You are currently viewing Έμη Βαϊκούση: Ένα αφήγημα

Έμη Βαϊκούση: Ένα αφήγημα

ΟΙ ΒΡΙΣΙΕΣ  

Τρισχαριτωμένο πλάσμα, τελευταίος στην ένδοξη σειρά υιών επτά ο Τίμος. Κόντευε τα σαράντα η μητέρα, στα χέρια της ψυχοκόρης μεγάλωσε. Δέκα χρονών ήρθε στο νέο της σπίτι αυτή, επτά μηνών το μωρό, δύσκολο κι εύκολο να παίζεις τη μάνα όταν έχεις χάσει τη δική σου, ξεχνιόταν πάντως μαζί του, κι αν μη τι άλλο, καλύτερη ήταν η δουλειά αυτή απ’ το μαγείρεμα και τα ψώνια στον λιγούρη το μανάβη.

     Έφηβος πια ο Τίμος δεκατριών ετών, κι η ψυχοκόρη-ψυχομάνα άρχισε να συχνοφέρνει στο σπίτι τον μικρό της αδερφό, τον Κοσμά. Με το πες πες είχε καταφέρει την κυρά της να τον πάρει απ’ το ίδρυμα, να του βρει κι εκείνου οικογένεια να μεγαλώσει σαν άνθρωπος. Στα δεκαεφτά του συναντήθηκε ο Κοσμάς με την ΕΠΟΝ και, με το πες πες, όπως η αδερφή του την κυρά, έτσι έπεισε κι αυτός τον Τίμο, να του γνωρίσει φίλους καλούς. Δεν δυσκολεύτηκε. Τ’ αδέρφια του είχαν μεγαλώσει, του άρεσε η παρέα του Κοσμά κι ο ίδιος ο Κοσμάς, η φλόγα στα μάτια του, η ευθύτητά του, η σοβαρότητα, η πίστη στο μεγάλο σκοπό. Και τί ήταν ο μεγάλος σκοπός για ένα νιάνιαρο σαν τον Τίμο;  Ένα παιχνίδι ήταν. Κλέφτες κι αστυνόμοι. Κι οι διαδηλώσεις; Ματς τρομερά! Να σουτάρεις τη μπάλα σε δίχτυ κανονικό,  δίχτυ εχθρού πραγματικού! Έτσι έγινε το πέρασμα, πέρασμα αιφνίδιο, σφοδρό, βίαιο και βιαστικό, απ’ το παιχνίδι στη ζωή. Μα κι η ζωή παιχνίδι δεν είναι; Επινοημένος εχθρός του επινοημένου ταξικού εχθρού δεν ήταν ο Τίμος; Ήταν όμως αυτός για εκείνον ο εχθρός; Ποιος αποφάσισε ποιος ήταν εχθρός για κείνον; Και ποιος τον σκέφτηκε εκείνον. Αστός από κούνια ο μικρός σκόρερ, αστοί  μικροαστοί  ολιγάρχες πλουτοκράτες οι αντίπαλοι – όλοι στο ίδιο σακί, τερματοφύλακες στο δίχτυ της Αδικίας. Εκεί σουτάρει ο Τίμος, νύχτα μέρα ονειρεύεται γκολ ηρωικά. Νιάνιαρο πράγματι ήταν, τρόπος του λέγειν, ένα ζωηρό αγόρι σαν όλα της ηλικίας του, μα όχι μόνον: Συμπονετικός ήταν κι ονειροπόλος, «ερωτηματικός» από νήπιο, με όρεξη για γνώση, ιδέες, καινούργια πράγματα, μεγάλα.

     Αχώριστοι έγιναν με τον Κοσμά. Η επίβλεψη απ’ το σπίτι είχε χαλαρώσει, οι καιροί ήταν τέτοιοι, ο πατέρας πάσχιζε να περισώσει ό,τι μπορούσε από την επιχείρηση ξυλείας που είχαν ρημάξει πριν φύγουν οι Γερμανοί, κι έτσι ο Τιμάκος ξεπόρτιζε ανενόχλητος. Κοντά παντελόνια φορούσε ακόμα. Η Αθήνα είχε ξεφορτωθεί τους κατακτητές το μήνα εκείνο που και τα δέντρα της άδειασαν από φύλλα, κι ήταν η μόνη φορά που κάποιος σκέφτηκε πως οι πράσινες φυλλωσιές βάραιναν πάνω στην πόλη σαν αμαρτίες, και βιαζόταν να τις δει να πέφτουν, να τις πάρει ο φθινοπωρινός αέρας μακριά, μαζί με το Κακό.  Διέσχιζε λοιπόν με τα πόδια τη μισή πόλη ο Τίμος,  πήγαινε σε ραντεβού σημαντικά, σχεδιασμένα με όλους τους συνωμοτικούς κανόνες, έπαιρνε κι έδινε μικρά χαρτάκια με μεγάλα μηνύματα! Αυτά τα χαρτάκια θυμόταν, τέτοια έβαζε αργότερα μέσα στους θηριώδεις τόμους της Εγκληματολογίας που σπούδαζε, ανάμεσα στις σελίδες, με σκέψεις και σημειώσεις δικές του. Με καθοδηγητή του πια τον Κοσμά, γνώρισε ανθρώπους πολλούς, μεγαλυτέρους του ας ήταν και λίγα χρόνια, κόσμοι ωραίοι ανοίχτηκαν μπροστά του.

