You are currently viewing Αγγελική Στεφανίδου: ένα αφήγημα   

Αγγελική Στεφανίδου: ένα αφήγημα  

Οι σαγιονάρες

 

Πάντα με απασχολούσε το θέμα της τύχης, ή της ατυχίας, όπως θέλετε πείτε το. Από μικρή έσπαγα το κεφάλι μου: ποιος θεός κίνησε τα νήματα και γεννήθηκα Ελληνίδα σε μια οικειοθελώς θυσιαστική ελληνική οικογένεια, από μικρομεσαίους γονείς, που υπεραγαπούσαν εμένα και την αδερφή μου. Όταν έβλεπα στις ειδήσεις τις εικόνες των παιδιών που πεινούσαν σε χώρες φτωχές και μακρινές, πέρα από το σφίξιμο που ένιωθα στο στομάχι αναρωτιόμουν τι καλό είχα κάνει για να ζω όπως ζω. Η απορία αυτή μάλλον θα με ακολουθεί μέχρι το τέλος της ζωής μου.

Στο βενζινάδικο πάντα με εξυπηρετεί ο κυρ Ηλίας, ένας ηλικιωμένος κύριος -στ’ αλήθεια δεν ξέρω αν είναι ηλικιωμένος, γιατί η τύχη βάζει κι εδώ το χέρι της και κάνει πολλές φορές την ηλικία από αντικειμενικό απόλυτο αριθμό μια υποκειμενική θεώρηση. Πάντα έρχεται προς το αυτοκίνητο αργά -αλλά όχι βαριεστημένα- με την ίδια ξεθωριασμένη μπορντώ -όχι και τόσο καθαρή- μπλούζα, με τις σαγιονάρες «παντός καιρού» –σχόλιο που γίνεται πάντα άθελα στο μυαλό μου- και σκυφτό κεφάλι. Είναι αδύνατος, προς το κοντό, έχει ένα μουστάκι-απεριποίητο κι αυτό- και παρά τα 10 χρόνια «συνεργασίας» δεν πιάσαμε ποτέ κουβέντα.

Δεν ξέρω τι μύγα με τσίμπησε προχθές και, όταν μου απηύθυνε την κλασσική ερώτηση αν θέλω απόδειξη -την οποία εδώ και 10 χρόνια ποτέ δεν πήρα-, του απάντησα το κλασσικό «Όχι» αλλά για πρώτη φορά τον κοίταξα δίνοντας του το πενηντάευρω και τον ρώτησα: «κύριε Ηλία, είσαι καλά;» Σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε πρώτη φορά στα μάτια. «Τι είπατε;» «Τίποτε, ρώτησα αν είσαι καλά». «Όχι» μου απάντησε και κατέβασε τα μάτια. Δεν ήξερα πώς να συνεχίσω την κουβέντα· η απάντηση λακωνική και αφοπλιστικά ήρεμη. Σαν χαζή και σαν να μου είχε απαντήσει «Ναι» έβαλα μπρος και έφυγα.

Τώρα που σκέφτομαι ίσως είναι και το πιο χαζό πράγμα που έχω κάνει στη ζωή μου.  Επανήλθα μετά από μία εβδομάδα –όταν κόντευε να αδειάσει το ρεζερβουάρ- αποφασισμένη να συνεχίσω τη συζήτηση.  Η διαδικασία ήταν ακριβώς η ίδια με τις προηγούμενες φορές μόνο που μου φάνηκε πως πάλι, έστω φευγαλέα, με κοίταξε στα μάτια.  «κύριε Ηλία, θέλεις να μου πεις γιατί δεν είσαι καλά;» είχα σχεδιάσει να του πω. Ενώ, όμως, έβαζε βενζίνη και εγώ είχα βγει για πρώτη φορά από το αυτοκίνητο και πριν προλάβω να ρωτήσω, με κοίταξε και είπε: «Η γυναίκα είναι κατάκοιτη πολλά χρόνια. Παιδιά δεν έχουμε, ούτε συγγενείς, την φροντίζω μόνος. Τα λεφτά δεν φτάνουν για βοήθεια. Πάντα τρέμει η καρδιά μου μην πάθει κάτι όσο είμαι στη δουλειά. Όταν ήμουν καλά δεν είχα πρόβλημα· από τότε, όμως, που με βρήκε το ζάχαρο και μου κόψαν τα δάχτυλα, ζορίζομαι πολύ..» το τελευταίο το είπε δείχνοντας με το βλέμμα του τις γνωστές σαγιονάρες «…Δόξα τω θεω, σταμάτησε εκεί το κακό .. τι θα κάναμε αλλιώς… δεν ξέρω». Όλα αυτά ειπώθηκαν στο χρόνο που διαρκεί ένα γέμισμα σαν να μιλούσαμε για τον καιρό ή την οικονομική κρίση ή τον περιβόητο ιό.

Όσο άκουγα δεν έβλεπα το πρόσωπο του. Έβλεπα την γυναίκα του, το σπίτι του, το βάρος που κουβαλάει χρόνια. Τον έβλεπα να γυρνάει από τη δουλειά, να συμμαζεύει, να στρώνει τραπέζι, να να το σηκώνει σέρνοντας πάντα τις σαγιονάρες. Να φτιάχνει τα σκεπάσματα της γυναίκας του, να κάνει τον σταυρό του και να ξαπλώνει δίπλα της.  «Απόδειξη θέλεις;» πρόσεξα τον ενικό. «Όχι, όχι» απάντησα και μπήκα μουδιασμένα στο αυτοκίνητο με το κεφάλι κάτω. Το μόνο που μπόρεσα να αρθρώσω ήταν: «θα τα ξαναπούμε».

Και πάλι ήρθε στο μυαλό μου η παιδική ερώτηση: τι καλό έχω κάνει και αξίζω την εύνοια της τύχης; Τι κακό έχει κάνει ο κυρ Ηλίας;

Και μια πιο κρίσιμη ερώτηση -πακέτο με την οδυνηρή της απάντηση-  τρυπούσε το μυαλό μου:

  • Τι στο καλό κάνω με το καλό που μου έχει δοθεί;

  • Συγκινούμαι, σφίγγεται το στομάχι μου, μπαίνω στο αυτοκίνητο, παίρνω τις καλές προθέσεις μου και… φεύγω!

Ο θεός να φυλάει από τις ανεκπλήρωτες καλές προθέσεις!

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.