You are currently viewing Έφη Φρυδά: Μια ιστορία πιο παλιά κι από τον χρόνο. Η Σοσάννα και οι γέροντες.
Rembrandt Susanna and the Elders, 1647 (1)

Έφη Φρυδά: Μια ιστορία πιο παλιά κι από τον χρόνο. Η Σοσάννα και οι γέροντες.

 Εικαστικό, και όχι μόνο, είναι το θέμα μας σήμερα. Άλλωστε η τέχνη έχει πολλά να πει για τη ζωή. Εγώ πάντως θα σας πω πρώτα ένα παραμύθι – από τη ζωή βγαλμένο· έναν αλληγορικό μύθο από το Βιβλίο του Δανιήλ. Μύθοι και παραμύθια έχουν ήρωες που παιδεύονται όμως – συνήθως – με τον ένα ή τον άλλο τρόπο δικαιώνονται. Έτσι μέσα από τα βάσανά τους, με την τελική δικαίωσή τους μας μεταφέρουν ένα μήνυμα. Συνήθως. Τα παραμύθια της δικής μου, τουλάχιστον εποχής, ήταν σκληρά αλλά εμπεριείχαν την κάθαρση.

Πάμε λοιπόν πίσω, στα χρόνια της Βαβυλώνας και σε ένα παραδεισένιο περιβόλι που ανήκε στον πλούσιο Ιωακείμ και στη νεαρή πανέμορφη γυναίκα του, τη Σοσάννα. Είχε ζέστη και η όμορφη κοπέλα που, όπως κάθε μέρα, έκανε τον περίπατό της στον περίκλειστο κήπο, ένιωσε την ανάγκη να λουστεί στα δροσερά νερά της λιμνούλας ανάμεσα στις πυκνές φυλλωσιές. Ζήτησε από τις υπηρέτριές της να της φέρουν λάδι για να περιποιηθεί το σώμα της και έπειτα τους είπε να φύγουν.

Στο μεγάλο σπίτι του ζευγαριού γίνονταν καθημερινά δίκες για την επίλυση διαφορών που προέκυπταν ανάμεσα στους κατοίκους. Η ομορφιά της νεαρής συζύγου του Ιωακείμ δεν είχε περάσει απαρατήρητη. Δύο δικαστές, τα ονόματα των οποίων η Βίβλος δεν αποκαλύπτει, γοητευμένοι από τα κάλλη της Σοσάννας, βάλθηκαν να την παρακολουθούν με σκοπό να την πλησιάσουν ερωτικά – ο καθένας για λογαριασμό του φυσικά. Ένα μεσημέρι αποχαιρέτησαν ο ένας τον άλλον για να γυρίσουν σπίτι τους, αντί όμως γι’ αυτό επέστρεψαν στον κήπο. Για κακή τους τύχη συναντήθηκαν μεταξύ τους. Όμως, σαν μορφωμένοι κι έξυπνοι άνθρωποι που ήταν, σκέφτηκαν να μεταστρέψουν το κακό τους συναπάντημα σε ευκαιρία. Έτσι είχαν τη φαεινή ιδέα να ενώσουν τις δυνάμεις τους στο όνομα του έρωτα – όπως τον εννοούσαν αυτοί οι ίδιοι φυσικά. Κρύφτηκαν λοιπόν μαζί πίσω από τους πυκνούς θάμνους και, όταν η κοπέλα άρχισε να γδύνεται για να κάνει το λουτρό της, οι σεβάσμιοι γέροντες της ρίχτηκαν. Το κορίτσι αντιστάθηκε, εκείνοι όμως την απείλησαν ότι, αν δεν ενέδιδε, θα την κατηγορούσαν για μοιχεία ισχυριζόμενοι ότι έδιωξε τις υπηρέτριες για να μείνει μόνη και να συναντήσει τον εραστή της. Η έντιμη Σοσάννα αρνήθηκε να υποκύψει στις ορέξεις τους προτιμώντας την τιμωρία, που για τις παντρεμένες γυναίκες της εποχής ήταν θάνατος δια λιθοβολισμού. Έβαλε τις φωνές ζητώντας βοήθεια, τότε όμως άρχισαν να φωνάζουν και οι δικαστές καταγγέλλοντας στον κόσμο που κατέφθασε ότι είχαν δει τη Σοσάννα να απατά τον άνδρα της με τον νεαρό εραστή της, ο οποίος στο μεταξύ το είχε βάλει στα πόδια.

