You are currently viewing Χρ. Δ. Αντωνίου: Κώστας Κουτσουρέλης, Τι είναι και τι δεν είναι ποίηση (Δώδεκα ομόκεντρα δοκίμια), Εκδ. Μικρή Άρκτος, 2021.

Χρ. Δ. Αντωνίου: Κώστας Κουτσουρέλης, Τι είναι και τι δεν είναι ποίηση (Δώδεκα ομόκεντρα δοκίμια), Εκδ. Μικρή Άρκτος, 2021.

Δυο χρόνια μετά το πολυσυζητημένο βιβλίο του «Η τέχνη που αυτοκτονεί. Για το αδιέξοδο της ποίησης του καιρού μας»  (Μικρή Άρκτος, 2019), που γνώρισε επανειλημμένες ανατυπώσεις, ο γνωστός δοκιμιογράφος Κώστας Κουτσουρέλης επανέρχεται  στο ποιητικό πρόβλημα της εποχής μας με το βιβλίο του: «Τι είναι και τι δεν είναι Ποίηση (Δώδεκα ομόκεντρα δοκίμια). Τα δοκίμια αυτά  περιστρέφονται γύρω από το ίδιο θεματικό κέντρο, δηλαδή την κατάσταση της ποίησης σήμερα, εξ ου και ομόκεντρα. Ειδικότερα, ο συγγραφέας  αναλαμβάνει  να ξεκαθαρίσει κάποια θέματα που για λόγους οικονομίας δεν το έκανε στο προηγούμενο βιβλίο του, να τα συμπληρώσει ή καλύτερα  να τα θεμελιώσει,  πράγμα που δείχνει την ευθύνη του ως δοκιμιογράφου και τη φροντίδα του να διευκολύνει ως κριτικός της λογοτεχνίας τους αναγνώστες να κατανοήσουν καλύτερα το πρόβλημα.

Αυτοί οι συγκεκριμένοι αναγνώστες θα ξέρουν βέβαια ότι το θέμα της ποίησης γενικά, αλλά και ειδικά της εποχής μας  είναι τεράστιο, σύνθετο και δύσκολο. Στο ερώτημα «Τι είναι ποίηση;» όσοι προσπάθησαν στο διάστημα των δύο τελευταίων αιώνων να δώσουν μιαν απάντηση «εμπνευσμένη από κάποια μεταφυσική ή άνωθεν ιδεολογία, δεν κατέληξαν παρά στην απομείωση, στη συρρίκνωση της ποίησης και της απήχησή της-πράγμα που το βλέπουμε ιδίως σήμερα», σημειώνει ο συγγραφέας προλογικά. Η προσπάθεια ορισμού της ποίησης προσκρούει στο γεγονός ότι η ποίηση «δεν είναι όραμα ή ιδεώδες—είναι κάτι εντελώς διαφορετικό: τέχνη» που δεν επιτρέπει στενούς ορισμούς. Μόνο ένας πλατύς, περιγραφικός, μορφολογικός και ιστορικός ορισμός, πιστεύει ο συγγραφέας, θα μπορούσε να μας δείξει τι ήταν η ποίηση κατά τη μακρά της διαδρομή.

Στην προσπάθειά του να προσεγγίσει έναν ορισμό που συγγενεύει με τις δικές του αντιλήψεις, αφού προσπερνά πολύ γρήγορα τις ιμπρεσσιονιστικές αοριστολογίες γύρω από το θέμα της ταυτότητας της ποίησης, προβάλλει ως αρκετά ικανοποιητικό ορισμό της ποίησης τον ορισμό του συγγραφέα των τελευταίων προχριστιανικών αιώνων Ποσειδώνιου του Ρόδιου (σε απόδοση του Γιώργου Βαρθαλίτη): «Το ποίημα είναι γλωσσική έκφραση, έμμετρη ή έρρυθμη, η οποία με την έντεχνη κατασκευή της ξεφεύγει από τον πεζό λόγο». Είναι φανερό ότι ο συγγραφέας δίνει σαφή υπεροχή για τη  δημιουργία του ποιήματος στη λογική και όχι στο συναίσθημα-ψυχισμό του ανθρώπου, όταν θεωρεί την ποίηση «Μια ειδική τεχνική οργάνωσης του λόγου προφανώς ικανή να τον αντιδιαστείλει από την πρόζα και την κοινή ομιλία». Επομένως, κατά τον συγγραφέα η ποίηση είναι μια τέχνη: η τέχνη του στίχου.

