You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: ΤΟ ΆΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ  ΚΑΙ ΤΟ ΆΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ΣΤΟ  ΠΡΩΤΑΤΟ ΤΩΝ ΚΑΡΥΩΝ   

Ανθούλα Δανιήλ: ΤΟ ΆΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ ΚΑΙ ΤΟ ΆΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ΣΤΟ  ΠΡΩΤΑΤΟ ΤΩΝ ΚΑΡΥΩΝ  

     Η θαυματουργή εικόνα, που φυλάσσεται σήμερα στο ιερό σύνθρονο του Πρωτάτου των Καρυών και φέρει το όνομα «Άξιον εστίν» στα τέλη του Ι’ αιώνα βρισκόταν σε ένα κελί κοντά στις Καρυές. Το όνομά της οφείλεται σε ένα θαύμα.

Ενώ ο Γέροντας του Κελιού απουσίαζε σε αγρυπνία του Πρωτάτου, ο  υποτακτικός του, μόνος στο κελί, δέχτηκε την απρόσμενη επίσκεψη ενός άγνωστου περαστικού ο οποίος έψαλε μαζί του την ακολουθία του όρθρου της Κυριακής. Όταν λοιπόν έφθασαν στην θ’ ωδή του κανόνα, ο μεν μοναχός του Κελιού έψαλλε “Την Τιμιωτέραν”, τον γνωστό αρχαίο ύμνο του Αγίου Κοσμά του Ποιητή, που ψαλλόταν τότε όπως και σήμερα μαζί με τους θεομητορικούς στίχους της θ’ ωδής «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον…”, ο ξένος μοναχός άρχισε τον ύμνο, προσθέτοντας ως αρχή το μέχρι  τότε άγνωστο προοίμιο «Άξιον εστίν ως αληθώς…».


Το προοίμιο αυτό  προκάλεσε μεγάλο θαυμασμό στον ντόπιο μοναχό, ώστε το ζήτησε και γραπτώς, για να μπορεί να το ψάλλει και αυτός. Επειδή όμως ούτε χαρτί ούτε μελάνι είχε μέσα στο κελί, ο μυστηριώδης ξένος μοναχός χάραξε τον ύμνο με το δάκτυλό του σε μια πέτρινη πλάκα και πρόσθεσε ότι έτσι πρέπει να ψάλλεται στο εξής από όλους τους Ορθόδοξους. Έπειτα, έγινε άφαντος. Οι Αγιορείτες έστειλαν την πλάκα στον βασιλιά και στον Πατριάρχη, ενώ την εικόνα, μπροστά στην οποία ψάλθηκε για πρώτη φορά ο αγγελικός ύμνος, τη μετέφεραν στο Πρωτάτο, στο οποίο καθιερώθηκε να γίνεται και η ετήσια πανήγυρη σε ανάμνηση του θαύματος και προς τιμή της Θεοτόκου.

Σύμφωνα με το αρχαίο συναξάρι, η γιορτή αυτή αρχικά τελούνταν στο Κελί, όπου είχε γίνει το θαύμα, και μάλιστα προς τιμή του αρχάγγελου Γαβριήλ που, χωρίς άλλο, ήταν ο θαυμαστός εκείνος ξένος μοναχός.

Η Ωδή έχει ως εξής:

Άξιον εστίν ως αληθώς/ μακαρίζειν σε την  Θεοτόκον,
την αειμακάριστον και παναμώμητον/ και μητέρα του Θεού ημών.
Την τιμιωτέραν των Χερουβείμ/ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ,/την αδιαφθόρως Θεὸν Λόγον τεκούσαν,/την όντως Θεοτόκον,
σε μεγαλύνομεν.

 

Ο Οδυσσέας Ελύτης, αξιοποιώντας κάθε πηγή ιστορική, μυθολογική, αρχαία και βυζαντινή, μεταγράφει  το θαύμα  και δίνει στην κορυφαία ποιητική  σύνθεσή του  τον τίτλο αυτής της εικόνας της Παναγίας, ενώ σαν θεός αρχίζει να δημιουργεί από την αρχή τον κόσμο.

Είναι γνωστό ότι η σύνθεση έχει τη μορφή μιας λειτουργίας και όλη είναι αφιερωμένη στην Ελλάδα. Η Ελλάδα λοιπόν έχει τη θέση της Παναγίας.

