You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Jean -Michel Guenassia, Το βαλς των δέντρων και του ουρανού,  Μετάφραση, Ειρήνη Αποστολάκη, Εκδ. Πόλις, 2017

Ανθούλα Δανιήλ: Jean -Michel Guenassia, Το βαλς των δέντρων και του ουρανού, Μετάφραση, Ειρήνη Αποστολάκη, Εκδ. Πόλις, 2017

Μόνο από την απόσταση του χρόνου  δείχνουν τα πράγματα την αλήθεια τους και την αξία τους. Η συγχρονία δεν συμφωνεί με τη διαχρονία και μόνος δίκαιος κριτής, ο χρόνος, έρχεται να απονείμει δικαιοσύνη. Στην περίπτωση των καλλιτεχνών ο χρόνος πρέπει να κυλήσει, οπωσδήποτε,  για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Έτσι, σε μια πρώιμη αποτίμηση ο μεγάλος ζωγράφος Βίνσεντ  Βαν Γκογκ περιφρονήθηκε και υποτιμήθηκε. Ο Βαν Γκογκ,  του οποίου ολόκληρο το έργο και ειδικά τα Ηλιοτρόπια και η Έναστρη Νύχτα  έχουν κερδίσει την αγάπη και το ενδιαφέρον του κοινού, σε όλο το μήκος και πλάτος της γης. Μετά θάνατον, όμως. Η Έναστρη Νύχτα  γίνεται εξώφυλλο του βιβλίου του Jean -Michel Guenassia και ο τίτλος  Το βαλς των δέντρων και του ουρανού  αποδίδει λεκτικά τη ζωγραφική εντύπωση από τον πίνακα. |
Στην περίπτωση του Βαν Γκογκ, λοιπόν, η συγχρονική ματιά τινάζεται στον αέρα από την διαχρονική, αφού, σχεδόν αμέσως, μετά το θάνατό του, μεταστράφηκε η τύχη του έργου, λες και περίμενε τη λύση των δεσμών του δημιουργού με τη ζωή, για να τον απογειώσει ως τον έναστρο ουρανό του, διορθώνοντας την αδικία.
Στο βιβλίο του ο Guenassia αξιοποιεί ό,τι νεότερο έχει προκύψει για τη ζωή του Βαν Γκογκ και συμπληρώνει τα κενά με την πλούσια φαντασία του, ερευνώντας παράλληλα και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Έτσι, έχουμε την ευκαιρία να δούμε μέσα από μια τριπλή αφήγηση πώς έχουν τα πράγματα το σημαδιακό έτος 1890 στη Γαλλία. Είναι το  έτος που ο άσημος ζωγράφος,  έρχεται να εγκατασταθεί σε μια ταπεινή πανσιόν στο χωριό Ωβέρ-συρ-Ουάζ, πολύ κοντά στο Παρίσι, όπου θα ζήσει τις τελευταίες εβδομήντα ημέρες της ζωής του, από τις 20 Μαΐου έως τις 29 Ιουλίου. Εκεί ζωγράφισε εβδομήντα πίνακες. Έχουν ήδη προηγηθεί στην Αρλ τα Ηλιοτρόπια που «χόρευαν  στο ρυθμό της τρεμάμενης φλόγας» και η Έναστρη Νύχτα που  τα δέντρα χόρευαν βαλς με τον ουρανό.

