You are currently viewing Ανδρέας Μήτσου: ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ ΤΟ ΧΕΙΜΩΝΑ, Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος, εκδόσεις Έναστρον

Ανδρέας Μήτσου: ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ ΤΟ ΧΕΙΜΩΝΑ, Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος, εκδόσεις Έναστρον

    Δεν μπορώ να ξέρω πώς βρέθηκε ο παλιός, δεκατετράχρονος μαθητής μου να κρατά στο χέρι μια ψεκασμένη με δηλητήριο ρώγα σταφυλιού και να θέλει να τη δοκιμάσει ανυπερθέτως, και εν γνώσει της αναπότρεπτης συνέπειας.

    Πώς έφτασε, πώς κατέληξε, θέλω να πω, να γίνει ποιητής; Γιατί αυτήν ακριβώς την κίνηση κάνει ο ποιητής, την πράξη τής Blanche DuBois, στο Λεωφορείον ο Πόθος του Τένεσσυ Γουίλιαμς, που ο Κωνσταντίνος Λουκόπουλος θέτει ως προμετωπίδα του βιβλίου του.

Δοκιμάζει τη δηλητηριασμένη ρώγα του σταφυλιού. Θα εθιστεί έτσι, φαίνεται να πιστεύει, στον θάνατο και θα τον ακυρώσει, παρόλο που ο Τένεσσυ Γουίλιαμς επιμένει πως μετά δεν έχει σωσμό, σωτηρία. Όμοια με τον Μιθριδάτη, εφευρίσκει λοιπόν κι αυτός την ποίηση. Κακό του κεφαλιού του, φοβάμαι. Ηρωισμός, ωστόσο, δεν το αρνούμαι. Ύβρις, σε κάθε περίπτωση. «Ένας, που ήταν λαϊκός στην αγορά και στη συναλλαγή, ώσπου ξαφνικά ανακάλυψε την ποίηση. Από παντού τότε άρχισε να μπάζει», μας αποκαλύπτει ο ποιητής Γ. Μαρκόπουλος. Ας είναι, τώρα πάντως, δεν υπάρχει επιστροφή.

Και στις τρεις συλλογές των κειμένων με τον γενικό τίτλο Οι Πόλεις το Χειμώνα, αυτό εγώ διακρίνω και ψυχανεμίζομαι. Αυτό προσλαμβάνω. Την απόπειρα εξορκισμού του κακού που καιροφυλακτεί, την εναγώνια προσπάθεια να αντλήσει ο αφηγητής, μέσα από κάθε μικρό του κείμενο, ρινίσματα ομορφιάς, ως ελιξίριο ζωής, και να αποσείσει την αμεσότητα του πραγματικού.

«Διηγήματα μπονζάι και μικροκείμενα», τα ονοματίζει, δόλια, πιστεύω, ο συγγραφέας, για να μας αποπροσανατολίσει. Πρόκειται, όμως, κατά τη γνώμη μου, για ποιητικές λυρικές πρόζες. Όλα, και τα εβδομήντα οκτώ συνολικά πεζά – θραύσματα, συγκροτούν μια ιδιάζουσα ποιητική συλλογή. Κρυμμένα, περίτεχνα ποιήματα, εκρήξεις του νου και διάπυρες κραυγές, σε πόλεις, τόπους, επινοημένους. Υποστασιοποιημένους έστω, με τον δικό του τρόπο σκέψης και ερμηνείας της πραγματικότητας.

Οι Πόλεις του αποτελούν, δηλαδή, προφάσεις της αφήγησης, προσωπεία, πίσω από τα οποία κρύβεται ο ποιητής και οδοδείκτες της πορείας προς εαυτόν. «διζησάμην μεωυτόν», «αναζήτησα τον εαυτό μου», λέει ο Ηράκλειτος, «και εδώ τον καταθέτω», αλλά και ο μεγαλόστομος, συχνά, Άγγελος Σικελιανός επισημαίνει τον κίνδυνο μιας τέτοιας αναδίφησης: «Πιο βαθιά κι απ’ το πηχτό τ’ αστρόφως, κρυμμένος σαν αητός με περιμένει, εκεί όπου πια ο θείος αρχίζει ζόφος, ο πρώτος μου εαυτός».

