You are currently viewing Έρικ Σμυρναίος: Η Σοφία και οι εννιά νάνοι (μέρος πρώτο)

Έρικ Σμυρναίος: Η Σοφία και οι εννιά νάνοι (μέρος πρώτο)

Η Σοφία πέρασε το χειμωνιάτικο εκείνο απόγευμα στο σαλόνι του σπιτιού της, καθισμένη στην αγαπημένη της πολυθρόνα, μπροστά στη μπαλκονόπορτα που έβλεπε προς τον κήπο και τους μακρινούς λόφους που οριοθετούσαν τον ορίζοντα. Είχε αφήσει την τηλεόραση και το ραδιόφωνο σβηστά, αποφασισμένη να μην επιτρέψει στην αποβλακωτική φλυαρία τους να τη ζαλίσει. Στο κάτω-κάτω όλο για καταστροφές και μελλοντικά δεινά μιλούσαν.

Απόψε θ’ απολάμβανε το υγρό τραγούδι της βροχής που έπεφτε απ’ το πρωί και χόρευε στα κεραμίδια της στέγης. Ορμητικά ρυάκια κελάρυζαν στις υδρορροές των τοίχων και τα μπουμπουνητά των κεραυνών έκαναν τα τζάμια του σπιτιού να τρίζουν.

Ένα λεπτό άρωμα αχνιστού χαμομηλιού πλανιόταν στον αέρα. Της έφερε στο νου εικόνες από ανθισμένα λειβάδια και ανοιξιάτικους αγρούς. Η μεθυστική εκείνη ευωδιά αναδύονταν μέσα από ένα πολύχρωμο φλιτζάνι-αντίκα με σπασμένο χερούλι που είχε ανακαλύψει κάποτε σ’ ένα φιλανθρωπικό παζάρι. Το είχε αγοράσει μόνο και μόνο για να το γλυτώσει απ’ το πέταγμα σε κάποια χωματερή ή σκουπιδότοπο, τη μοίρα δηλαδή που περιμένει όλα τα λαβωμένα μικρο-αντικείμενα που δεν μπορούν πια να ικανοποιήσουν τις εγωιστικές ανάγκες των ανθρώπων. Ακουμπισμένο τώρα σ’ ένα στρογγυλό τραπεζάκι, δίπλα στην πολυθρόνα, γυαλισμένο και καθαρό, έστεκε περήφανο, γεμισμένο μέχρι τα χείλη με το υπέροχο εκείνο αφέψημα που αρωμάτιζε την ατμόσφαιρα.

Ένιωθε πολύ όμορφα. Κάθονταν στην πολυθρόνα της πλημμυρισμένη από ένα γλυκύτατο συναίσθημα θαλπωρής, τυλιγμένη με μια ζεστή μάλλινη κουβέρτα.

Ο Άρης, ο σκύλος της, ένα καλοθρεμένο ντόμπερμαν, φαινόταν να έχει ξεπεράσει το κρυολόγημα που τον ταλαιπωρούσε. Ο ξερόβηχας που τον έκανε να τραντάζεται ολόκληρος είχε επιτέλους υποχωρήσει και εκείνη τη στιγμή, καθισμένος κοντά της, δίπλα στην αναμμένη σόμπα, με τα μάτια του στηλωμένα στη μπαλκονόπορτα, έμοιαζε ν’απολαμβάνει όσο και εκείνη την ομορφιά του βροχερού ηλιοβασιλέματος που ξεδιπλώνονταν έξω απ’ το βρεγμένο τζάμι:

Καθώς ο ήλιος πλησίαζε στη δύση του, κατακόκκινος και λαμπερός, περικυκλωμένος από σκοτεινά σύννεφα με περιγράμματα που έλαμπαν σαν πυρακτωμένα κάρβουνα, σκόρπιζε μια διάχυτη ακτινοβολία που είχε την πλούσια απόχρωση του γυαλισμένου ορείχαλκου. Οι σταγόνες της βροχής που έπεφταν απ’ τον συννεφιασμένο ουρανό έλαμπαν ολόχρυσες στο απογευματινό εκείνο φως. Τα φύλλα των δέντρων και των λουλουδιών του κήπου άστραφταν υγρά και εκτυφλωτικά ενώ μια μάζα από μαύρα σύννεφα που πλησίαζαν απ’ το Βορρά, αποτελούσε μια σαφέστατη προειδοποίηση για το καινούργιο κύμα της βροχής που μάλλον θα ‘πεφτε το βράδυ.

