You are currently viewing Χριστίνα Δ. Παπαδημητρίου: Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, Λιγοστεύουν οι λέξεις, Μελάνι, 2017                                                        

Χριστίνα Δ. Παπαδημητρίου: Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, Λιγοστεύουν οι λέξεις, Μελάνι, 2017                                                       

 Λιγοστεύουν οι λέξεις: Καθ’ οδόν προς την ποιητική έκφραση

H τελευταία ποιητική συλλογή της Δέσποινας Καϊτατζή Χουλιούμη με τίτλο «Λιγοστεύουν οι λέξεις» περιέχει 58 μικρά σε έκταση ποιήματα, που πραγματεύονται το θέμα της μετανάστευσης, της προσφυγιάς, της περιθωριοποίησης, ως βίωμα του παρελθόντος και του παρόντος, ως βίωμα ατομικό και συλλογικό.  Η κ. Καϊτατζή με εργαλείο της έναν λόγο λιτό, με μια διάθεση δωρικής αφαίρεσης και υπό το πρίσμα μιας σφαιρικής οπτικής των πραγμάτων αποπειράται να καταγράψει τη σύγχρονη τραγική πραγματικότητα του πρόσφυγα, του μετανάστη, του ανέστιου. Αποπειράται να αποτυπώσει τη νοσταλγία, τη μοναξιά, την απελπισία, τα συναισθηματικά αδιέξοδα, τις αγωνίες που επισύρει η βίωση αυτής της πραγματικότητας. Παράλληλα, με ιδιαίτερη τόλμη και με παραστατική δύναμη περιγράφει τον ελλοχεύοντα πάντα ρατσισμό, τον φόβο απέναντι στο ξένο και το διαφορετικό. Τέλος, τολμά να υποδείξει την ευθύνη που θα πρέπει να επωμιστεί ο καθένας μας και μάς καλεί να κυοφορήσουμε εμείς οι ίδιοι την ελπίδα ή να κοιτάξουμε προς τη μικρή χαραμάδα από όπου ακόμη εξακολουθεί να εισέρχεται το ζωογόνο φως της.

            Είναι ολοφάνερο πως στα ποιήματα αυτής της συλλογής η ποιήτρια επιχειρεί να αποτυπώσει τις τραγικές συνέπειες της οικονομικής, πολιτικής και πολιτιστικής κρίσης που κατατρύχει την εποχή μας. Και έμμεσα κάνει επίκαιρη την άποψη πως  το λογοτεχνικό κείμενο αποτελεί μια προσωπική δημιουργία, που μέσα από τη χρήση του λόγου ενσωματώνει μεταβαλλόμενες κοινωνικές, ηθικές και ιδεολογικές αξίες, καταγράφει υπό μια έννοια την πραγματικότητα και  καταδεικνύει την ιδιαίτερη γλωσσική και πολιτισμική φυσιογνωμία ενός λαού σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο.[1] 

Στη συλλογή ποιημάτων λοιπόν, «Λιγοστεύουν οι λέξεις» όχι μόνο είναι ιδιαίτερα ορατός ο χαρακτήρας της λογοτεχνίας ως καλλιτεχνική αποτύπωση της πραγματικότητας, αλλά  επαληθεύεται με εμφατικό τρόπο και η διαπίστωση του πεζογράφου Τηλέμαχου Κώτσια πως: «Όπου κι αν κοιτάξουμε, η λογοτεχνία τρέφεται από τις σάρκες των ανθρώπων, διψάει για αίμα, για βάσανα, για θλίψη».[2] Ακούγεται κυνικό όμως, πράγματι η ανθρώπινη δυστυχία, τα προβλήματα της ανθρωπότητας ήταν και είναι η τροφή της λογοτεχνίας. Και με αυτή την ίδια τροφή συντηρείται, αναπτύσσεται και ως φαίνεται ενηλικιώνεται η ποίηση της Δ. Καϊτατζη- Χουλιούμη  στη συλλογή της «Λιγοστεύουν οι λέξεις».

