχές πεθαμένων με το αίμα του. Πάσχει, συμπάσχει, οραματίζεται, ονειρεύεται, μεταμορφώνεται, συνομιλεί  με τους  νεκρούς. Περνά από όλα τα στάδια της ύπαρξης και της μη ύπαρξης, μπορεί να σε περιέχει, μπορεί να με περιέχει και εγώ να ανταλλάξω μαζί του όπως ο Μάρκο Πόλο ανταλλάσσει στις πόλεις από όπου περνάει για να αφηγηθεί στον Κουμπλάι Χαν. 

 Αν όλο το έργο το βλέπαμε σαν μια Οδύσσεια, μια μυητική περιπλάνηση στις Πόλεις ή μια Δαντική Κάθοδο στον Άδη – πολύ χαλαρή η αναλογία γιατί όλο το έργο είναι στραμμένο στη σπουδή του θανάτου –  υπάρχει ένα κεφάλαιο μια ενότητα οι Εγκιβωτισμοί που είναι το πιο βαρύ  το πιο σκοτεινό από όλο το έργο, αυτό που με έκανε να υποφέρω περισσότερο διαβάζοντας το, η Νέκυια του βιβλίου, το πιο βαθύ και μαρτυρικό Πουργκατόριο, τα ημερολόγια του νοσοκομείου – θυμίζει τόσο πολύ ένα κείμενο σε παρόμοια συνθήκη του Αντόνιο Ταμπούκι. Διαλογισμοί με τη σκέψη του Κωνσταντίνου που παίρνει χίλιες στροφές το λεπτό, διαλογισμοί για το σύμπαν, για τη βαρύτητα, για το χρώμα, για τη χημική σύσταση των ανθρώπων, για το μέλλον των κυττάρων, για τα όνειρα, για τη φθορά, για το φόρεμα μιας κοπέλας, για το επέκεινα, για την αδράνεια της ψυχής – με την ακρίβεια και την παρατηρητικότητα του φυσικού επιστήμονα την απόλυτη ψυχραιμία και το σπαραγμό του ανθρώπου στο νοσοκομείο, εκεί που παραστέκεται στις πύλες του Άδη τους ανιόντες και περιμένει, περιμένει το αναπόφευκτο, το προδιαγεγραμμένο με τη μέγιστη σοφία και τον μέγιστο πόνο. Το πιο βαρύ κομμάτι. Ασήκωτο. Σαν ημερολόγιο νοσοκομείου αλλά και σαν οδοιπορικό. Όλες οι μνήμες συσσωρεύονται, η ύπαρξη όλων, το παρελθόν, το μέλλον. 

Η τελευταία ενότητα, τα κείμενα για την αφαλάτωση, πόσο παράξενος τίτλος – αυτοανάλυση και η συνακόλουθη δυνητική σιωπή – δεν είναι πια μυστήριο ο τίτλος μετά την αναγνωστική διαδρομή – μετά τους χίλιους ρόλους του αλατιού στην σύσταση και την υπόσταση του αφηγητή. 

Θέλει σιγά σιγά να το αφαιρέσει το αλάτι, να αλλάξει αυτή τη σύσταση, την περιεκτικότητα, να οδηγήσει την ουσία του την ίδια στην πιο λεπτή της υπόσταση να εξατμιστεί, να μείνει η αλισάχνη – το λεπτό υπόλειμμα του κύματος στα βράχια. Αφαλάτωση ενεργητική, απελευθέρωση του κύματος από το αλάτι του, σπουδή της ουσίας της ύπαρξης. 

22 αφορισμοί – το πιο πυκνό, το πιο ευάλωτο κομμάτι του κειμένου – εκεί που δεν υπάρχει η αφήγηση αλλά ο ισχυρισμός του συγγραφέα, η φιλοσοφική του θέση, εκτεθειμένη, χωρίς περίβλημα, χωρίς ιστορία, η παρακαταθήκη του. Μια κοσμολογία θα έλεγα – δεν θα τολμούσα να την αποκωδικοποιήσω – έχω την αίσθηση ότι πρέπει να προσληφθεί κυριολεκτικά, σε όλο της το υπερρεαλιστικό μεγαλείο,

Ένας κόσμος παραλλαγμένος που ο ταξιδιώτης / ο αναγνώστης πρέπει να αποδεχτεί, όπου πρέπει να περιηγηθεί με ανοιχτά τα μάτια. Αν οι Εγκιβωτισμοί ήταν το Πουργκατόριο, η Αφαλάτωση είναι η τέλεια αφαίρεση. Τι είναι άραγε το σπίτι που η ουσία του είναι δέντρο, το αίμα του λευκό φως – πως συντελείται εκεί το πέρασμα του χρόνου; Αυτοί οι ένοικοι που έχουν στοιχειώσει σε μια δίνη, μια Βαλτική και θάλασσα των Σαργασσών, ένα τρικυμισμένο ησυχαστήριο; 

Μια φαντασμαγορία από εκεί εικόνες και αποφάνσεις για τη ζωή και το θάνατο, τον έρωτα, το φύλο, την πιο προσωπική ανάμνηση, τις αναγνώσεις, την τέχνη, την αισθητική, την ύπαρξη του Θεού μέχρι την τελική εξάτμιση του κύματος. Ένα ποιητικό κρεσέντο, στακάτο, αποφαντικό, με την ακρίβεια και τη γνώση του επιστήμονα που διευρύνει τα όρια της συνείδησης του. Ο αναγνώστης που μεσολαβεί όπως εγώ σήμερα δεν μπορεί να πει τίποτα περισσότερο. Αναγνώρισε μέσα στις γραμμές του έναν όμοιο του, έναν αδελφό – ένιωσε ότι πρόκειται για ένα μικρό αριστούργημα αυτογνωσίας, για μια πρόκληση σε ένα ταξίδι στην ποίηση, στο εντός, στο πέρα από εμάς. Ο Κωνσταντίνος κατάφερε να μετουσιώσει σε έργο τέχνης μια προσωπική διαδρομή πόνου, πένθους, αυτογνωσίας, περιηγήσεων, Αναγνώσεων, φιλοσοφικών στοχασμών, ερώτων και να μας παραδώσει αυτό το έργο – πρόκληση για μια προσωπική ξεχωριστή δοκιμασία για τον καθένα, μια αναγνωστική απόλαυση υψηλού επιπέδου. 

Σας ευχαριστώ

 

(Ομιλία της Πόλυς Χατζημανωλάκη στην παρουσίαση του βιβλίου του «ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ ΤΟ ΧΕΙΜΩΝΑ», 6 Απριλίου 2019  στο Κέντρο Τεχνών Μετς)

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.