You are currently viewing Υπόγειος Κόσμος, Ντον ΝτεΛίλλο, μτφρ. Έφη Φρυδά

Υπόγειος Κόσμος, Ντον ΝτεΛίλλο, μτφρ. Έφη Φρυδά

Η Μάριαν γέρνει πάνω μου και γελώντας κοιτάζει την επιφάνεια της γης που απλώνεται γύρω μας. Ένα χρυσοκόκκινο νήμα, το πρώτο φως στραφταλίζει στην άκρη της ερήμου. Στα τριακόσια πόδια βρίσκουμε ένα ελαφρύ, δυτικό αεράκι που μας παρασέρνει προς το βλέφαρο του ήλιου που ξεμυτίζει. Δεν καταλαβαίνουμε ότι κινούμαστε. Είναι λες και η γη γλιστράει από κάτω μας με ένα σωρό κινητά σπίτια και ένα φορτηγό με μαύρη σκεπή που πάει προς το νότο. Ένα τσούρμο σκυλιά μας γαβγίζουν εκεί κάτω. Γαβγίζουν, τρέχουν, πηδούν και τα λένε μεταξύ τους γκρινιάρικα, καθώς εμείς απομακρυνόμαστε πάνω από το χώρο με τα τρέιλερ περνώντας τα ένα-ένα. Όλο κι άλλα σκυλιά εμφανίζονται και κάνουν μια στροφή στη μέση του σάλτου γαβγίζοντας. Πού βρέθηκαν όλα αυτά τα σκυλιά; Γαβγίσματα, γρυλίσματα που πολλαπλασιάζονται, μια επιδημία που ξυπνάει τον γνωστό σε ‘μας κόσμο.

Έπειτα βρισκόμαστε ψηλά, πάνω από τη βυθισμένη στους ίσκιους ανοιχτή γη, καφετιά σαν κόκαλο. Αιωρούμαστε στον απαλό αέρα ισορροπώντας λικνιστικά αβαρείς σαν πούπουλα, με μια γεύση του σύμπαντος ν’ απλώνεται γύρω μας.

Ο πιλότος τραβάει τη βαλβίδα του αέρα και ακούμε το βρυχηθμό των καυστήρων. Η Μάριαν γελάει. Μιλάει και γελάει αδιάκοπα, ευτυχισμένη και φοβισμένη. Το καλάθι δεν είναι μεγάλο. Μόλις που χωράει τους τρεις μας, μαζί με ντεπόζιτα, βαλβίδες, καλώδια, εργαλεία και σκοινιά. Κάθε πήδος του προπανίου στέλνει μια φλόγα ψηλή σαν άνθρωπο στο ανοιχτό στόμιο του νάυλον μπαλονιού που φουσκώνει από πάνω μας.

«Αν κρατήσει αυτός ο αέρας την κάναμε λαχείο», λέει ο πιλότος. «Αν είμαστε σαββατογεννημένοι».

Γελάμε και οι δυο. Πιο ελαφροί κι απ’ τα αεράκι είμαστε. Τούτο το αερόστατο δεν είναι κομμάτι της επιστήμης. Είναι μια αυτοσχέδια προσευχή. Ο πιλότος αραιώνει τις καύσεις έχοντας το νου του στο πυρόμετρο, για να μην υπερθερμαίνεται το περίβλημα. Είναι ένα παιχνίδι, ένα μεγάλο παιχνίδι. Κι εμείς, πλεγμένοι μες στην υφή του, γουρλώνουμε τα μάτια καθώς οι φλόγες τινάζονται ψηλά.

Είναι ένα ριγωτό αερόστατο, σαν γιγάντιο ζαχαρωτό. Ο Τζέρι μας δείχνει προς το νότο βλέπουμε ένα δρόμο κι ένα αυτοκίνητο. Είναι το αυτοκίνητο που μας συνοδεύει. Ένα ασορτί φορτηγάκι σαν ζαχαρωτό που πίσω του σέρνει ένα μικρό, ανοιχτό τρέιλερ για το αερόστατο και το καλάθι.

Η φλόγα φουντώνει, κερδίζουμε ύψος και η Μάριαν λέει, «Είναι το ωραιότερο δώρο γενεθλίων».

