You are currently viewing    Άγγελος Ευθ. Αγγελόπουλος: ένα αφήγημα

   Άγγελος Ευθ. Αγγελόπουλος: ένα αφήγημα

                                                                     

                          

ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΛΕΞΕΙΣ          

 

       Όταν βρίσκει αφορμή, συνήθως εξαιτίας κάποιας λέξης που κάτι του θυμίζει, τότε διακόπτει την κουβέντα μας και με ικανοποίηση απαγγέλει στίχους αγαπημένων του ποιητών, όλο νόημα και πάθος.  Και προτιμά περισσότερο τους «καταραμένους ποιητές», Σαρλ Μπωντλαίρ, Πωλ Βερλαίν, καθώς και κάποιους Έλληνες του μεσοπολέμου, Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, Κώστα Καρυωτάκη, Ρώμο Φιλύρα.

   Τις στιγμές αυτές εγώ εκφράζομαι με θαυμασμό και τον επαινώ για την εξαιρετική μνήμη που διαθέτει. Και το εννοώ ειλικρινά, διότι με εντυπωσιάζει, επειδή ποτέ του δεν ξεχνά τις λεπτομέρειες στο ύφος και στις λέξεις, παρά την τρίτη ηλικία πάνω του, που πλέον τον βαραίνει.

   Κατόπιν όμως, ψάχνοντας στο υπόστρωμα των λέξεων που χρησιμοποιεί, να  προσεγγίσω ενδότερα  προσπαθώ και να καταλάβω τι είναι αυτό που τον συνδέει και ποια δικά του συναισθήματα κρύβονται στα νοήματα αυτών των ποιημάτων.  

    Κάποτε, αναρωτιέμαι, μήπως ασύνειδα ζητάει να έχει όχι μόνο κάποια δική μου επιβεβαίωση για την ισχυρή του μνήμη, αλλά και μια  δικαίωση με υπαρξιακό βάθος, για ό,τι στη ζωή του έχει κάνει και ακόμη ότι ο παρελθόντας χρόνος  του δεν έχει πάει χαμένος.   

    Στα λόγια του περισσότερο εντύπωση μου προξενεί, ότι συχνά  χρησιμοποιεί τη λέξη «θάνατος» και δεν ξεχνώ την ένταση που είχε η φωνή του και την ψυχική του ταύτιση, κάποτε όταν απήγγειλε τους στίχους του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη:

  «Κι όπως κυλά στα βάθη του κενού μου, σαν άστρο φλογερό στον άξονά του, δε νιώθω πια παρά το νου μου στην απεραντοσύνη του θανάτου».        

    Μετά, σκέφτομαι μήπως ο φόβος που μπορεί να υποκρύπτεται στις σκοτεινές λέξεις του θανάτου, ίσως μέσα του να επιτείνεται, επειδή γνωρίζω ότι από τους στενούς του συγγενείς ελάχιστοι έχουν απομείνει στη ζωή.     

     Αλλά και τα γηρατειά δεν θέλει να αποδεχτεί, γι’ αυτό μου έρχονται στο νου τα όσα μου αναφέρει  ως προς τις σχέσεις  με συνομήλικούς του και ότι  μιλά με κάποια αποστροφή για τους παλιούς του φίλους  πως έχουν πια γεράσει. Και πως αυτοί όλο ξεχνούν ή λένε τα ίδια  ανιαρά και μάλιστα όταν εξιστορούν κάποια γεγονότα περασμένα.     

    Την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε, τον ρώτησα για τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Είχε στερήσεις όταν ήταν παιδί, αλλά και κατόπιν μεγάλες δυσκολίες στα χρόνια της εφηβείας. Από αυτά όμως, το μόνο που θυμάται με παράπονο, είναι η έλλειψη κατανόησης από τον αυστηρό πατέρα του για τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες και τον ευσυγκίνητο χαρακτήρα του, όπως μου εξομολογήθηκε.

     Τότε, όταν μιλούσε, έβλεπα τα μάτια του να θολώνουν και να χάνονται στο βάθος του απέναντι τοπίου. Μένανε ακίνητα και καρφωμένα στην ακατάπαυστη κίνηση των αυτοκινήτων στη λεωφόρο και το γκρίζο χρώμα των παλιών πολυκατοικιών. Παρέμενε  μαζεμένος στο κάθισμα, με περισσή συστολή σα να μιλά σε έναν αόρατο αλλά και πολύ γνωστό του συνομιλητή.

    Μα κι αυτή τη φορά, όπως πάντα, το θέμα που καθόλου δεν συζητά, είναι κάποια βιώματα που είναι πληγές και διαισθάνομαι ότι γι’ αυτά  είναι που βρίσκει καταφυγή στις λέξεις και στη μουσική των ποιημάτων που αγαπάει.

   Τότε είναι που έρχονται στο νου μου ζωηρά οι καβαφικοί στίχοι: «Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,/τούτο προσπάθησε τουλάχιστον/όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις/ μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,/μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες….».             

     Σε άλλο χρόνο, συμπληρώνω με τον νου,  όσα παραλείπει να μου πει. Και η διαίσθησή μου με ωθεί να εικάζω, ότι ο τρόπος που μιλάει και οι σκοτεινές λέξεις που χρησιμοποιεί, είναι γι αυτόν ένα είδος  μυστικής προσευχής.  Μια αντίδρασή του, κάτι που μοιάζει σαν εσωτερική δική του «ιερή τελετή», μπροστά σε κάποιο ακαθόριστο φόβο,  που στις δύσκολες στιγμές προστρέχει.

     Ύστερα, σαν να ταξιδεύω νοερά, αισθάνομαι να είναι ο γύρω κόσμος διαφορετικός και όχι αυτός που στη συνείδηση νομίζω ότι έχω ζήσει. Νιώθω μια άλλη κίνηση στο βάθος της σκηνής να είναι εκείνη που μας φέρνει σε  επικοινωνία πιο βαθιά και πως αυτή είναι που μας ξεχωρίζει, αλλά και οριστικά είναι που μας συνέχει με τους άλλους.     

                                                                      

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.