You are currently viewing Χρ. Δ. Αντωνίου: Προσεγγίσεις στην ποίηση της γενιάς του ’70, Συλλογικό έργο, Εκδόσεις Γκοβόστη 2019

Χρ. Δ. Αντωνίου: Προσεγγίσεις στην ποίηση της γενιάς του ’70, Συλλογικό έργο, Εκδόσεις Γκοβόστη 2019

 

 

Οι όροι «γενιά του ’70» ή «γενιά της αμφισβήτησης» αναφέρονται σε μια ομάδα ποιητών που γεννήθηκαν από το 1940 μέχρι το 1955 και που εξέδωσαν το πρώτο τους βιβλίο στα χρόνια της δικτατορίας μέχρι το 1974 ή, έστω, μέχρι το 1981, κατά τον Δ. Μαρωνίτη. Τον πρώτο όρο τον χρησιμοποίησε για πρώτη φορά στο περιοδικό Λωτός ο Βασίλης Στεριάδης, ενώ τον δεύτερο τον πρότεινε ο  Βάσος Βαρίκας κι αρχίζει να τον υποστηρίζει ο Αλέξης Ζήρας στα 1979 (Νεώτερη Ελληνική Ποίηση, 1965-1980).  Η λογοτεχνική κριτική, ενώ εύκολα αποδέχτηκε  τον πρώτο όρο, ίσως γιατί ήδη  είχε  χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν («Γενιά του ’30») και διέθετε κιόλας έναν εύκολο χρονικό προσδιορισμό που περικλείει όλα τα δραματικά γεγονότα της μετεμφυλιακής ελληνικής κοινωνίας, τον δεύτερο όμως όρο: «γενιά της αμφισβήτησης» τον αμφισβήτησε. Κι αυτό γιατί ίσως έπρεπε πρώτα να μελετηθεί το «τι» αμφισβήτησαν αυτοί οι ποιητές και το «πώς». Αν και η κατεύθυνση αυτή ενείχε μια σημαντική δυναμική, ο όρος έπαψε να χρησιμοποιείται μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Το 1989 μάλιστα προτάθηκε (Κ. Γ. Παπαγεωργίου: Η γενιά του ’70) η αντικατάσταση του όρου της «αμφισβήτησης» με εκείνον της «άρνησης», γιατί η άρνηση αποτελεί πρωτογενή βιωματική στάση, ενώ η αμφισβήτηση προϋποθέτει συστηματική κριτική τοποθέτηση. Και είναι φυσικό λόγω του νεαρού της ηλικίας των ποιητών γύρω στα 1970 να μη μπορούσαν να προβούν σε συστηματική ανάλυση.

(Προσωπικά πιστεύω, εκ των υστέρων βέβαια, ότι ο όρος «γενιά της αμφισβήτησης», είναι ουσιαστικότερος του απλού χρονικού προσδιορισμού. Ίσως κιόλας θα ήταν καλύτερα ο όρος της «αμφισβήτησης» να συνοδεύει και συμπληρώνει τον άλλο. Κάνω αυτή την πρόταση, γιατί έχω βιώσει τις αγωνίες, τη δυσφορία και τους ασυστηματοποίητους βέβαια προβληματισμούς των ποιητών αυτής της γενιάς, στην οποία νομίζω ότι εντάσσονται και οι δικές μου εκφραστικές προσπάθειες, άσχετα αν δεν έγιναν ακριβώς την κατάλληλη χρονική στιγμή ή δεν επισημάνθηκαν).

Σήμερα, ύστερα από μισόν  αιώνα, ως κοινά αποκρυσταλλωμένα στοιχεία που δικαιολογούν αυτή την ομαδοποίηση, η κριτική θεωρεί μεταξύ άλλων τα παρακάτω: 

-Καταρχάς, το γεγονός ότι οι ποιητές αυτοί ζουν σε ένα καταπιεστικό καθεστώς (δικτατορία).  Έχουν  διάθεση για ρήξη με τον τεχνοκρατικό πολιτισμό και με τα καταναλωτικά πρότυπα ζωής της εποχής τους.

-Βιώνουν τον Μάη του ‘68 και την διαμαρτυρία της αμερικανικής γενιάς εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ.

-Η ιδεολογία τους λιγότερο προσεγγίζει την Αριστερά και  περισσότερο τη διακρίνει μια αναρχίζουσα διάθεση που δεν εντάσσεται σε κανένα πολιτικό φορέα. Καθώς μάλιστα έχουν διάθεση για ρήξη εκφράζονται μ’ ένα καθαρά αρνητικό συναισθηματισμό, που καταλήγει σε μια αυτοκαταγγελία της ποιητικής ιδιότητας, σε καβαφική  ειρωνεία, σε σαρκασμό και σ’ έναν αυτοσχεδιασμό αμφισβητώντας έτσι τα πάντα, κοινωνικές δομές και συμπεριφορές

-Καταλήγουν σε ένα παράλογο εν πολλοίς ρεαλισμό που ανιχνεύει τα στοιχεία της έκφρασής τους  μέσα από την παράδοση του μοντερνισμού-μετα-υπερρεαλισμού και την αμερικανική ποίηση των beat και έχουν ακόμη μιαν αντιρομαντική θεώρηση  του έρωτα καθώς τους χαρακτηρίζει ένας έντονος σεξισμός.