Ως αητός, γύπας μάλλον, ο εαυτός, η ποιητή συνείδηση, εφορμά κατευθείαν για το συκώτι του κάθε ποιητή, Προμηθέα. Τιμωρεί εκείνον που επιζητεί να καταλάβει και να μάθει περισσότερα απ’ όσα δικαιούται, όσα πρέπει να παραμείνουν κρυφά κι αξεδιάλυτα. Ανείπωτα.

«Σ’ ακούω στ’ αυτιά μου να απαγγέλλεις σαν ένας δικός μου Τσέλαν ένα ποίημα δίχως τίτλο, στη γλώσσα σου που είναι γεμάτη στρογγυλούς φθόγγους, μα μου αρκεί που – όταν με αφήνουν ήσυχο οι σκιές – ζω ετούτο το ταξίδι, μες στους φθόγγους σου και μέσα στο κορμί σου», ομολογεί στη σελίδα 39 ο ποιητής μας και στη σελίδα 113 Hoarder επιβεβαιώνει: «Δεν ντρέπομαι να παραδεχθώ πως, μέσω μιας πιεστικής και επίμονης παρόρμησης, έτσι ανατράφηκα: συλλέγοντας εμμονικά λέξεις, έντυπα, κορμιά και σταματημένο χρόνο».

Δεν θα επιχειρήσω να αναφερθώ στη λεγόμενη υπόθεση, στο story, την πλοκή (plot) της κάθε διηγήσεως. Γιατί υπόθεση αφήγησης συνιστά η καθεμία αποτύπωση ψυχικής κατάθεσης, διανοητικής έκρηξης και ατομικής του περιπέτειας. Ευδιάκριτη, ευθύγραμμη ανέλιξη κάποιας φανερής ιστορίας, εγώ τουλάχιστον, δεν διακρίνω. Ακροθιγώς θα επισημάνω μερικές κύριες έννοιες – ιδέες ή εμμονές που κατατρύχουν τον αφηγητή και συνιστούν το πεδίον του στοχασμού, το τοπίο του βασανισμού του και την αισθητική θέση του. Τον ιδιαίτερο τρόπο που επιχειρεί να πετάξει και να διαφύγει. Ούτως η άλλως, μια ‘‘καθαρή’’ ιστορία δεν αποτυπώνει, σκόπιμα και εν συνειδήσει, και από άποψη αισθητική. Έτσι όπως το ποίημα δεν λέει ποτέ μια ιστορία, αλλά πολλές μαζί, συσσωρευμένες, που εστιάζουν, ωστόσο, στο ίδιο σημείο.

Ο Κωνσταντίνος Λουκόπουλος επικαλείται, ευθύς εξαρχής, τη σιωπή κι, ωστόσο, φωνάζει σε κάθε κείμενό του.

«Και ετοιμαζότουνα να φωνάξει δυνατά, για να δείξει πως δεν επέθανε» (Η Γυναίκα της Ζάκυθος, ανακαλώ τον Σολωμό).

«Όμορφη πόλη, σιωπητήριο στις προηγμένες κοινωνίες, όπου οι μονάδες συνεννοούνται με νεύματα, η σιωπή είναι μια ατομική ιδιότητα που αυθόρμητα κοινωνείται πανταχόθεν».

«Παράξενο μοιάζει (απάνθρωπο μοιάζει), μα είναι κι αυτό μια παρηγοριά. Η συνωμοσία της σιωπής. Βουλιάζω στη δική μου, που είναι διάλυμα πικρής θάλασσας…»

Η σιωπή είναι, επομένως, η απώτατη προσδοκία, η καταφυγή του αφηγητή. Δεν ξέρω όμως αν όντως γράφει για να φτάσει αυτή τη σιωπή, την κατακαθισμένη εντός του, να την ανιχνεύσει, ή αν θέλει να την εξαντλήσει, να την κονιορτοποιήσει με τον οιστρήλατο, καταιγιστικό του λόγο και έτσι να απαλλαγεί από αυτήν.