Στην Ωβέρ-συρ-Ουάζ ο Βάν Γκογκ έρχεται για να τον επιβλέπει ο γιατρός Πωλ Γκασέ, φιλότεχνος και ζωγράφος επίσης, μετά από σύσταση του ζωγράφου  Πισαρό. Η κόρη του γιατρού Μαργκερίτ Γκασέ, της οποίας, επίσης, έκανε πορτρέτο ο Βαν Γκογκ, μας αφηγείται πώς εκείνη έζησε πλάι στον ζωγράφο. Σε ένα δεύτερο επίπεδο παρακολουθούμε την αλληλογραφία του Βαν Γκογκ με τον αδελφό του, άλλα μέλη της οικογένειας και ομοτέχνους του. Σε ένα τρίτο επίπεδο παρακολουθούμε τα δημοσιεύματα της εφημερίδας La Lanterne, κυρίως, με ό,τι συγκινεί την κοινή γνώμη, μεταξύ των οποίων τα μεγάλα τεχνολογικά επιτεύγματα, το συνδικαλισμό και τις διεκδικήσεις των εργατών, την κατασκευή του Μετρό (σχόλια και αντιρρήσεις), την παράσταση στις Βρυξέλλες, στο θέατρο De la Monnaie, της όπερας Σαλαμπό, που βασίζεται στο ομώνυμο έργο του Φλωμπέρ (σχόλια και κακίες). Ακόμα, γίνεται η  6η ετήσια έκθεση ζωγραφικής, όπου οι Ιμπρεσιονιστές πρωταγωνιστούν στους Ανεξάρτητους, των οποίων όμως κάποια έργα «φτάνουν στα όρια της εκκεντρικότητας» και «αγγίζουν την γελοιότητα. Θέαμα σχεδόν οδυνηρό», γράφουν οι κριτικοί. Ανάμεσά τους και ο Βαν Γκογκ. «Αν ο κύριος  Βαν Γκογκ βλέπει τη φύση όπως τη ζωγραφίζει, τότε τα πράγματα θα ήταν πολύ δυσάρεστα για κείνον», λένε.  Από την άλλη, στη Γαλλία, κάνει τεράστιο τζίρο ένας συγγραφέας. «Μη νομίζετε πως είναι ο κύριος Ζολά»· είναι ο Αμερικανός James W. Bruel που  πούλησε 600.000 αντίτυπα μέσα σε δυο χρόνια. Ένας δάσκαλος στο Βέλγιο αμφισβήτησε την «Άμωμο Σύλληψη»,  μέσα σε κάποιο καμπαρέ, και  απολύθηκε από τη δουλειά του. Τέτοια δημοσιεύματα αποδεικνύουν τη σημασία του χρόνου στην εκτίμηση έργων, ανθρώπων και συμπεριφορών.
Ο γιατρός θα επιβλέπει τον Βίνσεντ,  αλλά, ως φιλότεχνος, θα αποκτά πίνακες χωρίς έξοδα. Ο Βίνσεντ θα του φιλοτεχνήσει το πορτρέτο και  εκείνος θα του κάνει ένα πλουσιότατο τραπέζι κάθε Κυριακή. Ο Βίνσεντ δεν πρέπει να πίνει, γιατί το αλκοόλ επηρεάζει τα νεύρα του και κατά συνέπειαν τη συμπεριφορά του. Ο γιατρός όμως τον πιέζει, πράγμα που θα καταλήξει σε μια απρόσμενα προσβλητική έκρηξη σε βάρος του, βαρύ πλήγμα στον καθωσπρεπισμό και τη μεγαλοαστική ανατροφή του. Ανταποδίδοντας την προσβολή θα τον πετάξει έξω. Δεν θέλει να τον ξαναδεί, δεν δέχεται το ελαφρυντικό του ασθενούς που τον επηρέασε το πολύ αλκοόλ, τον κατηγορεί για ατάλαντο, του πετάει κατάμουτρα ότι η ζωγραφική του δεν αξίζει τίποτα και ότι είναι  ένας μπογιατζής. Τέλος, απαγορεύει στην Μαργκερίτ να τον ξαναδεί. Ο Βίνσεντ είχε ήδη εκφράσει την άποψή του για τον γιατρό, από την πρώτη τους συνάντηση: είναι εκκεντρικός και πάσχει από την ίδια «ψυχική ταραχή … εξίσου με εμένα»!
Όμως η Μαργκερίτ, έχοντας καταναλώσει πολλά ρομαντικά αναγνώσματα,  έχει συνάψει ερωτικό δεσμό μαζί του – το φιλί του ήταν μακροβούτι στην ευτυχία–  και αντιστέκεται στην πίεση του πατέρα της να παντρευτεί τον γιο ενός φίλου του φαρμακοποιού, αντιδρώντας στο συμφέρον συμπεθεριό γιατρού και  φαρμακοποιού.

