You are currently viewing Σοφοκλή Οἰδίπους Τύραννος, στ. 1237- 1285 1,2  Μετάφραση Γεωργία Παπαδάκη   

Σοφοκλή Οἰδίπους Τύραννος, στ. 1237- 1285 1,2 Μετάφραση Γεωργία Παπαδάκη  

    ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ:   

           Η ίδια από  μόνη της σκοτώθηκε.

           Μα από όσα έγιναν τα πιο οικτρά σού λείπουν∙

           γιατί δεν ήσουνα μπροστά.

           Όμως τουλάχιστον με όση μνήμη έχω μέσα μου

            τα πάθη εκείνης της βαριόμοιρης θα μάθεις.                                   

            Όταν λοιπόν επάνω στην παραφορά της

            τις πύλες διάβηκε και μέσα πέρασε,

            όρμησε στη στιγμή στο νυφικό το θάλαμο

            και με τα δυο της χέρια τραβώντας τα μαλλιά της.

            Και μόλις μπήκε μέσα, πίσω της κλείνοντας τις πόρτες με ορμή,

            κράζει τον πεθαμένο πια πριν από χρόνια Λάιο,                                

            στη μνήμη της ανακαλώντας τον παλαιό το γόνο τους,

            που από κείνονε αυτός ο ίδιος θανατώθηκε

            κι αυτή την άφησε με το δικό του γιο

            στον κόσμο αυτό παιδιά να φέρει,

            να γίνεται γεννήτρα ανόσιων παιδιών.

            Και γοερά θρηνούσε για το συζυγικό της το κρεβάτι,

            όπου η δύστυχη γόνους διπλούς εγέννησε,

            άντρα από τον άντρα της, μα και παιδιά απ’ το παιδί της.                 

            Και πώς μετά από ετούτα χάθηκε, διόλου εγώ δεν ξέρω.

            Γιατί με δυνατές κραυγές όρμησε μέσα ο Οιδίπους,

            και ύστερα απ’ αυτό δεν ήταν δυνατό το κακοπάθημα εκείνης

            να παρακολουθήσουμε ώς το τέλος,

            αλλά κοιτούσαμε εκείνον που εδώ κι εκεί παράδερνε.

            Αλαλιασμένος έρχονταν σ’ εμάς ζητώντας ξίφος να του      δώσουμε,                                                       

            και ρώταγε πού τη γυναίκα του θα έβρισκε

            − μα όχι τη γυναίκα, αλλά το μητρικό χωράφι το διπλό

            που και τον ίδιο βλάστησε και τα δικά του τα παιδιά.

            Καθώς λοιπόν αυτός λυσσομανούσε,

            κάποιος του δείχνει απ’ τους θεούς∙ γιατί κανείς δεν του ’δειξε

            από τους άντρες που ’μασταν κοντά του.

            Και φοβερή κραυγή αφήνοντας, σαν κάποιον να ’χε οδηγό του,      

            πέφτει με δύναμη πάνω στις δίφυλλες τις πύλες,

            λυγίζει σπρώχνοντας απ’ τους αρμούς τους τους μοχλούς

            και μες στο θάλαμο χυμάει. Εκεί τότε λοιπόν                                       

            είδαμε τη γυναίκα κρεμασμένη, μπλεγμένη σε πλεχτή θηλιά∙

            και με το που τη βλέπει αυτός, σκούζοντας άγρια ο δόλιος,            

            τον κρεμαστό το βρόχο λύνει.

             Κι όταν η άμοιρη βρέθηκε κάτω ξαπλωμένη,

             Ε, τότε το τι έγινε ήτανε φοβερό να το θωρείς.                                                            

            Άρπαξε από πάνω της τις χρυσοδουλεμένες

             των ρούχων της περόνες που με αυτές στολίζονταν,

             τις σήκωσε ψηλά και χτύπησε μέσα στις κόγχες τους                     

             τα μάτια του, τέτοια φωνάζοντας,

             πως δε θα βλέπουν πια μήτε τα όσα έπαθε

             μήτε τα όσα φοβερά διέπραξε,

             μα στο εξής μες στο σκοτάδι θε να βλέπουν

             εκείνους που δεν έπρεπε3 κι ούτε θε να γνωρίσουν

             αυτούς που  λαχταρούσαν.4

             Τέτοια λέγοντας μες στους θρήνους του,                                            

             χτυπούσε δυνατά τα βλέφαρα με τις περόνες

             πολλές φορές και όχι μία∙ την ίδια τη στιγμή,

             οι αιματοβαμμένες κόρες των ματιών του μουσκεύανε

            τα γένια του και δεν ανάβλυζαν μόνο υγρές σταγόνες αίμα,

             αλλά μαζί μαύρη βροχή χυνότανε κι αιματηρό χαλάζι.5

             Ετούτα τα κακά ξεσπάσαν στα κεφάλια και των δυο                         

             και όχι μόνο στου ενός,

             κακά κοινά και για τον άντρα και για τη γυναίκα.