«Η πιο μεγάλη μοναξιά κρύβεται στην πολυλογία, καταφεύγω στον Κίρκεγκωρ, αλλά και στον Λάο Τσε, που ίσως εδώ τον συμπληρώσει τον μέγιστο φιλόσοφο».

«Η σιωπή είναι καλή, όταν κρύβει μέσα της τη χαρά, αλλιώς τη φοβάμαι».

«Η σιωπή είναι μία παγίδα διήγησης», ομολογεί ο συγγραφέας, γι’ αυτό, απεγνωσμένα ίσως, επιχειρεί να τη μορφοποιήσει. Αυτή η απόγνωσή του αναπαρίσταται με λεκτικές πιρουέτες, γλώσσα κομψότατη, ενίοτε επιτηδευμένη, και ποίηση υψιπετή.

Ο φόβος, λοιπόν, ο χρόνος – δρεπανηφόρος σε κάθε περίπτωση – ο έρωτας – λυσιτελής πάντα – το σώμα – παρόν σε καθεμία αφήγηση – είτε όταν καταδηλούται η παρουσία του ή κι όταν ακόμα συγκαλύπτεται.

Η μνήμη, επίσης, διαποτίζει ίσως και κάθε σειρά, θα ’λεγα, όπως και η συνακόλουθη σύγχυση, η απορία του υποκειμένου. Αφού πράγματι πόρος, ατραπός διαφυγής, δεν διακρίνεται.

Αμέτρητες οι διακειμενικές παραπομπές – αναφορές του αφηγητή, οιονεί επικλήσεις βοήθειας, καθώς οι ιδέες οι οποίες κατατρύχουν και εξοντώνουν την ύπαρξή του είναι που συνιστούν τον κόσμο του αφηγητή και το ύφος του βιβλίου. Αυτές τις έννοιες, ωστόσο, τις ιδέες, προσπαθεί να καρατομήσει και λαίμαργα να γευτεί. Θα ’λεγα πως επιχειρεί να βγάλει από τη μύγα ξίγκι.

Ενδίδω στον οίστρο του, στη ζέση του, καθώς βλέπετε, συμπλέω και μετέχω στο ίδιο παιχνίδι, και γίνομαι κι εγώ καταιγιστικός, όπως ο συγγραφέας, με ανάλογες καταφυγές σε ποιητές ή στοχαστές.

Αλλά πάνω στις δικές του ρίζες, του συγγραφέα, είμαστε αναγκασμένοι να κινηθούμε, εφόσον εμπλεκόμαστε με τα κείμενά του και επικοινωνούμε μ’ αυτά. Γνωρίζω, πάντως, πως μια ερμηνεία αποτελεί ασελγή περιήγηση στο σώμα του ποιητή, αφού το δικό μας Εγώ συστήνει. «Είμαστε η ερμηνεία μας», να θυμίσω τους νεοκριτικούς αλλά και τον Σεφέρη. Η ερωτική επαφή με το κείμενο, ούτως ή άλλως, αποτελεί πράξη μοναχική, ιδιωτική έκφραση – συνάντηση, που συντελείται εν κρυπτώ. Σε κάθε περίπτωση, οφείλω να εκφράσω τον θαυμασμό μου και μαζί την ταραχή μου. Θαυμασμό, καθώς εντοπίζω επιμελώς κρυμμένα σπαράγματα μεγαλοφυών συλλήψεων, γοητευτικές διανοητικές εκρήξεις ενός ανεξάντλητου ταλέντου. Ο ποιητής γίνεται εδώ χορευτής – σε κάθε ένα κείμενο ξεχωριστά – ακκίζεται ωστόσο ασυστόλως, μιμείται, αποβαίνει, εν συνειδήσει. Πιθανώς, καταιγιστικός, επιθετικός προς τη συμβατική λογική και ερμηνεία, πληθωρικός, απρόθυμος να αιχμαλωτιστεί. Αγανακτεί, οδύρεται, άλλοτε κλαίει σιγανά, συχνά επαίρεται, στραγγαλίζει τις έννοιες, τις ιδέες που δεσπόζουν και κανοναρχούν τα κείμενα, τις αποστάζει, θέλει να βγάλει πάση θυσία το ζουμί τους. Την πεμπτουσία. Γι’ αυτό και η ταραχή μου.

