You are currently viewing Φάνης Κωστόπουλος:  Θεές και θνητοί

Φάνης Κωστόπουλος:  Θεές και θνητοί

    Στα παιδικά μου χρόνια οι μέρες μου δεν ήταν πάντα αλητεία. Είχα και καλές στιγμές στις οποίες έτρεφα το πνεύμα μου όχι μόνο με το διάβασμα, άλλα και με τις ταινίες του αμερικανικού  κινηματογράφου, και μάλιστα μ’ εκείνες   της  χρυσής εποχής του, όπου οι γυναίκες ηθοποιοί είχαν σχεδόν όλες τέτοια ομορφιά, που, όπως λέει μια ανατολίτικη παροιμία, σταμάταγε  άτι. Τις έβλεπα, θυμάμαι, στην οθόνη και μονολογούσα : « Έτσι πρέπει να ήταν η Αφροδίτη ή η Άρτεμις∙ ή ακόμη και αυτή η ανέραστη Παλλάδα». Και αυτό  βέβαια ανάλογα  με τον τύπο γυναίκας που έβλεπα. Κοίταζα ύστερα και τις δικές μας στις μαυρόασπρες ελληνικές ταινίες, οι οποίες όσο καλά κι αν έπαιζαν το ρόλο τους, η ομορφιά τους δεν είχε εκείνο το θεϊκό που έβρισκες στις  γυναίκες του αμερικανικού κινηματογράφου. Νόμιζες ότι όλες είχαν κατέβει από τον  Όλυμπο… Και στην κυριολεξία ένιωθα θνητός απέναντί τους — τόσο απρόσιτες και ανώτερα πλάσματα μου φαίνονταν.

   Τα αναφέρω αυτά, γιατί ,ως μαθητής  στο Γυμνάσιο,  διάβαζα συχνά στην Ελληνική Μυθολογία για τις θεές του Ολύμπου. Σε έναν από τους μύθους που σχετίζεται με την Άρτεμη, τη σεμνή αυτή θεά που ήταν αδελφή του Απόλλωνα και κόρη της Λητώς, διάβαζα ότι ερωτεύτηκε  έναν όμορφο θνητό, τον Ενδυμίωνα, που ο Δίας τον άφησε να διαλέξει τον τρόπο ζωής που ήθελε. Αυτός προτίμησε να είναι αθάνατος , παραμένοντας πάντα νέος και βυθισμένος σε αιώνιο ύπνο. Αυτό έκανε τη σεμνή θεά να ξεπεράσει τη ντροπαλότητά της και να τον επισκέπτεται τη  νύχτα, καθώς κοιμόταν σε μια πλαγιά του Λάτμου. Ο μύθος αυτός μου θύμισε τους ωραίους στίχους του Μπωντλαίρ από το σονέτο του Η προσβεβλημένη σελήνη, που έγραψε για την όμορφη μητέρα του και που ήταν μια οιδιπόδεια αντίδραση του ποιητή στην ερωτική της σχέση με τον μετέπειτα πατρυιό του.  Σε δική μου απόδοση οι στίχοι λένε:

                                   Στο κίτρινό σου ντόμινο και με λαθραίο βήμα ,

                                   Πας, απ’ το βράδυ ως το πρωί, σαν άλλοτε και τώρα,

                                    Τις χάρες του Ενδυμίωνα  ξέθωρες ν’ απολαύσεις;

 

                                         Sous ton domino jaune, et d’ un pied clandestin,

                                         Vas –tu , comme jadis, du soir jusqu’ au matin,

                                         Baiser d’ Endymion  les  grâces  surannées ?

Όπως είπα πιο πάνω, παιδί του Γυμνασίου ήμουν και προσθέτω ακόμη: Διαβόλου εγγόνι. Ήταν επομένως αδύνατο να μ’ αρέσει τόση ανδρική αδράνεια στον έρωτα και άλλαξα, όπως έκαναν άλλωστε και οι τραγικοί ποιητές, τον μύθο, για  να γράψω ένα ποίημα με θέμα αυτό τον έρωτα της θεάς. Ήθελα δηλαδή   ο  όμορφος Ενδυμίωνας να αλαφροκοιμάται όπως συμβαίνει με πολλούς ανθρώπους, και όχι να είναι  στο διηνεκές αιχμάλωτος του Ύπνου. «Με το να είναι θεά», σκέφτηκα, « δεν παύει να είναι συνάμα και γυναίκα, που θέλει τον άνδρα, σωστό άνδρα, παλικάρι. Του ύπνου η αδράνεια μονάχα σε νεκρό ταιριάζει». Τότε μου ήρθαν ξαφνικά στη μνήμη  ετούτοι οι στίχοι του Δροσίνη που συμφωνούν μ’ αυτή την άποψη:

                                     Θέλει η γυναίκα απ’ τον καλό της

                                 Κοντά στο χάρισμα της νιότης

                                   Να ‘χει την τόλμη, αντρίκια χάρη.

                                  Κι η Πηνελόπη, χωρισμένη,

                                 Τον Οδυσσέα πιστή προσμένει

                                 Γιατί τον ξέρει παλικάρι.

Πήρα λοιπόν την απόφαση να κάνω  αυτή την τολμηρή αλλαγή, ενώ οι στίχοι, που τώρα αντιγράφω από το τετράδιο των ποιημάτων που είχα ως μαθητής, δείχνουν την εφηβική μου ευαισθησία σε τέτοια ερωτικά θέματα  :

                                                  ΑΡΤΕΜΙΣ  και  ΕΝΔΥΜΙΩΝ

                               Στην ανοιξιάτικη νυχτιά η ντροπαλή Σελήνη

                                Τον όμορφο Ενδυμίωνα θέλησε να φιλήσει,

                                Που αλαφροκοιμότανε στου Λάτμου τη γαλήνη.

                              Ελάττωσε τη λάμψη της για να μην τον ξυπνήσει,

                                Μ’ αυτός, που την κατάλαβε , τη   νόμισε δρυάδα

                                 Και τη θεά επλάγιασε στην ορεινή παστάδα.

                                             Και όταν ήρθε η στιγμή

                                            Για την κρυφή της τη φυγή,

                                            Πρωί πρωί χαράματα,

                                           Στου Όλυμπου τα δώματα

                                           Πέταξε, όπως τα πουλιά,

                                          Απ’του εραστή την αγκαλιά,

                                          Προτού το μάτι τ’ αδερφού

                                         Βγει στην κορφή του Υμηττού. 

  Έτσι μου άρεσε ο μύθος, αφού στον έρωτα ακόμα και θεοί υποκύπτουν. Θα ήταν,  νομίζω , άχαρο μια τόσο όμορφη θεά, που θέλει να χαρεί κρυφά τον έρωτα, να καταφεύγει από ντροπή σε λάφυρο του Μορφέα… Ζήσαν και χάρηκαν τη νύχτα τους με έντονη και ακόρεστη ηδονή … Και αυτό γιατί έτσι ήθελε εκείνο το γυμνασιόπαιδο πού, όπως έλεγαν οι καθηγητές του, ήταν και διαβολόπαιδο.

                                                      —————–

                                                                

                                                                                                                                                                       

                                          

                                             

                                                                                                                                              

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

        

 Φνης

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.