Δικαστήριο στήθηκε επιτόπου και η τύχη της κοπέλας σφραγίστηκε. Μάλιστα της ζητήθηκε να βγάλει τα ρούχα της μπροστά σε όλους και το καλλίγραμμο σώμα της μετατράπηκε σε απόδειξη ενοχής. Από θύμα η κοπέλα μεταβλήθηκε σε αμαρτωλό θύτη διότι, εκτός από την μοιχεία που υποτίθεται ότι είχε διαπράξει, υπέπεσε στο βαρύτατο αδίκημα της ωραιότητας,  αδιάψευστο στοιχείο εναντίον της, αφού αρκούσε για να κατηγορηθεί πως με την ύπαρξή της και μόνο προκαλούσε τους άνδρες γύρω της…

  • ( Gustave Moreau. 1895. Susanna and the elders)

Είναι η στιγμή που στην ιστορία μας μπαίνει ο deus ex machina, ο μελλοντικός προφήτης Δανιήλ, ένας νεαρός φωτισμένος από τον Θεό, ο οποίος παίρνει την πρωτοβουλία να υπερασπιστεί την κατηγορούμενη, δηλώνοντας ότι οι μάρτυρες οφείλουν να προσκομίσουν αποδείξεις για όσα διατείνονται. Ανακρίνει ξεχωριστά τους δύο δικαστές ρωτώντας τον καθένα κάτω από ποιο δέντρο είδε την Σοσάννα με τον εραστή της.

Στο σημείο αυτό αξίζει να σταθούμε σε μία λεπτομέρεια που έχει σχέση με τη γλώσσα. Στην ελληνική μετάφραση του Βιβλίου του Δανιήλ ο πρώτος δικαστής καταθέτει ότι είδε την Σοσάννα να ερωτοτροπεί κάτω από ένα μαστιχόδεντρο  ( ὑπο σχίνον ), εξ ου και ο Δανιήλ του λέει ότι άγγελος στέκει έτοιμος να τον σχίσει στα δύο. Ο δεύτερος καταθέτει ότι την βρήκε σε άσεμνες περιπτύξεις κάτω από μια βελανιδιά (υπό πρίνον), οπότε ο Δανιήλ του λέει ότι άγγελος ετοιμάζεται να τον πριονίσει ( πρίσαι ) στα δύο. Οι αντιφάσεις που υπέπεσαν οι δύο ανώτατοι λειτουργοί του νόμου αποδεικνύουν την αθωότητα της Σοσάννας, και οι δύο δικαστές καταδικάζονται σε θάνατο με τον ίδιο τρόπο που θα θανατωνόταν το θύμα τους όπως υποδεικνύει το Τορά, δηλαδή δια λιθοβολισμού.

  • (3. Catacomb of Sts. Peter and Marcellinus-Catacomba dei Ss. Pietro e Marcellino. Rome)

Πλήθος εικαστικών ασχολήθηκαν με αυτή την ιστορία και οι αποδόσεις τους διαφέρουν. Η πρώιμη τέχνη στις κατακόμβες επικεντρώνεται στη δικαίωση της Σοσάννας και στον θρίαμβο της αλήθειας και της αθωότητας. Τον 15ο-16ο αιώνα το ενδιαφέρον των ζωγράφων κορυφώνεται, μοιάζει όμως να επικεντρώνεται στο γυμνό σώμα της Σοσάννας καθώς μπανιάρεται στον κήπο. Κάποιοι μάλιστα την απεικονίζουν σαν μια πλανεύτρα που παρασύρει με τα κάλλη της τους γέροντες. Αυτοί είναι συνήθως παρουσίες στατικές, με σκούρα ρούχα που φέρουν τον συμβολισμό τους, μορφές που παραμένουν στις σκιές, ασαφείς τόσο εικαστικά όσο και ως προς την ηθική τους υπόσταση.

  • (Tintoretto. Susanna and the Elders)