     Στις διαδηλώσεις που προηγήθηκαν των Δεκεμβριανών, ο Τίμος πρώτος και καλύτερος. Μαζί με τον Κοσμά κατέληξαν στις φυλακές Χατζηκώστα. Ο φίλος του άφησε εκεί την τελευταία του πνοή- φυματίωση. Σε μια Αθήνα όπου η μέθη της Απελευθέρωσης είχε ήδη δώσει τη θέση της στη ζοφερή αναμονή του Εμφύλιου, βγήκε ο Τίμος τρεις μήνες αργότερα, άλλος άνθρωπος.

  Δύσθυμος ξεκίνησε για το πρωινό δικαστήριο, πενηντάρης πια ο Τίμος.  Ήπιαν πολύ με τον παλιό φίλο χτες βράδι, του χάλασε τη διάθεση κι η ιστορία που φαγώθηκε να του πει –δίχως ονόματα, εννοείται!–  ο φίλος αυτός, ο ψυχαναλυτής. Δεν το ’χε και πολύ με τις ψυχαναλύσεις και τα συναφή ο Τίμος, κανείς σχεδόν, άλλωστε, κομμουνιστής της γενιάς του. Τέλος πάντων, λίγο η περιέργεια, λίγο που δεν ήθελε να τον προσβάλει, «άντε, λέγε», του είπε. Μια νεαρή γυναίκα κλείνει ραντεβού στο ιατρείο, επίσκεψη μια κι έξω δηλώνει εξαρχής, ζητάει τη γνώμη του σχετικά με ορισμένες  «αποκλίνουσες επιθυμίες» του εραστή της σε πρόσφατες συνευρέσεις. Ψύχραιμη, νηφάλιος λόγος, συγκροτημένος, εμφανώς πεποιημένη αυτοκυριαρχία, η κοπέλα εκφράζει την υποψία μιας πιθανής απωθημένης ομοφυλοφιλίας. Είναι όμως αυτό, ρωτάει, ή μήπως πρόκειται απλά για την όψιμη, επιτακτική ανάγκη εκδραμάτισης κάποιου παλιού τραύματος κι ακόμα περισσότερο για την επιθυμία υπέρβασής του, μέσα από τη σχέση με μια γυναίκα με την οποία τον συνδέει μια ιδιαίτερη οικειότητα στο πεδίο αυτό.  

–Εσείς όμως, θα θέλατε ίσως να δούμε εδώ τί επιθυμείτε εσείς για τον εαυτό σας; Πώς φαντάζεστε τον ρόλο σας στη σχέση μ’ αυτόν τον άνθρωπο;  

— Θα ήθελα τη γνώμη σας  για το πολύ συγκεκριμένο ζήτημα που έθεσα.  

Αφοπλιστική σαφήνεια. Οι επόμενες μέρες θα δείξουν αν θα ενδώσει στον πειρασμό να ζητήσει μια δεύτερη συνεδρία. Ή περισσότερες, αν ίσως κάτι μέσα της τη σπρώξει να δει το ψυχικό της συμφέρον. Το δικό της.  

–Τί λες κι εσύ, βρε Τίμο;

Κομμουνιστής ο Τίμος, τα συμφέροντα η ιδεολογία του δεν τα δεχόταν. Πόσω μάλλον τα ψυχικά.  Άρα, τί να πει. Τί, άραγε, να πει.  