Κάτι τέτοιες στιγμές η Σοφία ένιωθε πραγματικά ευτυχισμένη.  Όντας ανύπαντρη, από δική της επιλογή, είχε ζήσει τη ζωή της μόνη και αυτάρκης. Έχοντας αποδεχτεί πια το γεγονός ότι δεν θα εύρισκε ποτέ κάποιον σύντροφο με τον οποίο να κατάφερνε πραγματικά να επικοινωνήσει, όντας τόσο διαφορετική η ίδια, τόσο αδιάφορη ως προς το φλερτ, τα χρήματα ή την προοπτική της κοινωνικής ανόδου μέσα από έναν «καλό γάμο», είχε κατακτήσει με τα χρόνια την εσωτερική εκείνη γαλήνη που χαρίζεται μόνο στους ανθρώπους που τα έχουν βρει με τον εαυτό τους.

Ακόμα και τον τελευταίο καιρό, παρά τις αλλόκοτες φήμες που είχαν φτάσει στ’ αυτιά της για κάποιο παράξενο σκυλί τεραστίων διαστάσεων που κυκλοφορούσε αδέσποτο στην περιοχή, εκείνη εξακολουθούσε να νιώθει ασφαλής και προστατευμένη. Στο κάτω-κάτω, με τον πιστό και θηριώδη Άρη στο πλευρό της, τι θα μπορούσε να την απειλήσει;

 ————

Άνοιξε τα μάτια της μέσα σ’ ένα βελούδινο σκοτάδι. Οι σταγόνες της βροχής έπεφταν με μανία πάνω στο τζάμι της μπαλκονόπορτας κροταλίζοντας δυνατά. Έριχνε καρεκλοπόδαρα. Την είχε πάρει ο ύπνος φαίνεται. Γεράματα βλέπεις.

Ανακλαδίστηκε νωχελικά και προσπάθησε να καταλάβει τι ήταν αυτό που την είχε ξυπνήσει. Και τότε κατάλαβε πως ο Άρης δεν βρισκόταν πια κουλουριασμένος στα πόδια της. Μέσα στο σκοτάδι που είχε απλωθεί στο σαλόνι, άκουσε έναν ελαφρύ κρότο. Είχε έρθει απ’ την εξώπορτα.

Άναψε ένα πορτατίφ και είδε τον Άρη καθισμένο στο χωλ, με τ΄αυτιά του τεντωμένα και το λαμπερό του βλέμμα στηλωμένο πάνω της.

Σηκώθηκε όρθια και τυλίχτηκε με την κουβέρτα. Ο ελαφρύς κρότος ακούστηκε για δεύτερη φορά. Δεν υπήρχε αμφιβολία, κάποιος πετούσε πετραδάκια στην εξώπορτα.

Περισσότερο παραξενεμένη παρά φοβισμένη, με τον Άρη να στριφογυρίζει σαν σβούρα γύρω απ’ τα πόδια της, περπάτησε μέχρι το χωλ, άναψε το φως και στάθηκε μπροστά απ’ την πόρτα.

-«Ποιoς είναι;» φώναξε δυνατά.

Κανείς δεν της απάντησε. Η φωνή της πνίγηκε στον ψίθυρο της βροχής που έπεφτε  με αμείωτη ένταση πάνω στη στέγη και έκανε τα παράθυρα να κροταλίζουν. Ο Άρης γύμνωσε τα δόντια του και έγρουξε απαλά.

Η Σοφία ένιωσε τον σφυγμό της να επιταχύνεται. Είχε ζήσει τόσα πολλά χρόνια σ’ αυτό το σπίτι που το ένιωθε πλέον σαν μια προέκταση του σώματός της. Και τώρα ήταν απόλυτα σίγουρη πως κάποιος ή κάτι είχε μπει στον κήπο και στέκονταν στο κατώφλι του σπιτιού.

Άναψε το φως, έπιασε τον Άρη απ’ το κολάρο και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, άνοιξε την πόρτα. Στη συνέχεια έκανε ένα βήμα μέσα στη βροχερή νύχτα και κοντοστάθηκε κατάπληκτη.

Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και πήρε μια απότομη εισπνοή.

