You are currently viewing ΧΡ. Δ. ΑΝΤΩΝΙΟΥ: Η ΣΤΑΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΗΣ  Ι. ΜΟΝΗΣ ΔΑΦΝΙΟΥ  —Το θαυμαστό αποτέλεσμα μιας σύζευξης.

ΧΡ. Δ. ΑΝΤΩΝΙΟΥ: Η ΣΤΑΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΗΣ  Ι. ΜΟΝΗΣ ΔΑΦΝΙΟΥ —Το θαυμαστό αποτέλεσμα μιας σύζευξης.

Το κύριο χαρακτηριστικό της βυζαντινής τέχνης είναι, νομίζω, ότι συνδέεται με την αισθητική κατηγορία του «υψηλού». Η άλλη κατηγορία, με την οποία είναι άρρηκτα δεμένη η κλασική τέχνη, είναι το «ωραίο». Ο Π. Α. Μιχελής αναλύει τις διαφορές αυτών των δύο αισθητικών κατηγοριών με ανεπανάληπτο τρόπο στο περίφημο έργο του ¨Αισθητική θεώρηση της Βυζαντινής Τέχνης». Σύμφωνα λοιπόν με τον Μιχελή, αν και το «ωραίο» θεωρείται ως η βασική κατηγορία, ωστόσο, κατά την άποψή του, παρουσιάζεται ισότιμο και ισοδύναμο στην ιστορία της τέχνης το «υψηλό», γιατί ούτε το «άσχημο» μπορεί να νοηθεί δίχως την ύπαρξη του ωραίου ούτε όμως το «τραγικό» και το «κωμικό» δίχως την ύπαρξη του υψηλού. Κοινό γεωμετρικό τόπο στις δυο αυτές κατηγορίες αποτελεί σε πολλά έργα διαφόρων εποχών η «χάρη», μια άλλη αισθητική κατηγορία.

Ειδικότερα, τα έργα της αισθητικής κατηγορίας του ωραίου τα χαρακτηρίζει κάποια στατικότητα,  γιατί γεννιούνται «μέσα από την ισορροπία των τάσεων, μέσα από τη ‘λύση’ των ανταγωνιζομένων δυνάμεων». Τα έργα της κατηγορίας του υψηλού, κατηγορίας που συνδέθηκε με τη μεσαιωνική τέχνη, γεννιούνται  μέσα από μια διάσταση, από μιαν έντονη τάση  συναισθημάτων, που ζητάει μια ‘λύση’. Αυτή η τάση δημιουργεί μιαν  έντονη κινητικότητα, έναν ισχυρό  δυναμισμό , που απαιτεί τη συμμετοχή μας στο δρώμενο, την ψυχική μας  μέθεξη. 

Η στατικότητα του «ωραίου» κάνει τον άνθρωπο να χαίρεται, να αγάλλεται, («άγαλμα»),  ενώ η τάση του «υψηλού» τον συγκλονίζει και  τον  οδηγεί στον θαυμασμό. Τα «ωραία» έργα αποτείνονται περισσότερο στην αντίληψη,  στο πνεύμα του ανθρώπου, ενώ τα «υψηλά» έργα  στα συναισθήματα, στην ψυχή του. Γι’ αυτό τα κλασικά έργα τα χαρακτηρίζει το «μέτρο», οι αρμονικές ισορροπίες, ενώ τα μεσαιωνικά το «περιεχόμενο», οι ελλειμματικές ισορροπίες. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι μορφή και περιεχόμενο δεν ταυτίζονται. Η διαφορά είναι ότι το «ωραίο» στρέφεται προς τα «έξω», αποτελεί μια κατάφαση της αρμονίας του κόσμου, ενώ το «υψηλό» στρέφεται προς τα «έσω», αποτελεί μιαν άρνηση της φαινομενικής αρμονίας του κόσμου.