Αυτή την τέχνη του στίχου, δηλαδή τη μορφολογική του οργάνωση, τον ρυθμό και την προσωδιακή του τάξη, λίγοι σύγχρονοι ποιητές θεωρεί ο συγγραφέας ότι τη γνωρίζουν. Η «Επισημείωσις», με την οποία κλείνει την «Λύρα» του ο Ανδρέας Κάλβος, ένα κείμενο εντυπωσιακής πειθαρχίας, και οι προσωδιακού περιεχομένου μνείες του Διονυσίου Σολωμού στις «Σημείωσες του ποιητή» αγνοήθηκαν από τη Νεοελληνική κριτική. Το ίδιο κι οι διάσπαρτες μετρικές παρατηρήσεις του Παλαμά  και το «Υπόμνημα» του Ελύτη για το Άξιον Εστί.  Οι σχετικές  συζητήσεις στους κόλπους της λογοτεχνικής κοινότητας φαίνεται να επηρεάζονται από την επικράτηση του ελεύθερου στίχου, που σαν «ελεύθερος» δεν υπακούει σε κανόνες και τεχνικές. Αυτή η αντίληψη, που στην ουσία δίνει το απόλυτο προβάδισμα της ποιητικής δημιουργίας στο συναισθηματικό-ψυχικό στοιχείο απέναντι στο νοητικό, παρά το μάθημα της αρχαίας λογοτεχνίας («Δράμα»), του Σολωμού και των πιο άξιων ποιητών όλων των εποχών (Αρχίλοχος, Κάτουλλος, Βιγιόν, Γκαίτε κ.ά), είναι η αιτία του προβλήματος της απομάκρυνσης του κοινού από την ποίηση. Δεν ευθύνεται κατά τον συγγραφέα το κοινόν αλλά οι ποιητές που δεν υπηρετούν την ποίηση αλλά την ιδιαιτερότητα του συναισθηματισμού τους. Και για να μη γίνει κάποια παρεξήγηση καθώς σταχυολογώ τις απόψεις του Κώστα Κουτσουρέλη, θα ήθελα να προσθέσω ότι το πρωτείο της διάνοιας στην τέχνη καθόλου δεν σημαίνει υποβάθμιση ή αγνόηση του ψυχικού-συναισθηματικού παράγοντα. Για όλα τα παραπάνω ο Κώστας Κουτσουρέλης σπεύδει να δίνει διαρκώς επιχειρήματα και παραδείγματα απ΄όλο το φάσμα της ποίησης και της τέχνης.

Στο κεφάλαιο «Απαρχαίωση του μοντερνισμού» προβαίνει σε μια κριτική αποτίμηση του νεωτερικού κινήματος από την πλευρά των ιδεολογικών αξιωμάτων που το έθρεψαν και διερωτάται αν και τι επιβιώνει σήμερα εκατό χρόνια μετά την επικράτησή του στις αρχές του 20ού αιώνα. Αφού διευκρινίσει τον όρο «μοντέρνα ποίηση» σε αντίθεση με τη «σύγχρονη ποίηση» και διαλύσει την ασάφεια μεταξύ αυτών των δύο ειδών ποίησης,  συνοψίζει τα βασικά σημεία της ιδεολογίας των μοντερνιστών ποιητών: α) τη λατρεία της προόδου, κάτι που συμβαδίζει με το πνεύμα του οικονομικού και αναπτυξιακού προτύπου, β) την καινολατρία που αφορά την αναγόρευση της ακραίας εκφραστικής εξατομίκευσης σε ύψιστο σκοπό της μοντέρνας ποιητικής και γ) τον εκδημοκρατισμός της έννοιας του κάλλους και τον εκμαζισμό της ιδιότητας του δημιουργού, που υπονοεί τη δραματική αύξηση του αριθμού των ποιητών και των ποιητικών βιβλίων.

Ασκώντας κριτική στα τρία αυτά αξιώματα του μοντερνισμού, τα οποία βέβαια επιβιώνουν και στη δική μας μετανεωτερική εποχή, ο συγγραφέας θεωρεί ότι, επειδή τα αξιώματα αυτά συνέβαλαν κατά πολύ στην κατάργηση των αυστηρών κανόνων της προνεωτερικής εποχής, οι οποίοι προστάτευαν την ποίηση από άσχετους επίδοξους ποιητές, η ποίηση οδηγήθηκε στο περιθώριο και την κοινωνική ανυποληψία, αφού κατάντησε «αμπέλι δίχως φράχτη» που επιτρέπει στον καθένα να αυτοανακηρύσσεται ποιητής. Ως τεκμήριο αυτής της άποψής του προβάλλει την απομάκρυνση του κοινού από την ανάγνωση ποιητικών βιβλίων που κατά εκατοντάδες διοχετεύονται ετησίως στην Αγορά.

Είναι πολλά κι ενδιαφέροντα τα ερωτήματα στα οποία προσπαθεί να δώσει απαντήσεις σ΄αυτό το βιβλίο του ο Κώστας Κουτσουρέλης, όπως: είναι η νεωτερική ποίηση εξ ορισμού αντιλυρική; Πώς διαδόθηκε η αντίληψη εκείνη που θέλει τον ποιητή αναξιοπαθή και παρία; Σε ποια ατμόσφαιρα κινείται η νεώτατη ποίησή μας; Γιατί στις τελευταίες δεκαετίες σημειώθηκε διεθνώς μια εντυπωσιακή στροφή προς τις παραδοσιακές φόρμες; Ποια είναι η θέση του τραγουδιού στην ποιητική μας παράδοση;

Σ΄αυτά και σε άλλα πολλά ερωτήματα ο καλός δοκιμιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, ποιητής και μεταφραστής  Κώστας Κουτσουυρέλης επιχειρεί να δώσει τις απαντήσεις του, όχι ακόπως, αλλά με υπευθυνότητα και μόχθο. Μ΄αυτό το βιβλίο του θέτει πάλι το πρόβλημα της ποίησης του καιρού μας, προβάλλει τους προβληματισμούς του και περιμένει τους δικούς μας. Όσοι πιστοί προσέλθετε!

.

 

Χρήστος Αντωνίου

Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ είναι δρ. Φιλολογίας και το διδακτορικό του εξετάζει τη «λαϊκή παράδοση» στο έργο του Γιώργου Σεφέρη, η ποίηση του οποίου τον απασχολεί και σε επόμενα βιβλία και άρθρα. Υπηρέτησε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, χρημάτισε Διευθυντής Λυκείου και Σχολικός Σύμβουλος φιλολόγων στην Αθήνα, δίδαξε στο Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελών και στην Ακαδημία Λαμίας, σε επιμορφούμενους δασκάλους. Υπήρξε μέλος τριών Δ.Σ της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές, και συνεργάζεται με πολλά περιοδικά.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.