 Βαρύς λοιπόν σηκώθηκε το πρωί. Μακάρι να ΄χε κι άλλον ύπνο, να διώξει τον εφιάλτη. Σε κολλώδη μεμβράνη τυλιγμένο το σώμα του ολόκληρο – η απολεπιστική μάσκα που χρησιμοποιεί η γυναίκα του για την περιποίηση προσώπου ήταν το πρώτο που του ήρθε στο νου, στο ξύπνημα. Πάντα έβρισκε απεχθές αυτό το πράγμα, ως ιδέα και ως θέαμα, ειδικά τη διαδικασία αποκόλλησης από το δέρμα, τα ξέφτια που τα αφαιρούσε εκείνη λίγο λίγο μαζί με το ακάθαρτο σμήγμα, κι αυτά έμεναν κι επέμεναν, όταν όμως έφευγε και το τελευταίο υπόλειμμα, το πρόσωπο από κάτω έβγαινε ανανεωμένο είναι αλήθεια. Παλεύει εκείνος, στο όνειρο, να ξεκολλήσει αυτό το αηδιαστικό πράγμα από πάνω του, στη γεννητική περιοχή έχει κολλήσει εντελώς, μια κρούστα τραβάει από δω, άλλη φυτρώνει από κει, με τρόμο αντικρύζει τα  γεννητικά του όργανα παγιδευμένα σ’ ένα κουκούλι από ζελατίνα. 

     Στο αυτοκίνητο, του σφηνώθηκε ξαφνικά στο μυαλό εκείνο το τραγούδι του Μίκη κι οι στίχοι του Βάρναλη: «μες στην υπόγεια την ταβέρνα, μες σε καπνούς και σε βρισιές». «Βρισιές, βρισιές», άκουγε τον αντίλαλο μιας φωνής μέσα του, αλλόκοτη ταραχή τον κατέλαβε. Σ’ ένα φανάρι, μια μικρούλα ίσαμε πέντε χρονών τον καρφώνει επίμονα μ’ ένα πράσινο βλέμμα. Ποιος ξέρει τί σκιές ζωγράφισε στο πρόσωπό του η θύμηση των Μοιραίων. Κοιτάζει εκείνος τη μάνα της, απολογητικά, για το ακατάλληλο θέαμα που αποκάλυψε άθελά του στο παιδί. Καρέ καρέ περνάει στιγμιαία μπρος στα μάτια του η εικόνα, χέρι με χέρι οι δυο τους, βισκοντικές οπτασίες με καπελίνα σε ακροθαλασσιά.. Και τον εαυτό του τολμάει να φανταστεί δίπλα τους. Χαμογελάει στη μικρή, πατάει γκάζι, οι βρισιές έχουν ξεθυμάνει. 

     Παρκάρει στην Ευελπίδων, πάλι η ίδια αλλόκοτη ταραχή, τη μπουκώνει με δυο Καρέλια στη σειρά. Αίθουσα ακροάσεων του Πολυμελούς, υπόθεση διακίνησης ουσιών στις Φυλακές Κορυδαλλού. «Είστε καλά;», ρωτάει τον εισαγγελέα Τίμο η βοηθός δίπλα του.  «Όλα καλά», της γνέφει με το βλέμμα. Με κόπο ηρεμεί απανωτούς σπασμούς στο στομάχι, καταπίνει τη χολή που ανεβαίνει στο στόμα, με πείσμα ανακτά την αυτοκυριαρχία του, μηχανικά ζητάει απ’ τον διάδικο να βάλει το χέρι στο Ευαγγέλιο. Για να πει, άραγε, τί;

     Σε πρηνή στάση τον είχε εξαναγκάσει να δεχτεί τις ορέξεις του ο δεσμοφύλακας. Μαζί κι ακατονόμαστες βρισιές, και να λέει «ναι, ναι». Πως του αρέσουν. Και να τον παρακαλάει κιόλας, του ζητούσε, να τον βρίζει.  «Δώρο γενεθλίων», τον ειρωνεύτηκε την πρώτη φορά, το γουρούνι. Έκλεινε τότε τα δεκατέσσερα ο μικρός  ΕΠΟΝίτης. Εξηντάρης πια ο κατηγορούμενος που στέκει τώρα μπροστά του.

     Με το εξιτήριο απ’ τη φυλακή, μήνες αργότερα, έληξε το ανομολόγητο μαρτύριο. Από τότε όμως ο Τίμος υπνοβατεί από τη μια όχθη της επιθυμίας στην άλλη.

Βιογραφικό σημείωμα:

Η Έμη Βαϊκούση είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών και έχει μεταπτυχιακό δίπλωμα στη Νεότερη Ιστορία (DEA, Σορβόννη). Είναι μεταφράστρια έργων της γερμανικής γραμματείας: Λογοτεχνία, Κοινωνικές Επιστήμες, Ψυχανάλυση, Ψυχιατρική. Κείμενά της για θέματα σχετικά με τα ενδιαφέροντά της έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά ειδικης ύλης.

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.