You are currently viewing  Άγγελος Ευθ. Αγγελόπουλος: ένα αφήγημα

 Άγγελος Ευθ. Αγγελόπουλος: ένα αφήγημα

        

 

 ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ

 

         Το κάλεσμα που απεύθυναν οι τοπικοί άρχοντες της περιοχής,  για συμμετοχή μας σε πολιτιστική εκδήλωση, που επρόκειτο να γίνει μέσα στο δάσος και συγκεκριμένα στο συνώνυμο με «παράδεισο» εξοχικό κέντρο, με έκανε να προβληματιστώ για τους πραγματικούς «φίλους» του δάσους και τον τρόπο που αυτοί εκδηλώνουν την  προστασία τους.

        Και το πρώτο ερώτημα που έθεσα, χωρίς να λάβω κάποια απάντηση ήταν γιατί έπρεπε να γίνει η εκδήλωση αυτή μέσα στο δάσος, που πριν λίγο καιρό πυρπολήθηκε  και όχι σε κάποια πλατεία των κωμοπόλεων  της περιοχής μας.

        Βέβαια, θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει ότι, μετά την επιτυχημένη πολιτιστική αναβάθμιση  των ανθρώπων, ήρθε τώρα και η σειρά των άγριων ζώων και πουλιών, στο πλαίσιο του πλήθους των εκδηλώσεων που πραγματοποιούνται κατά τη θερινή περίοδο.

       Κάποτε, πάνε αρκετά χρόνια από τότε, που βρεθήκαμε με άλλους φίλους εξερευνητές στην υπέροχη Στροφιλιά, καταγράφοντας  προβλήματα που συναντούσαμε, αλλά και απολαμβάνοντας, με τη ευκαιρία αυτή, τις μυστικές χαρές  του μοναδικού για την ομορφιά του βιότοπου, φτιαγμένου  για τους ευνοούμενους των θεών της φύσης,  ανακαλύψαμε ένα ξέφωτο και μέσα σ’ αυτό ένα εξοχικό κέντρο διασκέδασης και σταθήκαμε να πιούμε καφέ.

         Ήταν αυτό το σημείο, που αναφέρεται στο κάλεσμα, για να φιλοξενήσει την πολιτιστική εκδήλωση των δημάρχων μας.

          Τότε, θυμάμαι, η γριά μάνα του καταστηματάρχη, υπερήφανη, μας διηγήθηκε με λεπτομέρειες τους «αγώνες» της για την κατάκτηση αυτής της εδαφικής έκτασης που μέσα της βρισκόταν και το κέντρο διασκέδασης.

         «΄Ετρεχα το καταχείμωνο καβάλα στο μουλάρι με τα πεσκέσια για τα λαδώματα των δασικών υπαλλήλων» μας έλεγε και εμείς δεν ξέραμε αν έπρεπε να τη μισούμε ή να τη συμπονάμε. Έτσι, γριά με το μαύρο τσεμπέρι της να σκεπάζει τα άσπρα της μαλλιά και να μας κοιτάζει με τα κουρασμένα της μάτια ζητώντας αναγνώριση για το έργο της.

         Έξω,  καθώς σουρούπωνε, έμοιαζαν οι κινούμενες σκιές των δένδρων σαν ξωτικά που ήλθε η ώρα τους. Και η γριά με τα λόγια της σε ταξίδευε σε άλλες εποχές. Έμοιαζε με άγριο ξωτικό, που έσκαβε με τα γαμψά νύχια  το ζωτικό του χώρο.

         Αλλά, στην απέναντι μεριά βρίσκονται οι πραγματικοί φίλοι της φύσης, χωρίς ανταλλάγματα, ταξίματα και πεσκέσια.                        

           Το δάσος ένωνε τους  νομούς της Αχαϊοήλιδος. Πρώτος,  μίλησε γι αυτό,  ο Βλάσης. Τον θυμάμαι  να ξετυλίγει το μεσαιωνικό χάρτη της περιοχής, που κανείς δεν ήξερε που τον ξετρύπωσε και σαν στρατηγός να δείχνει τα σημεία που εκτεινόταν η δασώδης περιοχή: από το ακρωτήριο του Άραξου μέχρι την Κυλλήνη και τι απέμεινε  σήμερα από κείνη την τεράστια έκταση αρχέγονης γης.  

          Ήταν η δεκαετία του ’80 και αυτός  που μιλούσε για φυσικές αξίες και τη διατήρηση και προστασία τους, φάνταζε γραφικός μπρος στα κυρίαρχα άλλα αιτήματα της εποχής εκείνης. Αλλά, είχαν περάσει δέκα ήδη χρόνια από τη διεθνή συμφωνία Ραμψάρ που θεώρησε την περιοχή αυτή προστατευόμενη και τριάντα από τότε που οι πατρινοί πρωτάκουσαν τα κηρύγματα του ρομαντικού μαχητή και παρά τη μικρή σχετικά ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης,  κανένας   δεν μπορεί να αμφισβητήσει την αγνότητα των αισθημάτων του. Ο Βλάσης μπορεί να ήταν ο πρώτος συνειδητός φίλος του ή ένας εκ των προδρόμων των νέων κινημάτων της εποχής μας.                    

          Οι πρωτόγονοι άνθρωποι ζούσαν μέσα στο δάσος, ήσαν ένα με αυτό, δεν το ξεχώριζαν από το σώμα τους. Ήταν η ανώτερη δύναμη. Και αργότερα έγινε ο ναός τους, γι’ αυτό ίσως κάποιες θρησκείες λάτρευαν τα δένδρα σαν ιερά.

          Κάποτε γνώρισα  έναν αυθεντικά ενστικτώδη φίλο του δάσος, ήταν στην κατασκήνωση για την προστασία της θαλάσσιας χελώνας. Ένα αγαθό  ξωτικό του δάσους. Μιλούσε ελάχιστα και είχε χόμπι του  να πιάνει φίδια και σκορπιούς που τα έκρυβε στις τσέπες του. Ένα παιδί που το απέρριψε ο πολιτισμός  μας και  πρόωρα το είχε στείλει έγκλειστο  στο Νταού Πεντέλης.

         Αλλά, ο μοναδικός του γιατρός στάθηκε το δάσος, εκεί το βρήκαν οι ακτιβιστές οικολόγοι, υγειές πια και το έστειλαν στην Αίγινα να περιποιείται τραυματισμένα άγρια πουλιά και ζώα. Και είναι πολύ ευχαριστημένο, όπως έμαθα.         

         Το δάσος υπάρχει  πριν το ξαναανακαλύψουν μέσω της ψυχανάλυσης οι σύγχρονοι άνθρωποι των πόλεων. Μια σκοτεινή και βαθιά διαδρομή στον εσωτερικό μας κόσμο. Με την πυκνή βλάστηση, τα πεύκα και τις βελανιδιές, τις λίμνες και τα έλη του, τις αλεπούδες και τα φίδια του και πριν από όλα με τα ξωτικά του: τις νεράιδες και του σάτυρους. Εκεί, κοντά στη Μανωλάδα, βρίσκεται και ο Αράπης,  όπως λέει ο θρύλος, που  βγαίνει νύχτα από τη λίμνη και σαλαγάει τα φλουριά του.       

       « Ώστε είμαστε επιτέλους στη Φύση! ΄Ωστε λοιπόν μας περιέχει πάντοτε Φύση!….» έγραφε   σ’ ένα βιβλίο του ο Χρήστος για τους «φίλους του δάσους».   

                       

                                                                                                                                                                                                         

  

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.