Με αυτά τα λίγα νομίζω ότι δόθηκαν αδρομερώς τα χαρακτηριστικά των δύο αυτών βασικών αισθητικών κατηγοριών. Επειδή όμως οι κατηγορίες γεννιούνται και ζουν μέσα στο χρόνο, είναι επόμενο κάποια στοιχεία τους να ατονούν ή και να αποκτούν δίπλα στα προηγούμενα κι άλλα. Όχι μόνο κατά τη διάρκεια της εικονομαχίας αλλά και κυρίως μετά το 843 μ.Χ., δηλαδή με την αποκατάσταση των εικόνων, το ανατολικό στοιχείο, που χάριζε στο έργο υπερβατικό μυστικισμό, βρέθηκε σε μεγάλη αλληλεπίδραση με το ελληνικό, που χάριζε στο έργο μιαν ιδεοκρατική πνευματικότητα. Οι αλληλοεπιδράσεις στους επόμενους,  μετά την αποκατάσταση των εικόνων, αιώνες ήταν έντονες αλλά , όσο αφορά, εξειδικεύω, τη βυζαντινή αγιογραφία, ενώ κυριαρχείται από την αίσθηση του «υψηλού», ωστόσο οι Έλληνες ζωγράφοι, για να δηλώσουν τη νίκη του ανθρώπου επί της θεοκρατίας, χρησιμοποιούν στα έργα τους και την αισθητική του «ωραίου» που έχει τις ρίζες του στον ανθρωπιστικό κλασικισμό. Το αποτέλεσμα υπήρξε καταπληκτικό. Ο Σεφέρης που πίστευε στη σύζευξη των δύο ελληνικών παραδόσεων, της λαϊκής και της λόγιας, εύρισκε αυτά τα δισυπόστατα, ως προς την ακολουθούμενη αισθητική, έργα απαράμιλλης ομορφιάς. Γι αυτή την αισθητική σύζευξη, την γεμάτη αρμονία, θα δώσω ένα μόνο παράδειγμα, ικανό όμως να δείξει την ομορφιά των έργων της σύζευξης, την ανάγκη για διαχρονική συνεργασία που κρατάει και τη συνέχεια της ελληνικής παράδοσης. Και μέρες που είναι προτείνω να δούμε εν ολίγοις την ψηφιδωτή απεικόνιση της  Σταύρωσης του Χριστού της  Ι. Μονής Δαφνίου.

Η παράσταση της Σταύρωσης παρουσιάζει τρεις μορφές: στη μέση τον Εσταυρωμένο και στις άκρες συμμετρικά τοποθετημένες, αριστερά την Παναγία και δεξιά τον Ιωάννη.  Και οι τρεις μορφές αποτελούν μιαν αρμονική ενότητα παρά την ποικιλία του χρώματος, του συμβολισμού και της σημαντικότητας των μορφών. Οι μορφές διαθέτουν μιαν ανάγλυφη πλαστικότητα και είναι δομημένες με σωστές-κλασικές αναλογίες και εναρμονίζονται όχι μόνο γιατί υπάρχει συμμετρία ως προς τον κάθετο άξονα που τον αποτελεί η παράσταση του Εσταυρωμένου, αλλά και επειδή όλες συντάσσονται στην ιδέα του όλου με τη στάση, με την κίνηση, την απόσταση και ακόμη με τον χρωματισμό.