-Ο ρεαλισμός τους τούς οδήγησε στη χρήση ενός πεζολογικού και ατημέλητου λόγου, τουλάχιστον μέχρι το 1989.

-Διαλέγονται με τους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς χωρίς όμως να επηρεάζονται ουσιαστικά απ’ αυτούς. Αυτός που τους επηρεάζει περισσότερο απ’ όλους είναι εκπρόσωποι της «γενιάς του ‘30» και ιδίως ο νομπελίστας Σεφέρης, κυρίως με το καθημερινό-κουβεντιαστό, απέριττο και ακριβολόγο ύφος του και με τις απόψεις του για την ελληνικότητα σε σχέση με την τέχνη.

 Διαβάζοντας κανείς την ποίηση αυτής της γενιάς σίγουρα θα ανακαλύψει κι άλλους κοινούς γεωμετρικούς τόπους που ο καθένας απ’ αυτούς χρειάζεται ειδική μελέτη.  Έχουν άλλωστε ήδη μέχρι σήμερα  γραφεί πολλά σχετικά βιβλία και κριτικά σημειώματα αρχής γενομένης από τον Βάσο Βαρίκα και τον Αλέξη Ζήρα και πρόσφατα (2016) από τον Κ.Γ. Παπαγεωργίου που επανέκδωσε το βιβλίο του: «Η γενιά του ‘70». Για κάποιους έχουν ακόμη γίνει και ειδικές μελέτες, οι οποίες πρέπει να πληθύνουν, ώστε να φανεί η ιδιαίτερη προσωπικότητα, η αξία και η προσφορά του καθένα χωριστά.  

Οι εκδόσεις Γκοβόστη έχουν αφιερώσει τη χρονιά 2019 σ’ αυτή τη γενιά και ήδη έχουν εκδοθεί για ορισμένα μέλη αυτής της γενιάς (Βαρβέρη, Μαρκόπουλο, Παπαγεωργίου, Βαγενά) μικρές μονογραφίες. Πολύ πρόσφατα μάλιστα (τον Ιανουάριο του 2019)  εξέδωσαν ένα συλλογικό έργο, στο οποίο δημοσιεύονται μελέτες, σχετικές με την εν θέματι γενιά,  έγκριτων κριτικών της λογοτεχνίας με τίτλο: Προσεγγίσεις στην ποίηση της γενιάς του ΄70. Πρόκειται για ένα μικρό, αλλά πολύ πυκνογραμμένο βιβλίο, που μπορεί να βοηθήσει ακόμη περισσότερο στην κατανόηση της ποίησης των ποιητών αυτής της γενιάς. Προσφεύγω επιλεκτικά σ’ αυτό για να πάρω πολύτιμη βοήθεια.  Περιέχονται συγκεκριμένα κείμενα των: Τιτίκας Δημητρούλια, Μαρίας Ν. Ψάχου, Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, Γιώργου Λίλλη και Κώστα Γ. Παπαγεωργίου. 

Η Δημητρούλια στο πρώτο κείμενό της συζητά απόψεις κυρίως του Ζήρα και του Παπαγεωργίου, για να καταλήξει στο δικό της συμπέρασμα σχετικά με την ταυτότητα αυτής της γενιάς ότι δηλαδή αποτελεί συναίρεση του ενός και του πολλαπλού και συνδυάζει την ομαδικότητα με την έντονη ιδιοπροσωπία, πράγματα που εκφράζονται με συναντήσεις, κοινές αναγνώσεις και απαγγελίες και γενικότερα με κοινή παρουσία. Στο δεύτερο κείμενό της ορίζει δύο εποχές. Η πρώτη που αρχίζει το 1960 και διαγράφει τον κύκλο της μέχρι το 1974, αλλά που ολοκληρώνεται μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και η δεύτερη από το annus mirabilis, το 1989.

Στη θεώρησή της αυτή η Δημητρούλια προβαίνει έχοντας υπόψη της ότι στην πρώτη περίοδο και κυρίως στη δεκαετία του 1980 υποχωρεί ο κεϋνσιανισμός, ενώ στη δεύτερη επικρατεί η παγκοσμιοποίηση/διεθνοποίηση του κεφαλαίου, ο παγκοσμιοποιημένος ψηφιακός καπιταλισμός που οδηγεί την ελληνική κοινωνία σε μια μετακίνηση προς την κατεύθυνση του ατομισμού, πλουτισμού και του  καταναλωτισμού. Αυτή η ιδεολογική μεταστροφή, που σηματοδοτείται από την πτώση του τείχους του Βερολίνου (1989)  και την πτώση του υπαρκτού κομμουνισμού, ορίζουν μια νέα εποχή στην οποία οι εκπρόσωποι της «γενιάς του ’70» συνεχίζουν να δημιουργούν με μια ωριμότερη συνείδηση που σε πολλούς έδωσε το δικαίωμα να μιλούν για νέα αρχή της γενιάς χωρίς ωστόσο να χάσει τη συνοχή της.

