You are currently viewing   Άγγελος Ευθ. Αγγελόπουλος: Ένα διήγημα

  Άγγελος Ευθ. Αγγελόπουλος: Ένα διήγημα

                                                                              

  ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΣΚΑΕΙ ΤΟ ΚΥΜΑ    

  Είχε μπροστά του μια εντελώς ήσυχη πορεία χωρίς άγχη και ταραχές. Μια ευχάριστη αίσθηση τον πλημμύριζε. Ένιωθε ότι σύντομα θα απολαύσει τις χαρές του καλοκαιριού και καμιά ανάγκη δεν υπήρχε να δουλεύει. Άλλωστε άλλοι δουλεύουν γι’ αυτόν.

  Πάνω στο τραπέζι τον περίμενε το πρωινό του˙ αθόρυβα το είχε αποθέσει η μάνα του. Τι καλά που ζούσε μαζί της χωρίς ευθύνες και μπερδέματα. Δεν του ήλθε ποτέ διάθεση να παντρευτεί και να αποκτήσει δική του οικογένεια. Η μανούλα του είναι μοναδική. Όλο το χειμώνα ζούσε μαζί της και τον υπόλοιπο χρόνο, καλοκαίρι και φθινόπωρο, ήταν ανάγκη να επιβλέπει την επιχείρησή τους στο νησί.

   Έρχεται στον νου του ο φίλος του. Τι έχει τραβήξει ο δυστυχής από την τρελή γυναίκα του!   Τι μπελάς είναι να έχεις ευθύνες από παιδιά. Βρίσκονται τώρα στα δικαστήρια και τίποτα δεν μπορεί να τους σώσει από την κατηφόρα, σκεφτόταν.

  Μέχρι τον Ιούνιο  είχε μπροστά του ακόμη κάμποσες μέρες. Μετά θα έφευγε για το νησί. Ήρθε στο μυαλό του το προηγούμενο διάστημα, τα περιοριστικά μέτρα για τον κορωνοϊό και με κάποια αγανάκτηση αναφώνησε: «Είναι όλοι αλήτες! Όλα γίνονται για συμφέροντα! Είναι άπληστοι!».

     Το Σάββατο θα πάρει το καμπριολέ αυτοκίνητο και θα τρέξει στην παραλία, πέρα μακριά στον Σχοινιά ή μπορεί και μέχρι το Σούνιο, να δει από κοντά στη φεγγαράδα το ναό του Ποσειδώνα.

   Αυτή την άνοιξη δεν χάρηκε στις εξοχές, τις μυγδαλιές δεν μπόρεσε να τις δει στολισμένες με τα άνθη τους. Πώς περίμενε μάταια τη Μεγάλη Βδομάδα! Πάντα παίρνει τη μανούλα και πηγαίνουν αγκαζέ πιασμένοι στην εκκλησία της Φανερωμένης. Ακόμη και στον κήπο τους δεν μπόρεσε φέτος να δει ανθισμένες τις τριανταφυλλιές τους.

    Δεν πρόλαβε να τελειώσει τις σκέψεις του και κτύπησε εκνευριστικά το τηλέφωνό του. Ήταν ο δικηγόρος που τον καλούσε. Του έλεγε ότι είναι επείγον, ότι έπρεπε να ταξιδεύσει άμεσα στο νησί. Μια τουριστική επιχείρηση δεν είναι ποτέ για αστεία πράγματα. Όλο είναι και κάτι που χρειάζεται να επιβλέψει ο ιδιοκτήτης.

  Ήθελε να τον ενημερώσει για τον χώρο που κατασκεύασαν μπροστά στην καφετέρια, εκεί που σκάει το κύμα.  Απάντησε δίχως καθόλου να σκεφτεί:

 «Σας έχω δώσει οδηγίες. Ο αδελφός μου μπορεί όλα να τα καταφέρει. Αν χρειάζεται, ναι  να πληρώσετε! Η επιχείρηση έχει έξοδα. Στον δήμο είναι φίλοι μας και ο αστυνόμος επίσης. Για ένα κτίσμα δεν μπορώ εγώ να αλλάξω το  πρόγραμμα. Αυτό έλειπε! Ας μας πουν ότι δεν συμβάλλουμε στην τοπική οικονομία!»

  Και κατέληξε σε εντονότερο ύφος: «Πολύ θα γελάσουμε με τόσους εργαζόμενους από το νησί που δουλεύουν. Επιτέλους δεν μπορώ να συζητώ άλλο, επειδή κτίσαμε πάνω στο βράχο! Στο κύμα δεν είχε ιδιοκτησία κανένας παππούς τους!».

  Έκλεισε το τηλέφωνο και για να χαλαρώσει σκέφτηκε ότι η άλλη του επιχείρηση στη Ραφήνα δεν έχει τέτοιου είδους  προβλήματα. Μετά έφερε στο νου ένα ευχάριστο για αυτόν θέμα: τις γατούλες που έπρεπε να ταΐσει. Δεν ήταν καμιά δική του. Τις φρόντιζε όμως καθημερινά σαν να ήταν δικές του. Έξι γάτες της γειτονιάς είχαν μόνιμα τη φροντίδα του.

  «Τι όμορφη που ήταν η μαυρούλα με κείνον τον κόκκινο λαιμοδέτη της. Πώς σκαρφαλώνει το αιλουροειδές πάνω στην ελιά έξω στο πεζοδρόμιο και μετά σαλτάρει στο μπαλκόνι του σπιτιού τους! Τι γλυκά ματάκια και τι νάζι του έκανε όταν τριβόταν επάνω του. Την έψαχνε προχθές η ‘’μαμά’’ της μέσα στη νύχτα. Εμένα πρέπει να ρωτάει πού βρίσκεται. Είμαι ο πιο φιλόζωος της γειτονιάς και δεν το κρύβω ότι είμαι οικολόγος», σκεφτόταν με κάποια πληρότητα.

   Και ύστερα θυμήθηκε ότι στον παραδίπλα γείτονά του, που είναι οικολόγος, του μίλησε για το κλίμα και την καταστροφή του πλανήτη. «Τα έχω σκεφτεί καλύτερα από αυτούς που ασχολούνται με την πολιτική και στο βάθος πιστεύω ότι αυτή η μεγάλη ανάπτυξη και η απληστία των ανθρώπων θα μας  καταστρέψει» του είχε πει.

  Στο τέλος η σκέψη του ξαναπήγε στο νησί και κατέληξε ότι δεν πρόκειται να ζημιωθεί αυτός, άλλα εκείνοι που θα γκρεμίσουν το μπαλκόνι πάνω στο κύμα.

  «Επιτέλους, ο ίδιος ο δήμος θα μπορούσε να το κτίσει και να το νοικιάζει και θα ήμουν σύμφωνος. Θα ήμουν ο πρώτος πελάτης αυτού του μαγαζιού που θα ξάπλωνε στη σεζλόνγκ και θα έπινε τον κρύο  καπουτσίνο του. Θα ένιωθα τον ήλιο του καλοκαιριού πάνω μου, τεμπελιάζοντας και τεμπελιάζοντας και θα ατένιζα αμέριμνα τον γαλανό ουρανό του Αιγαίου», μονολόγησε με έντονο ύφος σαν να αντιμιλούσε με την φαντασία του σε κάποιον φίλο.   

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.