Οι πτυχώσεις των ενδυμάτων τους είναι ήρεμες για να μην εξαρπάζουν  το ενδιαφέρον των πιστών  από το θείον πάθος. Το σώμα του Χριστού είναι σε μεγαλύτερη κλίμακα από τα άλλα πρόσωπα κι έρχεται σε πρώτο πλάνο, αν και αυτό δεν πολυφαίνεται καθώς ο χλωμός χρωματισμός του σώματός του το αποτραβάει προς τα πίσω, έτσι ώστε να έρχεται πιο μπροστά ο μαύρος σταυρός του μαρτυρίου, καρφωμένος βαρύς στη γη. Επάνω του το κρεμάμενο σώμα του Χριστού διαγράφει μιαν ευγενική καμπύλη που του αφαιρεί το βάρος και τον εξαϋλώνει. Έτσι φαίνεται να πλησιάζει προς την Παναγία που είναι σχεδιασμένη σε σχεδόν πλάγια στάση, σαν να θέλει να κινηθεί προς το παιδί της. Την κίνηση αυτή την ενισχύει το δεξί της χέρι που κοντεύει να βραχεί από τη ρουνιά αίματος που  πετάγεται από το στήθος του. Τ΄ αριστερό της χέρι μένει ακίνητο, για να τονιστεί η κίνηση του δεξιού, κι ακουμπάει με τα δυο δάχτυλα το λαιμό της, σαν να προσπαθεί  να καταπιεί τον κόμπο που της προκάλεσε η συγκίνηση και η θλίψη για το μαρτύριο του παιδιού της. Η κίνηση και η ακινησία των χεριών αφήνουν να φανεί η σιωπή της Παναγίας, η θέρμη της μητρικής της στοργής που την εμποδίζει κιόλας να κινηθεί εντονότερα, πράγμα που αποφεύγει ο ζωγράφος για να μη γίνει η σύνθεσή του ρεαλιστική.  Κρατάει μάλιστα την απόστασή της από τον Χριστό και με τη βοήθεια του χρώματος, γιατί η Παναγία είναι ντυμένη στα μαύρα κι έτσι απομονώνεται από το χλωμό σώμα του Χριστού.

Ο Ιωάννης αντιθέτως έχει ρούχα χρωματικά πλησιέστερα προς το χρωματολόγιο του Εσταυρωμένου, γιατί βρίσκεται σε μεγαλύτερη απόσταση. Η στάση του είναι σχεδόν μετωπική, με το δεξί του χέρι σε μια παράλληλη γραμμή προς το ελαφρά γερμένο κεφάλι του, σαν να μας δείχνει ότι σκέφτεται το πάθος του Χριστού. Και με τα μάτια του επίσης που κοιτάνε μπροστά δείχνει ότι διανοείται. Η θλίψη άλλωστε είναι εμφανής στο πρόσωπό του. Ο Χριστός έχει τα μάτια του κλειστά καθώς βιώνει το θείο του δράμα ή ίσως κοιτάζει τη μητέρα του που έχει τα μάτια της στηλωμένα επάνω του. Ίσως ακόμη κοιτάζει όλους εμάς καθώς  τον βλέπουμε από χαμηλά, αφού είναι ανεβασμένος ψηλά  στον σταυρό. Η εικόνα μας δημιουργεί ψυχική ταραχή, πόνο για το θείον πάθος και σιωπηλό δέος.

Έτσι, λοιπόν η εικόνα της Σταύρωσης  του Χριστού της Ι. Μονής Δαφνίου φαίνεται να είναι αποτέλεσμα σύζευξης των δύο παραδόσεων, της ανατολικής που χρησιμοποιεί ως αισθητική κατηγορία το «υψηλό» και της κλασικής ελληνικής που αισθητικά συντάσσεται με το «ωραίο». Το πρώτο δημιουργεί ποικίλα συναισθήματα: συγκίνηση, πόνο, δέος, μέθεξη κλπ, ενώ το δεύτερο με την ανάγλυφη πλαστικότητα, τον πλούσιο χρωματισμό και φωτισμό, την κανονικότητα στις αναλογίες των μερών του σώματος και την αρμονία των λεπτομερειών, την συγκρατημένη έκφραση των συναισθημάτων, την πνευματική εξιδανίκευση κλπ  προσδίδει «Χάρη» στο έργο. Το αποτέλεσμα της σύζευξης θαυμαστό και ανθρώπινο.

 

 

 

 

 

 

 

 

Χρήστος Αντωνίου

Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ είναι δρ. Φιλολογίας και το διδακτορικό του εξετάζει τη «λαϊκή παράδοση» στο έργο του Γιώργου Σεφέρη, η ποίηση του οποίου τον απασχολεί και σε επόμενα βιβλία και άρθρα. Υπηρέτησε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, χρημάτισε Διευθυντής Λυκείου και Σχολικός Σύμβουλος φιλολόγων στην Αθήνα, δίδαξε στο Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελών και στην Ακαδημία Λαμίας, σε επιμορφούμενους δασκάλους. Υπήρξε μέλος τριών Δ.Σ της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές, και συνεργάζεται με πολλά περιοδικά.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.