Τη δική μου λύπη θα βγάλω, αν του πω, με αγάπη:

«Ω, Θεέ μου, στέκεσαι και καρτερείς το πραγματικό γεγονός, μα αυτό εδώ είναι όλο κι όλο ό,τι υπάρχει». Είναι απόφθεγμα του Allen Wheelis, από το The Illusionless Man and the Visionary Maid, το οποίο χρησιμοποίησα ο ίδιος, ως μότο, στη διατριβή μου, με θέμα την ‘‘καθημερινότητα στον Μ. Χάιντεγκερ’’.

Η γλώσσα του Λουκόπουλου είναι αναμφίβολα μια γλώσσα περίτεχνη, λεπτεπίλεπτη. Οι λέξεις του αναδύονται απαστράπτουσες, ναρκισσευόμενες. Λάμπουσες. Ο πληθωρισμός των λέξεων συχνά πανικοβάλλει, μέχρι να κατορθώσει κανείς να τις εγκολπωθεί. Οι έννοιες, στην απόπειρα αποστάγματος, αφαλάτωσης, ξεψυχούν, ενίοτε σπαρταρούν, σαν μεθυσμένοι γυρίνοι, για να χρησιμοποιήσω το έξοχο ποίημά του. Αλλά μήπως αυτή είναι τελικά η μοίρα τους, η εντελέχειά τους; Να πεθάνουν αμέσως μετά τη χρήση τους; «Η λέξη, ο θάνατος του πράγματος», θα ανατρέξουμε στον Λακάν. Ό,τι δηλαδή παίρνει όνομα και μορφή αναπόφευκτα τελειώνει, συμπληρώνει τελεσίδικα τον ρόλο του. Εξαντλεί τη δυναμική του, την προοπτική του.

Οι σκέψεις του αφηγητή, των ιστορήσεων, εν τούτοις, αχαλίνωτες, δεν έχουν καμιά διάθεση να υποκύψουν. Καθεμία λέξη του και μια χειροβομβίδα. Κάθε νοηματοδότηση και μια νάρκη, τόσο για τον αναγνώστη όσο και για τον ίδιο τον ποιητή, που δείχνει να ’χει πάρει φωτιά και να χοροπηδά σαν αναστενάρης πάνω από τις λέξεις του, τις ζέουσες. Μπας και τις σβήσει, τις εξορκίσει, καθώς προανέφερα. «Να φωτίσω τις αιτίες που μ’ αφήνουνε μισό», έτσι όπως το τραγουδά ο Σαββόπουλος.

Αυτόν τον χορό παρακολουθώ, ο οποίος πότε με κατευθύνει προς τον τρόπο του Εγγονόπουλου, πότε μου θυμίζει Επαμ. Γονατά, καθώς και άλλους σπουδαίους ξένους σουρεαλιστές, και ακόμα με οδηγεί σε πεδία άλλων τεχνών, όπως στη ζωγραφική και στον κινηματογράφο, κατ’ εξοχήν, αλλά και στη μουσική, στις φυσικές επιστήμες συχνά.

Σαν τον Καιόμενο του Σινόπουλου, ο ποιητής καίγεται, μόνος και αγέρωχος.