Η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη κοιτώντας τα πράγματα από μια απόσταση, που ίσως να συνδέεται με τη σοφία, που εντωμεταξύ έχει ενσταλάξει στη σκέψη της το προσωπικό βίωμα[3], καταφέρνει να αναδείξει τη διαχρονική φύση των πραγμάτων, την ένταση των συναισθημάτων που αυτά κάθε φορά εμπνέουν, αλλά και να υποδείξει τα όπλα που διαθέτει ο καθένας από μας στην προσωπική του φαρέτρα για να επιβιώσει, όταν παραστεί η ανάγκη‧ όταν βρεθεί ξένος σε μακρινούς τόπους ή νιώσει ξένος στον ίδιο του τον τόπο. Τότε κατά την ποιήτρια θα πρέπει να κάνει την υπέρβαση και είτε να δει τα πράγματα υπό το πρίσμα μιας απενοχοποιημένης ευαισθησίας, που θα δώσει διέξοδο στη σωρευμένη θλίψη, είτε να επιδιώξει μια λυτρωτική και αναζωογονητική κατάδυση στις πνευματικές και υλικές του «ρίζες». Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως τα δέντρα, τα κλαδιά, οι ρίζες αποτελούν τα επικρατέστερα σύμβολα των ποιημάτων αυτής της συλλογής.

Την παραπάνω στάση, νομίζω, μας προτείνει η ποιήτρια να υιοθετήσουμε με το ποίημά της «Πατρίδα μου η αγάπη», με το οποίο μας καλεί να δώσουμε μια διέξοδο στην συναισθηματική μας φόρτιση και να αναζητήσουμε στο παρελθόν μας ό,τι μπορεί να μας εμπνεύσει και να αναπτερώσει το ηθικό μας.

 Πατρίδα μου η αγάπη /το χώμα των δακρύων μας/αρχαίες λέξεις οι λέξεις μου/λέξεις που μου φανέρωσαν τον κόσμο/ψίθυροι ακατάληπτοι στο μοιρολόι μάνας/τόποι που μ’ έδεσαν στις κόγχες τους/εδραιωμένοι μέσα μου μ’ ορίζουν/πατρίδα μου ο ήλιος/η βροχή τα δέντρα τα βουνά/ρίζες βαθιές αρχέγονες/το χώμα που πατάω στέρεα/το χώμα που θα με χωνέψει/πατρίδα μου ο κόσμος/πατρίδα μου η αγάπη

Ας σταθούμε όμως, αρχικά στον τίτλο της ποιητικής συλλογής: «Λιγοστεύουν οι λέξεις». Θα τον χαρακτήριζα ιντριγκαδόρικο με το σκεπτικό ότι τον χρησιμοποιεί μια ποιήτρια, της οποίας βασικό και μοναδικό εργαλείο της τέχνης της είναι οι λέξεις. Γιατί άραγε λιγοστεύουν οι λέξεις; Διότι δεν επαρκούν για να καταγράψουν τη ζοφερή πραγματικότητα ή γιατί «Κρείττον του λαλείν το σιγάν»;  Και έπειτα πώς να αρθρώσει κανείς λόγο μπροστά σε μια πραγματικότητα που τον ξεπερνά, μια πραγματικότητα γραμμένη με αίμα, απώλειες, διωγμούς, προπηλακίσεις, καραβάνια μεταναστών, προσφύγων, απόκληρων, ανέστιων σε έναν κόσμο που οι αριθμοί ευημερούν, όμως οι άνθρωποι δυστυχούν; Αλλά και πάλι μήπως λιγοστεύουν οι λέξεις αυτές, που έχουν θετική σημασιοδότηση; Αυτές με τις οποίες επιλέγουμε  να περιγράψουμε, να εκφράσουμε κάτι το θετικό και ελπιδοφόρο; Όπως την αγάπη, την φιλοξενία, την αλληλεγγύη, την αποδοχή, τη φιλία, το όνειρο κ.ά. Μήπως λιγοστεύουν οι λέξεις, γιατί σε ξένο τόπο ποιες λέξεις να βρει κανείς για να πει αυτό που τον καίει, αφού η μητρική του γλώσσα δεν γίνεται κατανοητή και ο ίδιος αγνοεί  τον γλωσσικό κώδικα της χώρας που τον φιλοξενεί και οι λέξεις της ηχούν στα αφτιά του «άνοστες» όπως χαρακτηριστικά λέει η ποιήτρια. Ίσως και όλα αυτά μαζί. Οπότε  τι μένει, όταν λιγοστεύουν οι λέξεις για να εκφραστεί κανείς; Τότε μπορεί να πληθύνουν οι εικόνες και οι σιωπές, όπως στο ποίημα που ακολουθεί.