Από τον Λορέντο Λόττο, τον Ρούμπενς, τον Γκουίντο Ρένι, τον Βαν Ντάικ, τον Τιντορέτο, τον Τιέπολο, τον Βερονέζε, ώς τον Ντελακρουά, τον Γκυστάβ Μορώ και τον Γκόγια, ο κάθε ζωγράφος έχει τη δική του ερμηνεία για τον μύθο. Το θέμα κρατάει το ενδιαφέρον ώς τον 20ο αιώνα και απασχολεί αρκετούς ζωγράφους, όπως τον Φρανς φον Στουκ και τον Πικάσσο. Ο τελευταίος τοποθετεί την Σοσάννα ξαπλωμένη σε μια παράξενα εξαρθρωμένη στάση, όπου ο μηρός της μπορεί να ιδωθεί σαν τερατώδης φαλλός, υπό το βλέμμα δύο ανδρών που την παρακολουθούν μέσα από ένα πίνακα στον τοίχο. Και, ενώ ο μύθος θέλει την Σοσάννα αθώα, όπως άλλωστε καταθέτει και το όνομά της, που στα εβραϊκά σημαίνει κρίνος, σύμβολο της αγνότητας, οι περισσότερες αποδόσεις ανά τους αιώνες  έχουν ηδονοβλεπτικό  χαρακτήρα. 

  • (Pablo Picasso. Susanna and the Elders, 1966)

Ώσπου έρχεται ο Ρέμπραντ για να δώσει τη δική του εκδοχή. Ο Ολλανδός ζωγράφος μάς προσφέρει αρκετές μελέτες και δύο ελαιογραφίες επί του θέματος. Ζωγραφίζει τον πρώτο πίνακα της Σοσσάνας το 1636 και τον δεύτερο το 1647. Και οι δύο παρουσιάζουν μια κοπέλα τρομαγμένη που προσπαθεί όπως όπως να κρύψει τη γύμνια της διπλώνοντας το σώμα της στα δύο. Στον πρώτο πίνακα, αυτόν του 1636, οι γέροντες είναι αφανείς, κρυμμένοι στις σκιές πίσω από την πλάτη της κοπέλας. Στο σκιαροσκούρο του Ρέμπραντ διακρίνουμε μόνο ένα προφίλ, που διαλύεται μέσα στην τόσο γνωστή φωτοσκιαστική τεχνική του, και αυτή είναι όλη κι όλη η παρουσία τους. Κάτι που κάνει την υπόσταση και τις προθέσεις τους ακόμα πιο σκοτεινές και διεστραμμένες.

  • ( Rembrandt van Rijn, Susanna , 1636)

Μια λεπτομέρεια έχει για μένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η Σοσάννα έχει μόλις βγάλει τις παντόφλες της που τις στραβοπατάει. Το στιγμιαίο της απεικόνισης γίνεται εμφανές από την άκομψη κίνησή της κι από τα σημάδια που έχουν αφήσει στις γάμπες της οι κάλτσες που μόλις πριν λίγο φορούσε. Η στιγμιαία αδεξιότητα, τα στιγμιαία σημάδια πάνω στο λευκό δέρμα γίνονται τα μόνιμα σημάδια του σωματικού ίσως, σίγουρα όμως του ψυχικού τραύματος που φέρει το θύμα.

  • ( Rembrandt van Rijn, Susanna. 1636. detail impressions of stockings on calves)

Στον δεύτερο πίνακα, αυτόν του 1647, η Σοσάννα του Ρέμπραντ είναι μια κοπέλα που, από τη σκυφτή στάση του σώματος, την κίνηση του χεριού, την πλάγια ματιά της, δείχνει ότι σαφώς έχει αιφνιδιαστεί από την εμφάνιση των δικαστών.  Ο ένας, ο νεότερος, την έχει αρπάξει από το ρούχο και ο άλλος, γηραιότερος γαρ, μένει πιο πίσω σε ετοιμότητα να αναλάβει δράση. Η λοξή τρομαγμένη ματιά που η Σοσάννα ρίχνει προς τον ζωγράφο και προς εμάς, το κοινό, είναι μια ματιά που καλεί σε βοήθεια. Όμως τόσο ο ζωγράφος όσο και εμείς καμία βοήθεια δεν της προσφέρουμε. Κοιτάζουμε άπρακτοι απολαμβάνοντας τη ρεμπραντική τελειότητα του πίνακα. Όπως και στον μύθο όπου κανείς, ούτε υπηρέτες, ούτε δικαιοσύνη, ούτε οικογένεια, ούτε ο ίδιος της ο σύζυγος δεν προσέτρεξε σε βοήθεια. Μόνο ο από μηχανής θεός Δανιήλ αμφισβήτησε το πατριαρχικό καθεστώς που υπαγορεύει ότι οι δικαστές, άτομα υπεράνω υποψίας, δεν μπορεί παρά να έχουν δίκιο, σπάζει τώρα τον υποκριτικό κλοιό και δικαιώνει την απροστάτευτη γυναίκα.