Αυτή τη συνοχή την  οφείλει, σύμφωνα με τη Δημητρούλια, στην ασυστημική οργάνωσή της που της παρέχει ευελιξία  στην επικοινωνία της με την πρώτη μεταπολεμική γενιά αλλά και με τη «γενιά του ‘30» (κυρίως τον Σεφέρη), με την οποία την συνδέει κιόλας ο διπλός χρόνος δράσης τους που όρισαν αντίστοιχα οι δύο  δικτατορίες (Μεταξά και συνταγματαρχών). Με τη γενιά όμως αυτή του μοντερνισμού και γενικότερα με την ποίηση του παρελθόντος  η επικοινωνία, γράφει η Δημητρούλια, γίνεται με τους όρους του «αρνητικού μοντερνισμού»: «ενός μοντερισμού που δεν προχωρά με νέες αποφάνσεις, αλλά με αρνήσεις, με την αμφιβολία(…), την άρνηση του διδακτικού λόγου», που θεωρεί ότι η ποίηση «είναι πάνω από όλα η ανησυχία της γλώσσας». Αυτή η ανησυχία είναι το συνεκτικό νήμα που καταργεί την ασυνέχεια των  δύο περιόδων δράσης των ποιητών αυτής της γενιάς, που άρχισε την «εκδρομή» της το 1970, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα,  μια  «εκδρομή που δεν έχει τέλος».

Αυτό τον όμορφο τίτλο διάλεξε  η Μαρία Ν. Ψάχου, για να μας δώσει ένα ωραίο κείμενο που περιγράφει «το υγιές και τολμηρό πνεύμα της συγκρουσιακής ανανέωσης του ποιητικού λόγου απ’ αυτή τη γενιά. Στο δεύτερο κείμενό της η Ψάχου μελετά  τον μύθο και την πραγματικότητα των γραμματολογικών προσδιορισμών για τη «γενιά του ‘70», που το νήμα της εκκίνησής της δεν έχει κοπεί μέχρι και σήμερα. Μόνο που «το συνεκτικό ρόλο που είχε ο ανατρεπτικός δυναμισμός της νεότητας φαίνεται ότι διαδέχεται η επώδυνη πραγματικότητα της απώλειας και της φθοράς που συνεπάγεται για όλους ο χρόνος».

Ακριβώς σ’ αυτές τις θεματολογικές και αισθητικές διαφοροποιήσεις των ποιητών της εν λόγω γενιάς, όταν εξέπνευσε η δυναμική του Μάη του ’68, αναφέρεται στο κείμενό του ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου. «θα ακολουθήσουν οι πιο διαφορετικές και αντίθετες μεταξύ τους διαδρομές: η εξορία της μεγαλούπολης και η ανακουφιστική διέξοδος της γενέθλιας γης, η αναμέτρηση με ποικίλες όψεις της ιστορίας και της εκφραστικής μιας σειράς ποιητικών ειδών ή ποιητικών ρευμάτων, η ποιητική του ψυχοσωματικού ακρωτηριασμού, ο τρόμος του εν ζωή θανάτου, η λατρεία της απουσίας και του κενού». Στο ίδιο κλίμα κινούνται τα δυο μικρά ωραία κείμενα του Γιώργου Λίλλη και του Κ. Γ. Παπαγεωργίου.

Η πορεία, θα ήθελα να πω τελειώνοντας, αυτής της γενιάς δεν έχει τελειώσει. Νομίζω μάλιστα ότι έχει πολύ δρόμο ακόμη μπροστά της.

  Σημ: Στις φωτογραφίες μερικοί από τους ποιητές της γενιάς του ’70 που έχουν ήδη αποδημήσει. (Αλέξης Τραϊανός, Βασίλης Στεριάδης, Νατάσα Χατζηδάκη, Γιάννης Βαρβέρης, Γιάννης Κοντός, Μαρία Κυρτζάκη, Αργύρης Χιόνης, Χριστόφορος Λιοντάκης)

 

 

 

 

 

Χρήστος Αντωνίου

Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ είναι δρ. Φιλολογίας και το διδακτορικό του εξετάζει τη «λαϊκή παράδοση» στο έργο του Γιώργου Σεφέρη, η ποίηση του οποίου τον απασχολεί και σε επόμενα βιβλία και άρθρα. Υπηρέτησε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, χρημάτισε Διευθυντής Λυκείου και Σχολικός Σύμβουλος φιλολόγων στην Αθήνα, δίδαξε στο Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελών και στην Ακαδημία Λαμίας, σε επιμορφούμενους δασκάλους. Υπήρξε μέλος τριών Δ.Σ της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές, και συνεργάζεται με πολλά περιοδικά.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.