Στο βρεγμένο πλακόστρωτο που απλώνονταν έξω απ’ την πόρτα, στέκονταν κάτι μικρόσωμα ανθρωπάκια που την κοιτούσαν ακίνητα και σιωπηλά. Τα ρούχα τους είχαν μουσκέψει. Τα πρόσωπά τους είχαν κάτι δυστυχισμένες και τρομαγμένες εκφράσεις και τα μάτια τους την κοίταζαν ικετευτικά. Έμοιαζαν να θέλουν να της ζητήσουν κάτι αλλά είτε από φόβο είτε από ντροπή, δίσταζαν να μιλήσουν.

Ο Άρης τους γρύλισε προειδοποιητικά, γυμνώνοντας τα κοφτερά του δόντια.

Έκείνη όμως, χωρίς να το πολυσκεφτεί, τον κράτησε πιο σφιχτά απ’ το κολάρο και τους φώναξε:

-«Μα εσείς είστε μούσκεμα! Μπέστε γρήγορα μέσα προτού πάθετε καμιά πνευμονία!»

Οι απρόσμενοι επισκέπτες δεν περίμεναν δεύτερη κουβέντα. Πλησίασαν όλοι μαζί την πόρτα, διστακτικοί και φοβισμένοι σαν τρομαγμένα κουταβάκια, και μπήκαν στο σπίτι ένας-ένας κάνοντας της και από μια μικρή υπόκλιση καθώς περνούσαν από μπροστά της.

                                                               ————

Οι μικροκαμωμένοι μουσαφίρηδες στριμώχτηκαν γύρω απ’ τη σόμπα που ζέσταινε το μισοφωτισμένο σαλόνι. Άρχισαν να στύβουν τους σκούφους που κάλυπταν τα κεφάλια τους και να τινάζουν τα ρούχα τους μπας και στεγνώσουν πιο γρήγορα ενώ αχνά χαμόγελα ανακούφισης απλώνονταν αργά και διστακτικά στα πρόσωπά τους.

Η Σοφία τους ακολούθησε στο σαλόνι, άναψε τα φώτα και έμεινε να τους κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό. Πάλι καλά δηλαδή που θυμήθηκε να κλείσει πίσω της την πόρτα.

Ο Άρης κάθισε δίπλα της, στα πίσω πόδια του,  και τους κοίταξε ακίνητος και αυτός, ασυνήθιστα ήρεμος και επιφυλακτικός, σαν να τους μελετούσε.

Για πρώτη φορά στη ζωή της ένιωσε να μουδιάζει απ’ την  έκπληξη που την είχε κυριεύσει. Ήταν ένα συναίσθημα που μέχρι εκείνη τη στιγμή πίστευε πως μπορούσαν να νιώσουν μονάχα οι ήρωες των μυθιστορημάτων φαντασίας.

Οι απροσδόκητοι επισκέπτες δεν ήταν μικρά παιδιά όπως είχε αρχικά νομίσει. Ήταν κάτι το εντελώς διαφορετικό. Καταρχήν, είχαν πολύ μικρό ανάστημα, και οι εννέα: Τα χέρια τους, ακόμα και αν τα σήκωναν ψηλά πάνω απ’ τα κεφάλια τους, μετά βίας θα έφταναν στο πόμολο της πόρτας. Τα ρούχα τους ήταν πολύ παράξενα, έμοιαζαν κάπως με αυτά που φορούσαν οι αγρότες της μεσαιωνικής εποχής: Πλεχτές καζάκες, κολλητά παντελόνια που  χώνονταν σε μικροσκοπικές μπότες και πολύχρωμα σκουφιά που έπεφταν στους ώμους τους.  Τα πρόσωπά τους την κοίταζαν λευκά και φωτεινά, με επιδερμίδες τόσο απαλές που θα τις ζήλευε και ένα μωρό. Τα μάτια τους που ήταν μεγάλα και λαμπερά σαν αστέρια, είχαν στηλωθεί πάνω της υγρά και γεμάτα ευγνωμοσύνη. Είχαν πλούσια και σγουρά μαλλιά, άλλα ξανθά, άλλα καστανά και άλλα κατακόκκινα, στο χρώμα των φθινοπωρινών φύλλων. Τ’ αυτιά τους τέλος ήταν πεταχτά, ρόδινα και τρυφερά σαν τεράστια ροδοπέταλα.