  • (Rembrandt. Susanna and the Elders. 1647)

Κάποιες δεκαετίες νωρίτερα, το 1610, μια γυναίκα, η Αρτεμισία Τζεντιλέσκι, κόρη του ζωγράφου της αυλής των Μεδίκων Οράτσιο Τζεντιλέσκι, που μαθήτευε κοντά στον πατέρα της, παρουσιάζει το πρώτο της έργο Η Σοσάννα και οι γέροντες, σε ηλικία μόλις 17 ετών. Η οπτική της νεαρής Τζεντιλέσκι είναι τελείως διαφορετική από οτιδήποτε έχει παρουσιαστεί ως τότε. Η νεαρή ζωγράφος, λόγω φύλου αλλά και βιωμάτων, ταυτίζεται με την κακοποιημένη Σοσάννα και προχωράει έτσι την ιστορία ένα βήμα παραπέρα. Η Σουζάνα δεν φαίνεται να αγνοεί την ύπαρξη των γερόντων, ούτε να τους αντιμετωπίζει με μια ελαφρώς ερωτική διάθεση, όπως στους παλαιότερους πίνακες. Σηκώνει το ένα χέρι για να προστατευθεί από το άγγιγμα των ανδρών από την πίσω πλευρά του τοίχου. Ο ένας άνδρας κάτι ψιθυρίζει στον άλλον που, και αυτός με τη σειρά του κάτι ψιθυρίζει στο αυτί της Σοσάννας – ίσως τα λόγια που ο άλλος του υπαγορεύει – μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για μια συνωμοσία. Η κοπέλα έχει σηκώσει το άλλο χέρι σαν να μην θέλει ούτε καν να ακούει.  Η έκφραση του προσώπου της δεν αφήνει αμφιβολία ως προς τα συναισθήματά της. Φόβος, αποστροφή. Οι δύο άνδρες ορθώνονται από πάνω της, η παρουσία τους είναι αυτή των αρπακτικών, ο πίνακας σχηματίζει ένα σχήμα τριγωνικό, ένας ενωμένος θαρρείς όγκος, ορθώνεται απειλητικός καταπλακώνοντας τη δική της ευάλωτη φιγούρα.

  • (Artemisia Gentileschi. Susanna and the Elders (1610))

Εδώ στον πίνακα της Τζεντιλέσκι το γυμνό σώμα της Σοσάννας τοποθετείται στο κέντρο χωρίς την παραμικρή voyaeristic διάθεση και, απεικονίζοντας με σαφήνεια την ψυχολογική της κατάσταση, περιγράφει με τρόπο ρεαλιστικό και εξόχως εκφραστικό μια πολύ τραυματική εμπειρία.

Αξιοπρόσεκτο είναι ότι η Τζεντιλέσκι ζωγραφίζει αυτόν τον πίνακα λίγο πριν τον βιασμό της από τον Agostino Tassi, ζωγράφο τον οποίο ο πατέρας της είχε εμπιστευθεί για να της διδάξει την τέχνη. Ο πίνακας αντανακλά την σεξουαλική παρενόχληση, την οποία υφίστατο από τον ίδιο και άλλους ζωγράφους ενδεχομένως, αφότου ξεκίνησε να εργάζεται στο δικό του στούντιο. Πρόκειται θα λέγαμε για ένα έργο προφητικό, που το νεαρό κορίτσι συνέλαβε με πλήρη διορατικότητα και οξύνοια ως προς τα γεγονότα και επίγνωση ως προς τα συναισθήματά της.

Στη δίκη του 1611 που ακολουθεί τον βιασμό και την αποπλάνησή της με την υπόσχεση του γάμου από τον Tassi, η Αρτεμισία βασανίστηκε για να βεβαιωθούν οι δικαστές για του λόγου το αληθές. Σφιγκτήρες στα δάχτυλά της – δάκτυλα μιας ζωγράφου, προσέξτε – θα εξασφάλιζαν την απόσπαση της αλήθειας… Μάλιστα η ετυμηγορία δεν ήταν εύκολη, διότι θύμα και θύτης εξακολουθούσαν να έχουν σχέσεις κατά τη διάρκεια της δίκης. Συνεχείς εκβιασμοί, αδιάκοπη σωματική και ψυχική χειραγώγηση…

Βαρβαρότητα, παραλογισμός, όλη η σκοτεινιά ενός καθαρά πατριαρχικού κοινωνικού συστήματος.  Τελικά ο Τάσσι εκδιώχθηκε από τη Ρώμη, ποτέ όμως δεν φυλακίστηκε.

