You are currently viewing ΑΙΣΧΥΛΟΥ Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας (σχ. 1) (στ. 321-368), Μετάφραση: Γεωργία Παπαδάκη

ΑΙΣΧΥΛΟΥ Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας (σχ. 1) (στ. 321-368), Μετάφραση: Γεωργία Παπαδάκη

Στ. 321‒368 (σχ. 2)

                 […]         

                 Γιατί είναι οικτρό πόλη τόσο πανάρχαια

                 να στείλετε στον ΄Αδη ‒ λεία από δόρυ σκλαβωμένη ‒

                 με στάχτης κουρνιαχτό,

                 από θεού και από άντρα Αχαιό άτιμα κουρσεμένη.

                 Κι οι χήρες, ωχ, να σέρνονται,

                 νιες και γριές, σαν άλογα από τις πλεξούδες,

                 καθώς τα πέπλα τους βίαια θα ξεσκίζονται.

                 Κι η πόλη σύροντας κραυγές ν’ αδειάζει,

                 με τις αιχμάλωτες να χάνουν τη ζωή τους μες σε ξεφωνητά.

                 Αχ, τη μοίρα τη βαριά πριν να με βρει φοβάμαι!

 

                 Κι είναι να κλαις τα κοριτσόπουλα,

                 αυτά που πριν την ώρα τους, πριν νά ’ρθει η νόμιμη στιγμή

                 της νιότης τους τον άγουρο καρπό να τους τον δρέψουν,

                 παίρνουνε δρόμο μισητό από τα σπίτια τους μακριά.

                 Γιατί ’ναι να τα κλαις; Γιατί από ετούτα, το δηλώνω,

                 καλύτερα έχει πάθει ο νεκρός!

                 Βλέπεις, σαν μία πόλη δουλωθεί, ωώχ,

                 πολλές και μαύρες συμφορές παθαίνει! 

                 Άλλος τον άλλονε τραβολογάει,

                  άλλος σκοτώνει, κι άλλος βάζει φωτιά·

                  από καπνό σκεπάζεται ολόκληρη η πόλη·

                  μαινόμενος ορμάει πάνω της αυτός που τους λαούς δαμάζει,

                  ο ΄Αρης, βεβηλώνοντας κάθε ευλάβεια στους θεούς.

 

                  Απ’ άκρη σ’ άκρη απλώνεται στην πόλη ένα βουητό,

                  κι ολόγυρα εχθρικός φραγμός σαν πύργος αψηλός την περιζώνει·

                  από κοντάρι αντρός λυγίζει άντρας,

                  και τα σκουξίματα των βυζανιάρικων μωρών

                  των αρπαγμένων από τους μαστούς

                  πνιγμένα μες στο αίμα τους σκίζουνε τον αγέρα.

                  Οι αρπαγές  και τα τρεχαλητά, αδέλφια·

                  ο φορτωμένος συναντάει τον φορτωμένο

                  κι ο αδειανός στον αδειανό φωνάζει, θέλοντας σύντροφο

                  [ στο πλιάτσικο] να βρει, όμως μήτε λιγότερα μηδέ τα ίσα

                  λαχταρώντας ο καθένας τους στη μοιρασιά να έχει.

                  Από αυτά μπορείς και τ’ άλλα να μαντέψεις…

 

                  Κάθε λογής καρπός είναι πεσμένος κατά γης

                  και σου ματώνει την καρδιά,

                  κι οι δούλες του σπιτιού κοιτούν με μάτια πικραμένα·

                  της γης τα δώρα σε απίστευτο ανακάτωμα 

                  σβαρνίζονται εδώ κι εκεί απ’ των εχθρών τα κύματα τα φαύλα.

                  Και σκλάβες νέες που καινούργιες τις χτυπήσαν συμφορές,

                  οι δύστυχες, αιχμάλωτες στην κλίνη

                  κάποιου άντρα θα πέσουν τυχερού,

                  σε όποιον τύχουν ισχυρότερο εχθρό.

                  Μοναδική ελπίδα, να έρθει του θανάτου η νυχτιά

                  φέρνοντας σωτηρία από τα πολυδάκρυτα δεινά.

 

 

 

 

 

1)Για την τραγωδία αυτή του Αισχύλου βλ. κείμενό μας με θέμα τις φράσεις « Το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο ‒ ΄Ερχομαι στα χέρια » (17-10-2020).
2)Η Θήβα πολιορκείται από τα εχθρικά συμμαχικά στρατεύματα, που με επικεφαλής επτά στρατηγούς έχουν εκστρατεύσει από την Πελοπόννησο εναντίον της, με σκοπό να αποκαταστήσουν στον θρόνο τον γιο του Οιδίποδα, τον Πολυνείκη, απομακρύνοντας από την εξουσία τον αδελφό του, τον Ετεοκλή. Oι κοπέλες των Θηβών που αποτελούν τον Χορό του δράματος πανικόβλητες από το κακό που απειλεί την πόλη τους ικετεύουν τους θεούς για τη σωτηρία της, και οι σπαρακτικές κραυγές τους γεμίζουν τον αέρα με αγωνία, απελπισία, τρόμο. Το πρώτο στάσιμο του Χορού, από τα ωραιότερα και παθητικότερα δημιουργήματα του λυρικού λόγου, προκαλεί ισχυρή συγκίνηση μεταδίδοντας υποβλητικά την οδύνη και την εσωτερική ταραχή των νεαρών γυναικών. Οι φοβισμένες παρθενικές ψυχές παρακαλούν ολόθερμα ξανά και ξανά τους θεούς να μείνουν σωτήρες της πόλης. Στη συνέχεια, το θρηνητικό τραγούδι τους στο απόσπασμα που παραθέτουμε ξεδιπλώνει μπροστά στα μάτια μας με μεγάλη παραστατικότητα φοβερές, δραματικές εικόνες από την τύχη που περιμένει μια κατακτημένη πόλη.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Γεωργία Παπαδάκη

H Γεωργία Παπαδάκη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου υπηρέτησε για δέκα χρόνια ως Βοηθός στον Τομέα Αρχαιολογίας και, παράλληλα, έλαβε μέρος σε διάφορες ανασκαφές. Τα τελευταία χρόνια μελετάει αρχαίους συγγραφείς και μεταφράζει αγαπημένα της κείμενα της ελληνικής γραμματείας. Από το Α΄Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας έχει παρουσιάσει παλαιότερα μια σειρά σχετικών εκπομπών με τον τίτλο « Είτε βραδιάζει είτε φέγγει, μένει λευκό το γιασεμί». ΄Εχουν εκδοθεί εξι βιβλία της: "Aνθολογία αρχαίας ελληνικής ερωτικής ποίησης", "Ο δικός μας Αριστοφάνης",  "Μούσας άγγιγμα", " Αισχύλος. Ο ποιητής του μεγαλοπρεπούς και του τιτανικού", "Σοφοκλής. Η «μέλισσα» του αρχαίου ποιητικού λόγου", "Η γυναίκα και ο γυναικείος λόγος στο έργο του Ευριπίδη".

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.