 Λιγοστεύουν οι λέξεις/Μουδιασμένες/λιώνουν στο στόμα/χάπι πικρό/Κόμπος στο λαιμό/με πνίγουν/Τελειωμένα λόγια οι λέξεις/Ακατάληπτα/μουρμουρητά και κραυγές/ανακούρκουδα καθισμένα/κουνιούνται πέρα δώθε/Θρηνούν/Θρήνος που λέξεις δεν γίνεται/Φρίκη που δεν τη φτάνουν λέξεις

Η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη επιλέγει λοιπόν, συνειδητά λίγες λέξεις για να διαμορφώσει το προσωπικό της ύφος. Λέξεις καθημερινές, οικείες ενίοτε λαϊκές ανάμεσα στις οποίες συχνά θαρρείς πως παρεισφρέουν κάποιες πιο σπάνιες και κάπως ακαδημαϊκές, που υποψιάζομαι ότι τις επιλέγει για να μας προκαλέσει και να μας αναγκάσει να σταθούμε στο νόημά τους, στη βαρύνουσα σημασιοδότησή τους. Έτσι, ξεπετιούνται ξαφνικά μέσα στο λόγο της λέξεις όπως: απεκδυθεί, καθημαγμένος, αγκιτάτορας.[4]  Λέξεις, τις οποίες η ποιήτρια επιλέγει για να υποσκάψει την αφελή μακαριότητά μας και να μπολιάσει τη σκέψη μας με  μια γερή δόση αλήθειας όπως στα ποιήματα «Θα παίξουμε τον πόλεμο» και «Αύριο», το οποίο και παραθέτω.

Αύριο//Αύριο μια άλλη μέρα θα προβάλει/Θα τραγουδήσει για λίγο με πάθος/θα μας παρασύρει στη χίμαιρα/Πλήθος Ιανών θα μας κατακλύσουν μετά/θα μας κλείσουν το μάτι θα γελάνε σαρδόνια/Αύριο μια άλλη μέρα τροπαιοφόρα/Με το σπασμένο της δρεπάνι/θα θερίσει ανέμους ελπίδας/που εναποθέσαμε στην άδεια παλάμη της /Θα/φέρει νέους εγκάθετους κι αγκιτάτορες/Και τα παιδιά μας φευγάτα από καιρό

Στα ποιήματα της συλλογής ο προσεκτικός αναγνώστης μπορεί να αντιληφθεί χωρίς ιδιαίτερο κόπο ότι περιλαμβάνονται ποιήματα, τα οποία καταγράφουν την πραγματικότητα ως έχει, πάντα με τη βοήθεια μιας ιδιαίτερα παραστατικής εικονοποιείας όπου ποτάμια, δέντρα, ρίζες και κλαδιά, θάλασσες, βουνά, γαλάζιοι ουρανοί αλλά και δρόμοι, καθημαγμένοι τόποι, έρημα σπίτια και χαλάσματα, σταθμοί τρένων και λεωφορεία, επιστρατεύονται για να αποδώσουν την απουσία της αγαπημένης πατρίδας, την καταστροφή της ή να σκηνοθετήσουν τον χώρο δράσης όλων αυτών  που ως πρόσφυγες, μετανάστες και ανέστιοι επαιτούν μια δεύτερη ευκαιρία ή μια καινούργια πατρίδα («Πρόσφυγες», «Dilemma»,  «Ακορντεονίστας του δρόμου», «Πλάνης», « Ήρθαμε πάλι στα βορινά», «Υπάρχουν σπίτια», «Μεσογωνία»).