Και όπως ο μοναχός και ο αρχάγγελος μπροστά στην εικόνα της Παναγίας ψάλλουν το Άξιον Εστί, μπροστά στην Ελλάδα ολόκληρη ψάλλει ο ποιητής το δικό του Άξιον Εστί. Η Ελλάδα μετατρέπεται σε μια Παναγία που υποφέρει από τα δεινά του παιδιού της, του λαού της, γι’ Αυτήν και σε Αυτήν είναι αφιερωμένη η σύνθεση.

Στο Πρώτο Μέρος, γίνεται η αναφορά στον θαυμαστό τρόπο με τον οποίο ο Θεός δημιουργός με τα ίδια του τα χέρια έπλασε τον παράδεισο∙ η Ελλάδα γίνεται το δείγμα αυτού του Παραδείσου. Στο Δεύτερο Μέρος έρχονται τα δεινά του πολέμου – Τα Πάθη- και στο τρίτο Μέρος, το Δοξαστικόν, γίνεται η Ανάσταση. Σ’ αυτό το τρίτο Μέρος ο Ελύτης έχει αφιερωμένα στην Ελλάδα –Παναγία τα  «Χαίρε», τα οποία αντλούν από την θρησκευτική ποιητική παράδοση,  επεκτείνονται σε όλα τα θαύματα που δημιούργησε ο άνθρωπος πάνω στη γη την ελληνική, αλλά και στην γλώσσα την ελληνική, το εργαλείο με το οποίο εποίησε ο ποιητής την ποίησή του.  

Προσέχουμε στο δεύτερο στίχο του αποσπάσματος που ακολουθεί πώς  ο ποιητής αξιοποιεί τη χάραξη με το δάχτυλο του Αρχαγγέλου που ήδη αναφέρθηκε:

 ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το φως και η πρώτη
χαραγμένη στην πέτρα ευχή του ανθρώπου
η αλκή μες στο ζώο που οδηγεί τον ήλιο
το φυτό που κελάηδησε και βγήκε η μέρα


Σε επτά δίστιχα «Χαίρε»  από το τρίτο Μέρος της σύνθεσης  έχουμε :

Χαίρε η Καιομένη και χαίρε η Χλωρή
Χαίρε η Αμεταμέλητη με το πρωραίο σπαθί

Χαίρε η που πατείς και τα σημάδια σβήνονται
Χαίρε η που ξυπνάς και τα θαύματα γίνονται

Χαίρε του παραδείσου των βυθών η Αγρία
Χαίρε της ερημίας των νησιών η Αγία


Χαίρε η Ονειροτόκος χαίρε η Πελαγινή
Χαίρε η Αγκυροφόρος και η Πενταστέρινη


Χαίρε με τα λυτά μαλλιά η χρυσίζοντας τον άνεμο
Χαίρε με την ωραία λαλιά η δαμάζοντας το δαίμονα

 Χαίρε που καταρτίζεις τα Μηναία των Κήπων
Χαίρε που αρμόζεις τη ζώνη του Οφιούχου

Χαίρε η ακριβοσπάθιστη και σεμνή
Χαίρε η προφητικιά και δαιδαλική

 Ο ποιητής χαιρετίζει την Παναγία, Ζωή, Ελλάδα, Γλώσσα,  που καίγεται αλλά παραμένει χλωρή, που όποτε το απαιτεί η ανάγκη κρατάει σπαθί σαν την Ελευθερία του Σολωμού, που είναι θαυματουργή κι όπου αλαφροπατά τα σημάδια σβήνονται –το θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα, λέει ο Σολωμός, που γεννά τα όνειρα, που γεννιέται από το πέλαγο σαν την όμορφη Αφροδίτη, που ρίχνει άγκυρα στο βυθό (χρόνο), που υψώνεται στον ουρανό (αγιότητα, δόξα, πνεύμα). Τα λυτά και ξανθά μαλλιά, σαν δείγμα φωτός και ελευθερίας, ο άνεμος επίσης, και η ωραία λαλιά που, δαμάζοντας τον δαίμονα –θεό- έμπνευση, δίνει τη σύνθεση.

Μετά έρχονται τα Μηναία των Κήπων, οι εποχές και τα φρούτα τους, ο ουρανός και οι αστερισμοί του, η ζώνη του Οφιούχου. Υπάρχει μια διαρκής ανταπόκριση του πάνω με το κάτω,  γης και ουρανού, όπου, θέλουμε δε θέλουμε, μετέχουμε και στα δύο. Ακριβοσπάθιστη και σεμνή, προφητικιά και δαιδαλική, είναι χαρακτηρισμοί της γλώσσας της ποιητικής στους κανόνες της οποίας υπακούει.