-«Ποιοι είστε;» τους ρώτησε με μια φωνή που ακούστηκε πιο τρεμουλιαστή και αδύναμη απ’ όσο θα ήθελε. Ένιωσε την ανάγκη να καθίσει κάπου. Ο Άρης που αισθάνθηκε την ταραχή της, κλαψούρισε απαλά και της έριξε ένα ανήσυχο βλέμμα.

Τ’ ανθρωπάκια που μόνο με νάνους θα μπορούσε να τα παρομοιάσει, αντάλλαξαν κάποια συνωμοτικά βλέμματα και δεν της απάντησαν αμέσως. Τελικά όμως, ένα από απ’ αυτά υποκλίθηκε θεατρικά, ανεμίζοντας το βρεγμένο σκούφο του με τρόπο τόσο θεαματικό που ένιωσε το πρόσωπο και τα χέρια της να πιτσιλίζονται από παγωμένες σταγόνες νερού.

-«Ευγενική δεσποσύνη», της είπε με τσιριχτή φωνή, «σας είμαστε βαθιά υπόχρεοι για την καλοσύνη που μας δείξατε αυτή τη βροχερή και αφιλόξενη βραδιά. Αν μας επιτρέψετε να παραμείνουμε στο αρχοντικό σας μέχρι το τέλος της βροχής, σας υποσχόμαστε πως δεν θα σας ενοχλήσουμε στο παραμικρό! Το μόνο που επιθυμούμε είναι ένα κατάλυμα για τη νύχτα!»

Η Σοφία δεν του απάντησε αμέσως. Τους κοίταξε όλους αμίλητη, νιώθοντας ακόμα μπερδεμένη και διστακτική. Η αμήχανη σιωπή που κρεμάστηκε ανάμεσά τους διακόπηκε βίαια από ένα ξαφνικό φτέρνισμα. Είδε έναν απ’ τους λιλιπούτειους επισκέπτες της να σκουπίζει τη μύτη του με ντροπιασμένο ύφος. Οι υπόλοιποι συνέχισαν να στριμώχνονται γύρω απ’ τη σόμπα και να στύβουν τους σκούφους τους που ήταν πολύχρωμοι σαν χριστουγεννιάτικα περιτυλίγματα.

-«Θα σας φτιάξω ένα ζεστό γιατί διαφορετικά σας βλέπω όλους το πρωί κρυολογημένους,» τους είπε και χώθηκε στην κουζίνα.

Μόλις έκλεισε πίσω της την πόρτα, με τον Άρη όπως πάντα στα πόδια της, έγειρε στον τοίχο, έκλεισε τα μάτια της και πήρε μια βαθιά αναπνοή.

Άνοιξε ένα απ’ τα συρτάρια του μπουφέ όπου φύλαγε ένα μπουκάλι κρασί. Το έφερε στα χείλη της με χέρια που έτρεμαν και κατέβασε δυο γουλιές για να συνέλθει. Το κρασί κύλησε σαν ζεστό ποτάμι στον οισοφάγο και στο στομάχι της. Είχε χρόνια να πιει κρασί ή οποιοδήποτε άλλο οινοπνευματώδες ποτό αλλά η όλη κατάσταση ήταν τόσο ασυνήθιστη που απαιτούνταν η λήψη έκτακτων μέτρων. Άρπαξε στη συνέχεια μια κατσαρόλα, τη γέμισε με νερό και πέταξε μέσα της ένα μάτσο χαμομήλι. Μέχρι να βράσει το νερό είχε κόψει μια φρατζόλα ψωμί σε λεπτές φέτες τις οποίες άλειψε με βούτυρο και μέλι. Στη συνέχεια έβγαλε ένα κέικ σοκολάτα απ’ το ψυγείο και γέμισε και ένα μπωλ με τα κουλουράκια που φύλαγε για τις γειτόνισσές της, όποτε έρχονταν στο σπίτι για να τους πει το φλυτζάνι.