Η Αρτεμισία Τζεντιλέσκι ήταν η μοναδική γυναίκα του καιρού της που τόλμησε μέσω της τέχνης της να θίξει αυτό το τόσο ευαίσθητο για την εποχή, και για κάθε εποχή, θέμα.

  •    (Artemisia Gentileschi Susanna and the Elders near a Balcony 1652)

Προς το τέλος της ζωής της η Τζεντιλέσκι καταπιάνεται πάλι με το ίδιο αντικείμενο – αν και ποτέ δεν το εγκατέλειψε, αφού πολλά από τα έργα της κινούνται γύρω από την κακοποίηση, τη δικαίωση, την εκδίκηση. Γνωστοί είναι οι συγκλονιστικοί πίνακες Η Ιουδήθ αποκεφαλίζει τον Ολοφέρνη και Η Σαλώμη με το κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή, όπου η ισχυρή γυναικεία φιγούρα κυριαρχεί βάναυσα πάνω στον άνδρα. Επιπλέον το 1652 ζωγραφίζει το έργο Η Σοσάννα και οι γέροντες κοντά σε ένα μπαλκόνι, όπου μια πιο ώριμη Σοσάννα αντικρίζει καταπρόσωπο τους δράστες που φαίνονται καθαρά· οι εκφράσεις, τα χρώματα των ρούχων, οι κινήσεις των γερόντων είναι απροκάλυπτα επιθετικές. Αυτή τη φορά όμως η Σοσάννα δεν φαίνεται τόσο ευάλωτη. Το κατάλευκο σώμα της είναι σκεπασμένο με ένα μανδύα και δεν είναι κουλουριασμένο. Σηκώνει το χέρι της κοιτώντας τους ξαφνιασμένη μεν, αλλά όχι πανικόβλητη. Τα χρώματα του έργου είναι πιο σκούρα, θυμίζει Καραβάτζιο, έναν ζωγράφο που η Αρτεμισία Τζεντιλέσκι θαύμαζε και πατούσε πάνω στα βήματά του.

  •         (the original Gentileschi (1610) versus Kathleen Gilje’s    Susanna and the Elders, Restored) 

Άφησα τελευταίο ένα έργο σύγχρονο, με τίτλο Η Σοσάννα και οι γέροντες, ΑποκατεστημένοΑκτινογραφημένο. (Susanna and the Elders, Restored – X-Ray), της Kathleen Gilje. Πρόκειται για ένα σχολαστικό αντίγραφο του αρχικού πίνακα της Τζεντιλέσκι (1610), από ακτινογραφία του κρυμμένου κάτω από τη μπογιά πίνακα.

Η Gilje (γεννημένη το 1945) συντηρήτρια έργων τέχνης και εικαστικός, «ξαναδιάβασε» το έργο της Τζεντιλέσκι με τη βοήθεια ακτινογραφίας, και το 1998 μας προσφέρει τη δική της εκδοχή. Το έργο αυτό πάει την ιστορία ακόμα παραπέρα. Η Σοσάννα δεν περιμένει την εξ άνω διαμεσολάβηση στο πρόσωπο του λυτρωτή Δανιήλ. Αποφασίζει να βγει από τον ρόλο του θύματος και αναλαμβάνει να σώσει η ίδια τον εαυτό της. Το κεφάλι της σηκώνεται από τη σκυφτή στάση που το έχει ζωγραφίσει η Τζεντιλέσκι, και ουρλιάζει καθώς ο ένας γέροντας την τραβάει προς τα πίσω από τα μαλλιά. Το χέρι της σηκώνεται, όχι όμως σε μια κίνηση αδύναμης ικεσίας και τρόμου, αλλά σφίγγοντας τώρα ένα μαχαίρι.