Η Παναγία, παραδοσιακά, είναι η μητέρα των ανθρώπων αλλά και των τόπων.   Ο τόπος- Ελλάδα- παράδεισος-κήπος, έγινε από τα χέρια του Θεού για να κατοικήσει ο άνθρωπος, όπως συνθέτει και ο Ελύτης,  στο πρώτο Μέρος του Άξιον Εστί παρακολουθώντας  το χέρι του Θεού την ώρα της δικής του δημιουργίας:

 με το δάχτυλο έσυρε τις μακρινές/ γραμμές/   ανεβαίνοντας κάποτε ψηλά με οξύτητα/  και φορές πιο χαμηλά οι καμπύλες απαλές/  μία μέσα στην άλλη/…  οι λόφοι οι κατωφέρειες/άλλοτε και το χέρι αργό σε ανάπαυση/  τα λαγκάδια οι κάμποι/  κι άξαφνα πάλι βράχοι άγριοι και γυμνοί/δυνατές πολύ παρορμήσεις/ Μια στιγμή που εστάθηκε να στοχαστεί/ κάτι δύσκολο ή κάτι το υψηλό:/  ο Όλυμπος, ο Ταΰγετος…

 

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΑ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΛΥΤΗ

 

Σε ένα ανάλαφρο τραγουδάκι από τη συλλογή Τα Ρω του Έρωτα έχουμε ένα παράξενο πλάσμα που παραπέμπει σε κορίτσι ή σε ξωτικό, αλλά αυτό το κορίτσι είναι πάλι η Ελλάδα σε ελυτική μεταγραφή, οποία καταλήγει σε Παναγία:

 

Ανάμεσα Σύρο και Τζια/ μικρή φυτρώνει νεραντζιά/

η μικρή μου η κοπελιά

 Πόχει τις ρίζες στο βυθό/ και τα κλαδιά στον ουρανό/

το κορίτσι που αγαπώ

Πλάσμα δεν είναι ανθρωπινό/   δεν είναι μήτε ξωτικό /  

 το κορίτσι που αγαπώ

Μα ’χει τον ήλιο φορεσιά/    τα κύματα περπατηξιά-/  

  η μικρή μου η Παναγιά

 

Είναι εξ αρχής εμφανές ότι το «κορίτσι», «η μικρή Παναγιά», υποδηλώνει την Ελλάδα που φέρεται επί των υδάτων, όπως ο Χριστός.  Τα «κύματα περπατηξιά» μας δίνουν την εικόνα που την έχουμε ξαναδεί στο Άξιον Εστί :

Της Ασίας αν αγγίζει από τη μια * της Ευρώπης λίγο αν ακουμπά

 στον αιθέρα στέκει να * και στη Θάλασσα μόνη της.

 Με την εικόνα αυτή ο ζωγραφίζει και ποιεί την Ελλάδα ελεύθερη από όποια γειτνίαση. Μας δίνει ακόμα τη μοναδικότητά της αλλά και την ομορφιά της αναδυομένης Αφροδίτης… Η «περπατηξιά» της στα κύματα, πέρα από την αγιότητα  που της προσδίδει, είναι και μία αναφορά στο «ζαρώνει» ή «σουφρώνει», όπως λέει ο Σολωμός,  πράγμα που παραπέμπει  σε μια θεία πνοή και  στην αγιότητα του  ανέμου της Παναγίας …

Η Ένθρονη Παναγία στο ποίημα «ΤΑ ΤΖΙΤΖΙΚΙΑ», έχει μια καθαρά μητρική σχέση με τα νησιά :

 Η Παναγιά το πέλαγο/     κρατούσε στην ποδιά της/

Τη Σίκινο την Αμοργό /    και τ’ άλλα τα παιδιά της

 

Από την άκρη του καιρού/     και πίσω απ’ τους χειμώνες/

Άκουγα σφύριζε η μπουρού/     κι έβγαιναν οι Γοργόνες

 

Κι εγώ μέσα στους αχινούς/  στις γούβες στ’ αρμυρίκια

Σαν τους παλιούς θαλασσινούς/     ρωτούσα τα τζιτζίκια:

 

Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι/     γεια σας κι η ώρα η καλή

Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει; /    κι ‘ όλ’ αποκρίνονταν μαζί:

 

                    -Ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει.