«Και δεν είδες τίποτα ακόμα», λέω εγώ.

«Πώς το σκέφτηκες;» με ρωτάει εκείνη. «Πάντα ήθελα να το κάνω, δεν το ήξερα όμως. Ή μάλλον, το ήξερα, αλλά ποτέ δεν το οργάνωσα. Τι έγινε; Διάβασες τη σκέψη μου; Ξέρεις, δεν είχα συνειδητοποιήσει πόση ανάγκη είχα να βγω έξω, να ξαναδώ αυτό το τοπίο», συνεχίζει. «Είχα πέσει με τα μούτρα στη δουλειά. Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι θα κάναμε κάτι τέτοιο. Κι όταν μου είπες στις τέσσερις τα χαράματα, σκέφτηκα, Ωραία γενέθλια θα κάνω!»

«Τώρα ξέρεις», λέω. «Αλλά μόνο κατά το ήμισυ».

Είμαστε αγκαλιά, έχω το χέρι γύρω από τους ώμους της και οι μηροί μας ακουμπούν. Κουνιόμαστε και στροβιλιζόμαστε χωρίς να γυρνάμε. Στροβιλιζόμαστε μέσα στον ίδιο μας τον εαυτό. Το αίμα μας περιστρέφεται, σκιρτά συγκεντρώνοντας ερεθίσματα. Κρατώντας με το άλλο μου χέρι τη σιδερένια μπάρα, τμήμα του γερού σκελετού που συνδέει το καλάθι με τα συρματόσκοινα, αισθάνομαι το μέταλλο να ανασαίνει μες στη χούφτα μου.

……

Πλησιάζουμε πετώντας στα τετρακόσια πόδια. Νιώθω τη Μάριαν να σκύβει σαστισμένη, τρέμοντας στην άκρη του καλαθιού. Το θέαμα είναι συγκλονιστικό. Χρωματικές εκρήξεις, σερπαντίνες που ξετυλίγονται και εκτινάσσονται, μια ζωντανή δύναμη εκεί κάτω, στη γη. Η Μάριαν με τραβάει από το πουλόβερ κοιτώντας με.

Με ρωτάει θαρρείς. Πού είμαστε; Τι’ ναι αυτά που βλέπουμε; Ποιος τα ‘φτιαξε;

Τα βασικά χρώματα δεν είναι τόσο επιθετικά όσο μου φάνηκαν αρχικά. Τα κόκκινα είναι αραιωμένα, ξεθωριασμένα από τον καιρό ή περασμένα από πάνω με άλλο χρώμα. Ένα τμήμα των ατράκτων διακοσμείται από τακτικές πινελιές σε όμορφες αποχρώσεις του μπλε. Γαλάζια βαθιά, και άτονα μπλε. Μπροστά μας τώρα έχουμε ένα κομμάτι βαμμένο με μια μεγάλη, απαλή πινελιά, ένα πλατύ, σταχτοπράσινο, μουσταρδοπράσινο ίσως τόξο με γκρίζες πινελιές που καμπυλώνονται προς τα πάνω από τη νοτιοανατολική γωνιά προς η βόρεια, καλύπτοντας σχεδόν το ένα τρίτο της μάζας του αεροπλάνου. Υπάρχουν κάμποσα αεροπλάνα καλυμμένα με τούτη τη μπογιά, αυτό είναι το υγρό τούτης της δουλειάς που κυκλοφορεί, που καθορίζει το ρυθμό, που κρατάει την επιφάνεια σε συνοχή.

Τα χρώματα γύρω μας, το χρωματιστό φως κάνει τα κορμιά μας να πιέζονται με ακόμα μεγαλύτερη ένταση. Τώρα ο ήλιος καίει πάνω από τη γραμμή του ορίζοντα. Πέφτουμε στα διακόσια πόδια. Ο Τζέρυ τραβάει το μοχλό και η φλόγα φουντώνει. Όταν βρισκόμαστε ακριβώς από πάνω, το έργο γίνεται πιο σκληρό. Μας χτυπάει μετωπικά. Μερικά σημεία είναι άβαφα, νεκρές μεταλλικές λουρίδες στα φτερά, λευκό του οξυζενέ, τραχύ, αυλακωμένο. Ξεθωριασμένες επιγραφές ασφαλείας διακρίνονται ακόμα πάνω στις ατράκτους. Είναι ένα κομμάτι που κερδήθηκε δύσκολα. Χάνει τη ροή του και η υφή του γίνεται κοκκώδης.