Ο σπαρακτικός αυτός πίνακας δεν βασίζεται ούτε στη χρήση του χρώματος, ούτε στην ομορφιά του θύματος. Μολυβί με λευκό μας δίνει η ακτινογραφία της Gilje, και μία Σοσάννα εξοργισμένη, εξεγερμένη, που το κεφάλι της κινείται ανάμεσα στο στέρνο και στην ορθή θέση του πάνω σε έναν λαιμό με τα νεύρα πεταγμένα. Ούτε καν ο ουρανός, που στον πίνακα της Τζεντιλέσκι είναι καταγάλανος, δεν μας χαρίζεται· η Gilje τον κάνει βαρύ σαν μολύβι. Η σύγχρονη ζωγράφος δεν αφήνει περιθώρια εικαστικής απόλαυσης. Το στήθος της νεαρής κρύβεται ανάμεσα στις δύο στάσεις του κεφαλιού, τα πόδια κινούνται μανιασμένα. Το δεξί χέρι ανοιχτό, έτοιμο ν’ αρπάξει τον δράστη, το αριστερό με το μαχαίρι, όλος ο πίνακας κινείται, δονείται γεμάτος οργή. Η αλληγορία εδώ είναι ακόμα πιο ισχυρή. Το έργο της Gilje μιλάει για την ενδυνάμωση του θύματος, για τη γυναίκα που ο φόβος του βιασμού περιόριζε, ως τώρα, την πορεία της ζωής της, την έκανε συγκρατημένη, την έκλεινε μέσα τη νύχτα. Τη γυναίκα που βρίσκεται παγιδευμένη ανάμεσα σε δύο στρώσεις χρώματος, που χρειάζεται ακτινογραφία για να δούμε την ψυχική της κατάσταση καθώς, συμμορφωμένη ως τώρα, φρόνιμη σύμφωνα με τις επιταγές της πατριαρχικής κοινωνίας, με το κεφάλι σκυμμένο, υποτάσσεται στη μοίρα, στην κάθε εξουσία του κάθε αυτοδιοριζόμενου Κριτή.

  • (Kathleen Gilje. Susanna and the Elders, Restored – X-Ray. 1998)

Κι όμως η απόδοση της Kathleen Gilje δεν μας προσφέρει μονάχα μια φεμινιστική ματιά στο αιώνιο έργο, στο αρχαίο θέμα της γυναικείας καταστολής. Το έργο διευρύνει το θέμα, η κρυμμένη εικόνα της σεξουαλικής βίας που η εικαστικός μάς αποκαλύπτει, η αδιαφορία της για το αισθητικό αποτέλεσμα, μαρτυρά ότι η σύγχρονη ζωγράφος δεν ασχολείται μόνο με τη σκοτεινή πλευρά του αρσενικού, αλλά επιχειρεί να διαρρήξει το πατριαρχικό σύστημα καταπίεσης και αποσιώπησης της βίας προς κάθε θύμα, όποιο κι αν είναι το φύλο του.

Η σιωπή έχει σπάσει, η γενναιότητα της συνειδητοποίησης, η αποφασιστικότητα γίνονται όπλα στα χέρια τού μέχρι τώρα θύματος. Το θύμα μετατρέπεται σε μοχλό πίεσης που ωθεί και την κοινωνία να ωριμάσει.

Ναι, πρόκειται για μια ιστορία πιο παλιά κι από τον χρόνο. Το ερώτημα-αίτημα διανύει τους αιώνες, σε μια  πορεία εξαιρετικά αργή και επίπονη. 

Έφη Φρυδά

Η Έφη Φρυδά γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, σε ένα ωραίο (ακόμα) κομμάτι του ιστορικού κέντρου. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και Οικονομικά. Ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση σε όλη σχεδόν την ενήλικη ζωή της. Έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, συγγραφείς όπως Ντύλαν Τόμας, Ντ. Χ. Λώρενς, Τ. Χάρντυ, Ε.Μ. Φόστερ, Ι. Ουόρτον, Κ. Μπλίξεν, Τζ. Μπόλντουιν, ΝτεΛίλλο, Τζ. Κ. Όουτς, Μπουκόφσκι, Ρούσντι, Γκόλντινγκ, Ντ. Τζόνσον, Χ. Σέλμπι, Σ. Μπέλοου, Π. Χάισμιθ, Όσιαν Ουόνγκ. Ήταν υποψήφια για το Βραβείο καλύτερης μετάφρασης του Ευρωπαϊκού Κέντρου Λογοτεχνίας και επιστημών του Ανθρώπου (ΕΚΕΜΕΛ) και για το βραβείο καλύτερης λογοτεχνικής μετάφρασης του Athens Prize Festival. Έχει επίσης μεταφράσει δοκίμια ψυχανάλυσης και ψυχολογίας, έχει συνεργαστεί με το Μουσείο Μπενάκη και έχει συγγράψει και επιμεληθεί κείμενα καταλόγων για εκθέσεις. Αγαπά με πάθος τις εικαστικές τέχνες και ασχολείται με την έρευνα και συγγραφή σχετικών άρθρων. Συνεργάστηκε με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, ασχολήθηκε με το Θέατρο στην Εκπαίδευση και εργάστηκε ως μεταφράστρια για κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γράφει ποίηση.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.