Επίσης, στα ποιήματα της συλλογής παρατηρείται μια διεύρυνση του χώρου και του χρόνου που ξεπερνά τα όρια του εδώ και τώρα. Έτσι, ο «Απέλπιδας επαίτης του ηλίου», «ο μέτοικος των βόρειων χωρών» συναντά τους μικρούς αναλφάβητους ρομά, τον θλιμένο ακορντεονίστα, την έκπτωτη αρχόντισσα του δρόμου, τον αξιοπρεπή επαίτη,  τον ατημέλητο ύποπτο μελαμψό άνδρα. Οι Έλληνες πρόσφυγες του παρελθόντος των ποιημάτων «Στην πατρίδαν» και «Επίγονοι» συναντούν τους πρόσφυγες της Μέσης Ανατολής των ποιημάτων «Ραγισματιά ίσως» και «Άγνωστες λέξεις» αλλά και τους σύγχρονους μετανάστες της παγκοσμιοποίησης και της οικονομικής κρίσης του ποιήματος « Ξεριζωμένα δέντρα».

 Αυτή η δραματική συνάντηση-συνύπαρξη τόσων ηρώων, οι οποίοι έχουν διαφορετική κουλτούρα, διαφορετική εθνική ή φυλετική καταγωγή, διαφορετική ηλικία  και κοινωνική θέση οδηγεί το ποιητικό υποκείμενο προ των ευθυνών του  και βάζει σε δοκιμασία τα αντανακλαστικά της κοινωνικής αλληλεγγύης και της φυλετικής ανοχής του όπως φαίνεται στα ποιήματα: «Ήρθαμε πάλι στα βορινά», «Χέρι μα-χέρι», «Αρχόντισσα του δρόμου», «Συγνώμη να περάσω», «Πλάνης». Η επιλογή αυτή όμως, διευρύνει και τη σημασιοδότηση των ποιημάτων, καθώς αναγάγει το θέμα της ένδειας, του ξεριζωμού και των συνεπειών του σε πανανθρώπινο και διαχρονικό πρόβλημα όπως στα ποιήματα: «Κärlekslås», «Μία τσάντα σπίτι και πατρίδα έγινα», «Εξόριστοι», «Μεσογωνιά», «Υπάρχουν σπίτια», «Πατρίδα μου η αγάπη». Διαχρονική όμως, και πανανθρώπινη διάσταση αποκτά και η διάψευση των ονείρων στα ποιήματα: «Ό,τι βαθιά κοιτάξαμε», «Περσεφόνη», «Ανέστιος», «Στεγνές σταγόνες βροχής» καθώς  και  το αίσθημα της νοσταλγίας, που κατατρύχει τις ψυχές των μεταναστών και των προσφύγων.

Στα περισσότερα ποιήματα κυρίως της δεύτερης ενότητας η ποιήτρια φαίνεται να διευρύνει την οπτική μέσα από την οποία προσεγγίζει το θέμα της. Με εφαλτήριο τις πληγές που αφήνει η προσφυγιά και η ξενιτειά επιχειρεί να αποδώσει ευθύνες, να  αναδείξει την εκποίηση των αξιών, των ιδεών, του ανθρωπισμού, την επικράτηση των πολεμικών ιαχών όπως γίνεται στα ποιήματα: «Θα παίξουμε τον πόλεμο» και «Λίγο νερό» αλλά και στο «Σε δαιδαλώδεις δρόμους οδεύουμε» που ακολουθεί:

Σε δαιδαλώδεις δρόμους οδεύουμε/κι η Αριάδνη φευγάτη/Σπασμένα τόξα οι γέφυρες/κόμβοι, παρακαμπτήριοι/υπέργειοι δρόμοι, διαβάσεις υπόγειες/Το μπρος και το πίσω ένα/πλάι δεν έχει να γείρουμε/βλέμμα ορίζοντες ν’ απλώσεις/Ιχνηλατούμε επίγειοι τυφλοπόντικες/και τα γεράκια παραμονεύουν/Σε δαιδαλώδεις δρόμους οδεύουμε

    Παράλληλα σε αρκετά από τα ποιήματά της υποδεικνύει τις δυνατότητες εξόδου από τη δραματική πραγματικότητα. Μάλιστα, στα τελευταία ποιήματα αυτής της ενότητας το μήνυμα της ελπίδας είναι κυρίαρχο.