….

Αντικείμενα υπέροχα, ζωγραφισμένα για να σημαδέψουν το τέλος μιας εποχής και την αρχή μιας άλλης, εντελώς διαφορετικής. Μόνο ένα τέτοιο θέαμα είναι ικανό για να προαναγγείλει αυτή την αλλαγή.

«Ποτέ πια δεν θα κοιτάξω τη ζωγραφική με τον ίδιο τρόπο», λέει η Μάριαν.

«Ούτε τ’ αεροπλάνα».

«Ούτε τ’ αεροπλάνα», συμφωνεί εκείνη.

Πώς να βλέπουν άραγε αυτό το έργο από το διάστημα; αναρωτιέμαι. Ίσως σαν την τέχνη της γης του χαμένου κόσμου των Ίνκας.

Το αεράκι μας απομακρύνει και ο πιλότος τραβάει το μοχλό για τη τελική αργή άνοδο. Πέρα, στα ανατολικά βλέπουμε ένα συννεφένιο τείχος και δυο γεράκια να πετούν τόσο γαλήνια, που είναι θαρρείς κι αυτά τα δυο πουλιά βρίσκονται εδώ πάνω από τη βιβλική εποχή. Σε ένα χωράφι σωροί από βράχια, τεράστια, μπρούντζινα νομίζεις βράχια, σκαλισμένα στα πλευρά. Νιώθω τη γυναίκα μου στο πλευρό μου. Σκόνη σηκώνεται στους σκούρους λόφους. Στο βοσκοτόπι διακρίνω δυο εγκαταλειμμένα αμάξια. Είναι δυο ανοιχτά αυτοκίνητα με κουρελιασμένη σκεπή. Όλα όσο βλέπουμε από εδώ πάνω – ακόμα και τα αυτοκίνητα που σκουριάζουν και διαλύονται – φαντάζουν απειλητικά, αστραφτερά, γεμάτα με την ομορφιά πραγμάτων που συνήθως περνούν απαρατήρητα.

 

το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2000, από τις εκδόσεις της Εστίας, σε μτφρ. Ε.Φ.

Έφη Φρυδά

Η Έφη Φρυδά γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, σε ένα ωραίο (ακόμα) κομμάτι του ιστορικού κέντρου. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και Οικονομικά. Ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση σε όλη σχεδόν την ενήλικη ζωή της. Έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, συγγραφείς όπως Ντύλαν Τόμας, Ντ. Χ. Λώρενς, Τ. Χάρντυ, Ε.Μ. Φόστερ, Ι. Ουόρτον, Κ. Μπλίξεν, Τζ. Μπόλντουιν, ΝτεΛίλλο, Τζ. Κ. Όουτς, Μπουκόφσκι, Ρούσντι, Γκόλντινγκ, Ντ. Τζόνσον, Χ. Σέλμπι, Σ. Μπέλοου, Π. Χάισμιθ, Όσιαν Ουόνγκ. Ήταν υποψήφια για το Βραβείο καλύτερης μετάφρασης του Ευρωπαϊκού Κέντρου Λογοτεχνίας και επιστημών του Ανθρώπου (ΕΚΕΜΕΛ) και για το βραβείο καλύτερης λογοτεχνικής μετάφρασης του Athens Prize Festival. Έχει επίσης μεταφράσει δοκίμια ψυχανάλυσης και ψυχολογίας, έχει συνεργαστεί με το Μουσείο Μπενάκη και έχει συγγράψει και επιμεληθεί κείμενα καταλόγων για εκθέσεις. Αγαπά με πάθος τις εικαστικές τέχνες και ασχολείται με την έρευνα και συγγραφή σχετικών άρθρων. Συνεργάστηκε με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, ασχολήθηκε με το Θέατρο στην Εκπαίδευση και εργάστηκε ως μεταφράστρια για κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γράφει ποίηση.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.