 

Ο  ποιητής βλέπει τα νησιά σαν παιδιά, ακούει τους μύθους και τους θρύλους από  τη γέννηση του χρόνου- «από την άκρη του καιρού…», δηλαδή από  έναν κόσμο μυθικό και προϊστορικό, και αξιοποιώντας το μύθο του Μεγαλέξανδρου, μεταπλάθοντάς τον, χωρίς να καταργεί τις γοργόνες, βάζει στις θέση τους τα τζιτζίκια- αγγέλους και αγγελιοφόρους του μηνύματος της  αιωνιότητας, με το επαναλαμβανόμενο οχτώ φορές «ζει», ενώ αντικαθιστά τον βασιλιά Αλέξανδρο με τον  βασιλιά Ήλιο, ως υπέρτερο σύμβολο της ζωής και «θηρίο ελπίδας».   

Στο ποίημα αυτό αντιστοιχεί και το κολάζ «Η Παναγιά τα πέλαγα» (1977), με όλα τα χαρακτηριστικά μιας  Ένθρονης Παναγίας.

Επίσης στο ποίημα  Το σπίτι το ακατοίκητο», διαβάζουμε ότι συμβαίνει το ανάλογο:

Από τον πάνω δρόμο πάω και κοιτώ/που ‘ναι το μαύρο σπίτι το ακατοίκητο

Κι αν είναι η νύχτα σκοτεινή/ μες στον αέρα πιάνω
Μια κοριτσίστικη φωνή/ κι ένα σκοπό στο πιάνο

Μαρία και Βασιλική/χλωμή σαν Παναγίτσα/

Με την νταντέλα τη λευκή/και τη χρυσή καρφίτσα/

Φύσα Νοτιά μου κι άδικα λυπήθηκα/σ’ άλλους καιρούς μπορεί και ν’ αγαπήθηκα.

 

Ο Ελύτης  μεταγράφοντας το ποίημα στο κολάζ, με τον ίδιο τίτλο (1977), χρησιμοποιεί το σπίτι που το κοιτάζει από τον πάνω δρόμο (με ιδεολογική φόρτιση το «πάνω»), και αξιοποιεί έναν ολόσωμο  εικονογραφικό τύπο, του ιαματικού Αγίου Παντελεήμονα στα δεξιά, κι έναν άγγελο στα αριστερά, ο οποίος προέρχεται από την «Παναγία του Πάθους». Πρόκειται για  «στηθαία» Παναγία, με τον Χριστό στην αγκαλιά της να κοιτάζει τους αγγέλους που φέρουν τα σύμβολα του Πάθους: δοχείο με ξίδι, λόγχη, σπόγγο και σταυρό. Η εικόνα αποδίδεται στον ζωγράφο της Κρητικής Σχολής Ανδρέα Ρίτζο (1421-1492), στον οποίο, επίσης,  αποδίδεται η διάδοση αυτού του είδους εικόνας.

Ο Ελύτης τάσσεται πάντα στο πλευρό της ζωής και της ομορφιάς, χωρίς να παραγνωρίζει την ύπαρξη της ασχήμιας και του θανάτου. Όπως χαρακτηριστικά λέει «Σε τι θα ωφελούσε να γίνω ένας απλός αναμεταδότης της ασχήμιας, με το δικαιολογητικό ότι υπάρχει στην πραγματικότητα; Είναι κάτι που το ξέρουμε και δεν υπάρχει λόγος να το επαναλαμβάνουμε. Τουλάχιστον εγώ αποβλέπω στην μεταμόρφωση».

Αυτή τη μεταμόρφωση παρακολουθούμε και στο παρακάτω ποίημα, σε μια σύνθεση ομορφιάς, ζωής και θανάτου.

  Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΩΝ

Πέτρες επήρα και κλαδιά /    τα φύτεψα στην αμμουδιά

Και μια ψυχή μελέτησα /    το λόγο δεν αθέτησα

 

Με τον καιρό με τον καιρό/    έγινε αλήθεια τ’ όνειρο

Οι πέτρες μεγαλώσανε /    και τα κλαδιά φυτρώσανε

 

Τα κυπαρίσσια τα κελιά /    σου τα ‘κανα παραγγελιά

Τις πόρτες τις αμπάρες σου /    και τις οχτώ καμάρες σου

 

Στο μέρος το πιο δροσερό /    έστησα το καμπαναριό

Και κύματα και κύματα /    γύρω σου τ’ άσπρα μνήματα

 

Έλα Κυρά και Παναγιά   /  με τ’ αναμμένα σου κεριά

Δώσε το φως το δυνατό /    στον Ήλιο και στο Θάνατο. 

 

 

Σημ. Το κείμενο αυτό είναι απόσπασμα από ραδιοφωνική εκπομπή στο Σταθμό της Εκκλησίας της Ελλάδος στις 5 Αυγούστου.

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.