Όταν έβρασε το νερό, άδειασε το περιεχόμενό του σε μια τσαγιέρα την οποία  ακούμπησε στο κέντρο ενός μεγάλου δίσκου σερβιρίσματος. Γύρω απ’ την τσαγιέρα τοποθέτησε συμμετρικά όλα τα φλυτζάνια και τα πιατάκια που βρήκε εύκαιρα και μετά γέμισε το δίσκο με τις μελωμένες φέτες του ψωμιού, τα κουλουράκια και το κέικ. Όταν ξαναμπήκε στο σαλόνι, με το δίσκο να κλυδωνίζεται στα χέρια της σαν καράβι σε φουρτούνα απ’ το βάρος, οι μικρόσωμοι επισκέπτες αναφώνησαν κατάπληκτοι και εκστασιασμένοι:

-«Μα είσαστε υπέροχη! Όλα αυτά είναι για μας;»

Εκείνη τους έγνεψε καταφατικά. Παραλίγο να την πάρουν τα γέλια καθώς τους είδε να τρίβουν τα χέρια και τις κοιλιές τους και  να στέκονται μια στο ένα πόδι και μια στο άλλο, αδημονώντας προφανώς να βουτήξουν τα χεράκια τους στον γαστριμαργικό εκείνο θησαυρό.

-«Ε, ναι!» τους απάντησε καθώς ακουμπούσε το δίσκο στο μεγάλο τραπέζι του σαλονιού, «δεν γίνεται να μείνετε νηστικοί όλο το βράδυ! Εξάλλου μου φαίνεστε και κάπως πεινασμένοι!»

Στη συνέχεια άρχισε να τους μοιράζει τα φλυτζάνια, τα κουταλάκια, τα κουλουράκια, τα γλυκά κτλ με τις κινήσεις μιας έμπειρης οικοδέσποινας.

Οι μικροί επισκέπτες, πλησίασαν σιγά-σιγά το τραπέζι και έκατσαν στις καρέκλες που βρίσκονταν τοποθετημένες γύρω του σιωπηλοί αλλά κοιτάζοντας τα γλυκίσματα σαν λιμασμένοι. Η Σοφία ξαναμπήκε στην κουζίνα για να φέρει μια επιπλέον καρέκλα για τον εαυτό της και όταν ξαναβγήκε, τους βρήκε όλους γύρω απ’ το τραπέζι να την κοιτάζουν χαμογελαστοί και χαρούμενοι. Ήταν ένα πολύ παράξενο θέαμα, βγαλμένο λες απ’ τις σελίδες κάποιου παραμυθιού. Ένιωσε ξαφνικά σαν τη Χιονάτη με τους εφτά νάνους. Μόνο που οι νάνοι είχαν γίνει εννέα και δεν θα έπρεπε να υπάρχουν στην πραγματικότητα. Ε, και λοιπόν;

Έκατσε με μια μεγαλόπρεπη έκφραση στο τραπέζι, σαν αριστοκράτισσα πυργοδέσποινα, και τους είπε κάνοντας μια καταδεκτική χειρονομία:

-«Κοπιάστε και καλή σας όρεξη!»

 

 (συνεχίζεται)

                                                         

Έρικ Σμυρναίος

Ο Έρικ Σμυρναίος είναι κατά το ήμισυ Έλληνας και κατά το ήμισυ Φιλανδός, και γεννήθηκε στην Αγγλία το 1970, όπου και σπούδασε Νομικά. Από το 1993 ζει και εργάζεται στην Ελλάδα όπου, στον ελεύθερο χρόνο του, αρέσκεται να γράφει διηγήματα και μυθιστορήματα που κινούνται στο χώρο του φανταστικού. Παρά το ότι η μητρική του γλώσσα δεν είναι τα ελληνικά, τα έργα του είναι γραμμένα σε αυτή τη γλώσσα, την οποία ο ίδιος θεωρεί “την τελειοτέρα όλων των γλωσσών”. Κατά τα άλλα, του αρέσει ο κινηματογράφος φαντασίας, με ιδιαίτερη προτίμηση στο είδος του μεταφυσικού θρίλερ και της επιστημονικής φαντασίας, το διάβασμα, οι πεζοπορίες στα συναρπαστικά ελληνικά βουνά και η εξερεύνηση μυστηριακών τόπων, κατά προτίμηση κατά τη διάρκεια της νύχτας. Φιλοδοξεί μια μέρα να πατήσει το πόδι του στον πλανήτη Άρη, αν κι έχει αποδεχτεί πλέον το γεγονός ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι μάλλον απίθανο. Τα 5 βιβλία του Συγγραφέα: α) Η Κυρά Της Πόλης β) Δεσμοί Αίματος γ) Η Εκδίκηση της Κασσάνδρας δ) Κθούλου φτου(γκν) ε) ΧΑΣΤΟΥΡιτσάκι Gate. Όλα από τις εκδόσεις "Άλλωστε".

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.