             Κι έτσι, η προηγούμενη ευτυχία, η παλιά,

             πριν από όλ’ αυτά ήταν δικαίως ευτυχία∙

             μα τώρα, την ημέρα ετούτη,

             έγινε στεναγμός και συμφορά, έγινε θάνατος, ντροπή,

             και γενικά απ’ όσα ονόματα υπάρχουνε για όλα τα δεινά

             κανένα όνομα δε λείπει.                                                                     

 

 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1) Από το βιβλίο της μεταφράστριας:  ΣΟΦΟΚΛΗΣ, η «μέλισσα» του αρχαίου ποιητικού λόγου, Εκδόσεις ΕΚΚΡΕΜΕΣ, 2016.

2) Το απόσπασμα αυτό που παραθέτουμε προέρχεται από το τελευταίο επεισόδιο της αριστουργηματικής τραγωδίας του Σοφοκλή και ανήκει στην αφήγηση του εξάγγελου (στο αρχαίο θέατρο ἐξάγγελος λέγεται αυτός που ανήγγελλε όσα είχαν συμβεί πίσω από τη σκηνή), ο οποίος ιστορεί με συναρπαστική παραστατικότητα τα τραγικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στο εσωτερικό του παλατιού: την αυτοκτονία της Ιοκάστης και την αυτοτύφλωση του Οιδίποδα με τις περόνες του ρούχου της.      

 

Η Ιοκάστη έχει καταλάβει ότι ο Οιδίποδας είναι γιος της και ο φονιάς του πατέρα του και σιωπηλή έχει αποτραβηχτεί στα δώματά της. Σε λίγο φτάνει και ο Οιδίποδας στην αυτοαναγνώρισή του και εγκαταλείπει τη σκηνή μπαίνοντας στο παλάτι με τα τελευταία τούτα λόγια:

               […]

                Ω φως, ας σ’ αντικρίσω τώρα για στερνή φορά

                εγώ που έχει πια φανεί

                και ότι από κείνους που δεν έπρεπε γεννήθηκα

                και ότι έσμιξα μ’ εκείνους που δεν έπρεπε

                και ότι σκότωσα εκείνους που δεν έπρεπε.

 

Μετά το χορικό που ακολουθεί, εμφανίζεται ο εξάγγελος, ο οποίος ανακοινώνει στον Χορό πρώτα ότι πέθανε η Ιοκάστη και, στη συνέχεια, ξετυλίγει την αφήγησή του την οποία προκαλεί η ερώτηση που του γίνεται για την αιτία του θανάτου της.

3) Εννοεί τα παιδιά του.

4) Εννοεί τους γονείς του.

5) Ποιητική υπαινικτική αναφορά στα αποτρόπαια ανομήματα του Οιδίποδα, της πατροκτονίας και της αιμομιξίας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Γεωργία Παπαδάκη

H Γεωργία Παπαδάκη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου υπηρέτησε για δέκα χρόνια ως Βοηθός στον Τομέα Αρχαιολογίας και, παράλληλα, έλαβε μέρος σε διάφορες ανασκαφές. Τα τελευταία χρόνια μελετάει αρχαίους συγγραφείς και μεταφράζει αγαπημένα της κείμενα της ελληνικής γραμματείας. Από το Α΄Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας έχει παρουσιάσει παλαιότερα μια σειρά σχετικών εκπομπών με τον τίτλο « Είτε βραδιάζει είτε φέγγει, μένει λευκό το γιασεμί». ΄Εχουν εκδοθεί εξι βιβλία της: "Aνθολογία αρχαίας ελληνικής ερωτικής ποίησης", "Ο δικός μας Αριστοφάνης",  "Μούσας άγγιγμα", " Αισχύλος. Ο ποιητής του μεγαλοπρεπούς και του τιτανικού", "Σοφοκλής. Η «μέλισσα» του αρχαίου ποιητικού λόγου", "Η γυναίκα και ο γυναικείος λόγος στο έργο του Ευριπίδη".

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.