Ψυχανεμίζομαι πως πίσω από τις εκρήξεις, τα σπινθηρίσματα του νου και τις φωτοσκιάσεις του, ό,τι επιχειρείται, με τους γλωσσικούς ακκισμούς του, τον μεταφορικό λόγο και τις συμπαραδηλώσεις, είναι να κρύψει ο αφηγητής την πληγή του. Ωστόσο, «vivit sub pectore vulvus», «ανοικτή μένει ακόμη η πληγή κάτω από το στήθος», επιμένει ο Βιργίλιος στην Αινειάδα. Κι αυτό κάνει η κάθε ποιητική συνείδηση. Επιχειρεί, ατελέσφορα πιθανώς, να καλύψει την ουλή, την πληγή της, που δεν είναι παρά η ουλή του κόσμου.

Αποσπώ από τη σελ. 59: «Από αυτόν τον χρόνο, λέω, θα μείνει ο ανθός. τετηγμένος και ημίρρευστος. Κι όσο κι αν η ουλή του μυρμηγκιάζει, στις ραφές θα ανοίγει μια κρήνη μέλι και σιρόπι ζεματιστό θα πλημμυρίζει τις νύχτες που παλεύω…»

   Δεν επεδίωξα να καταθέσω έναν επιστημονικοφανή λόγο στην κουραστική ίσως για σας περιδιάβασή μου στα κείμενα του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου. Γνωρίζω ότι είναι ο λόγος του, καθώς και ο ίδιος ο Κ. Λουκόπουλος, γνήσιος και αυθεντικός, και με αυτούς του όρους τα προσέγγισα. Ξέρω, ακόμα, πως ενστερνίζεται ετούτον τον στίχο του Σεφέρη ο Κωνσταντίνος Λουκόπουλος: «Προτιμώ μια στάλα αίμα από ένα ποτήρι μελάνι». Γι’ αυτό και περιφρονεί γλωσσικές συμβάσεις, τη λεγόμενη οικονομία λόγου, την ξηρότητα των λέξεων, και μπαίνει γενναία στο ναρκοπέδιο της προσωπικής έκθεσης – εξομολόγησης. Δεν διστάζει να καταθέσει αίμα.

«Εγώ, τον βλέπω ακόμα τον Κώστα, το παιδί με το ξύλινο σπαθί στη βεράντα του κήπου, που παλεύει με το πρωί», σύμφωνα με μια δική του περιγραφή, έτσι όπως ήταν και ο ίδιος δεκατεσσάρων χρόνων στην Ελευσίνα – εγώ σχεδόν τριάντα – ο πρώτος μαθητής, ποτέ ο σπασίκλας, πάντα ονειροπόλος και ακόρεστος, διψασμένος για γνώση, για εξήγηση των πραγμάτων. Αυτός που εναπόθετε από τόσο μικρός στην Τέχνη, για να γλιτώσει.

«Η τέχνη πληρούται – δια της σύγχυσης – και εντέλει εκπληρούται», διαβάζω τώρα στη σελίδα 118, το ομότιτλο ποίημα, τη διαπίστωση και παραδοχή του. Μια αξιοζήλευτη σύγχυση. Όσο κι αν την πεταλούδα μόλις τη συλλάβεις, θα ξεψυχήσει μέσα στη χούφτα σου.

Ο Κωνσταντίνος Λουκόπουλος καταθέτει με τα μικροκείμενα του μία ευδιάκριτη υφολογική πρόταση.

«Μα τι ζητάς επιτέλους, πνιγμένος μέσα στις λέξεις;» μου ’ρχεται να τον ρωτήσω, με τη φωνή του Γιάννη Ρίτσου, αλλά ξέρω πως αυτός θα μου απαντήσει, πάλι με τη φωνή του ίδιου ποιητή, και θα με αποστομώσει: «Κάθε τόσο ένα διάφανο φύλλο, που σκιάζει ωραία όλη την πόλη».

(Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Κλεψύδρα, τεύχος 16 – Μάιος του 2019. Το κείμενο αποτελεί την εισήγηση του Ανδρέα Μήτσου στην παρουσίαση του βιβλίου στις 6 Απριλίου 2019 στο Κέντρο Τεχνών Μετς, με ομιλητές τον ίδιο και την συγγραφέα Πόλυ Χατζημανωλάκη)




 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.