Και με κομμένες ρίζες/θα σταθούμε όρθιοι/και με σπασμένα κλαδιά/θ’ ανθίσουμε/Γιατί ό,τι έχουμε το κουβαλάμε μέσα μας/οι ρίζες φύτρωσαν εντός /μας κρατάνε στέρεα σ’ ελπίδας έδαφος/Τα φύλλα στο φυλλοκάρδι μεγάλωσαν/Τα λουλούδια ανθήσαν  στα μάτια/Ο σπόρος στο δάκρυ και στο χαμόγελο μέστωσε/Ο σπόρος μας θα κατακλύσει το σύμπαν/Και θα γεννήσει χιλιάδες ουράνια σώματα (Πρόσφυγες)

            Και  στο ποίημα όμως, «Επίγονοι» κυριαρχεί μια θετική πρόταση ζωής. Το ποιητικό υποκείμενο μας προτρέπει να αξιοποιήσουμε την πολιτιστική μας κληρονομιά και με οδηγό την αγάπη και ψυχικό σθένος να διεκδικήσουμε ένα καλύτερο μέλλον.

«Να θυμηθούμε τις ραψωδίες του παππού/στις λέξεις να προσδώσουμε το αρχαίο νόημα/Να τραγουδήσουμε μαζί για την αγάπη/να ορθώσουμε το ανάστημα /Τ’ ακόντιο στην παλάμη να ζυγίσουμε καλά/Πατώντας στη ρίζα σταθερά να εστιάσουμε/Σε πέντε θάλασσες σχεδίες καλοτάξιδες /ν’ αναζητήσουμε Ιθάκες να ονειρευτούμε /να τις επινοήσουμε αν χρειαστεί

Κλείνοντας, θα ήθελα να πω πως εκείνο που είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον στην ποίηση της κ. Δ. Χουλιούμη-Καϊτατζή είναι πως με παρρησία καταγράφει τις πληγές του σύγχρονου κόσμου και επιχειρεί να μας φέρει αντιμέτωπους με τις ευθύνες μας. Θα ’λεγε κανείς πως αρθρώνει έναν βαθύτατα πολιτικό λόγο, κι αυτό το κάνει χωρίς σκληρότητα, εμπάθεια, αλαζονεία, αλλά έχοντας βαθιά  κατανόηση  των ανθρωπίνων. Παράλληλα, μας καλεί  να ξεπεράσουμε τα σύγχρονα αδιέξοδα και την  έκπτωση της εποχής μας κάνοντας μια βαθιά κατάδυση στις ρίζες μας, αναζητώντας την πολιτιστική ταυτότητά μας και επιστρατεύοντας την ανθρωπιστική μας ευαισθησία.

 

Σημειώσεις:

[1]  Κοινωνιοκριτική θεωρία

[2]  Kotsias Tilemchos, Difference Is Truly a Gift, Critical Times, Critical Thoughts: Contemporary Greek Writers Discuss Facts and Fiction, Edited by Natasha Lemos and Eleni Yannakakis, Cambridge Scholars Publishing, 2015, p 53-63.

[3]  Η Δέσποινα Καϊτατζή – Χουλιούμη έζησε και σπούδασε στη Σουηδία

[4]  Αγκιτάτορας: αυτός που με λόγους, συνθήματα, καταγγελίες κλπ, ξεσηκώνει και κινητοποιεί τις μάζες να αναλάβουν δράση για τη διεκδίκηση πολιτικών ή κοινωνικών αιτημάτων

 

Η Χριστίνα Δ. Παπαδημητρίου είναι Δρ. Νεοελληνικής Φιλολογίας, Δ/τρια 4ου Γυμνασίου Σερρών

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.