Εξήντα χρόνια μετά, η Μαργκερίτ πιάνει την ιστορία από την αρχή. Επιστρέφει στο 1890, ξαναζεί τον έρωτά της με τον Βίνσεντ. «Μέχρι χθες ήμουν παρθένα, μα σήμερα δεν είμαι πια. Φανταζόμουν μια ακαταμάχητη μέθη, έναν ιλιγγιώδη χορό, περίμενα μια θύελλα που θα με συνέπαιρνε, κάνοντας με να ξεχάσω τη βαρύτητα… νόμιζα ότι το σώμα μου θα καιγόταν μέσα σ’ ένα φλογερό πυρετό … αλλά το μόνο που ένιωσα ήταν πόνος, ένα αίσθημα δυσάρεστο, απογοητευτικό. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί τόσος θόρυβος για ένα ανιαρό κούνημα πάνω κάτω… Ο κύριος Ζολά μας παραπλάνησε με τα υπονοούμενά του, γεμάτα μυστήριο και πάθος». Ωστόσο νιώθει απέραντη τρυφερότητα για τον Βίνσεντ. Παρακολουθεί το βλέμμα του στα έργα των άλλων, την τρυφερότητά του στο έργο του Ρέμπραντ και τη θλίψη στο έργο του Σαίξπηρ. Ήταν «γλυκός και ήρεμος άνθρωπος, καθόλου επιθετικός, επιρρεπής στον συμβιβασμό μάλλον παρά στη σύγκρουση», μας λέει. Ωστόσο μερικές φορές το κυρίευε μια ανεξήγητη μανία και άλλες φορές έπεφτε σε μελαγχολία ή πάθαινε κρίσεις θυμού. Ο Βίνσεντ δεν ήταν διανοητικά άρρωστος, επιμένει. «Δεν θέλω ούτε λούσα ούτε παιδιά». Θέλω μόνο να στέκομαι δίπλα του και να τον βοηθάω, να ζωγραφίζει ώσπου να μας χωρίσει ο θάνατος. Θέλω «να τον αγαπώ και να αγαπιέμαι από αυτόν».  Εν ολίγοις η Μαργκερίτ αρκείται «να υπάρχει μόνον σαν το απόλυτο απείκασμα του ερωτικού της συντρόφου» λέει ο Γιώργος Βέης, (Τα Νέα, Βιβλιοδρόμιο, 29-7-17).
Το καλοκαίρι 1887 ο Βίνσεντ είχε γράψει στον αδελφό του Τέο: «Δεν έχω διάθεση ούτε για γάμους ούτε για παιδιά. Μερικές φορές όμως με θλίβει το γεγονός ότι είμαι έτσι στα τριάντα πέντε μου… έρχονται στιγμές που τη μισώ την καταραμένη ζωγραφική. Κάπου έχει γράψει ο Ρισπέν ‘‘Η αγάπη για την τέχνη σε κάνει να χάνεις την αληθινή αγάπη’’». «Δεν έχω ταλέντο στις ανθρώπινες σχέσεις». Η τέχνη είναι πλούτος· «αν  κάποιος μπορούσε να θυμηθεί όλα τα ωραία που έχει δει δεν θα ήταν ποτέ μόνος». Ο Βίνσεντ είναι όλος μια αντίφαση, δοσμένος όμως απόλυτα στη ζωγραφική, υπολογίζει κάθε μικρή λεπτομέρεια. Αναζητά με αγωνία το κατάλληλο χρώμα που θα κάνει τη διαφορά. Μισεί την ιταλική ζωγραφική που γιατί ξεγελάει το μάτι, αγαπά το «εξωπραγματικό, εντελώς, ζωγραφικό περιβάλλον». Οι κινήσεις του είναι βίαιες, κοφτές, επαναλαμβανόμενες, φαίνεται να ξέρει τι θέλει να φτιάξει και το μόνο που μένει είναι να το ολοκληρώσει. Βιάζεται να προλάβει. Όταν ζωγραφίζει τον Γκασέ, επιλέγει τα  συγκεκριμένα λουλούδια, που εκείνος αγαπά, τα δαχτυλίδια που δείχνουν το γιατρό, τα βιβλία που δείχνουν τον διανοούμενο. Από τους άλλους της γενιάς του εκτιμούσε αφάνταστα τον Γκωγκέν: «ήταν ο σπουδαιότερος ζωγράφος της εποχής μας… πρωτοπόρος… καινοτόμος … θα άλλαζε τον κόσμο … ήταν ο μεγαλύτερος ζωγράφος μετά τον Ρέμπραντ». Θα ήθελε να συνεργαστεί και πάλι μαζί του, να ξαναζωγραφίσουν μαζί, να πάνε στη Μαδαγασκάρη μαζί, σ’ ένα χωριό που ο Γκωγκέν θεωρούσε κατάλληλο για να ζει κανείς απλά και να ζωγραφίζει όλη μέρα. Δεν πρόλαβε όμως.
Από εδώ κι έπειτα το βιβλίο εξελίσσεται σε τραγική ιστορία. Ο Βαν Γκογκ πυροβολήθηκε με ένα όπλο που κρατούσε η Μαργκερίτ. Δεν αυτοκτόνησε όμως. Ούτε κατάθλιψη είχε ούτε αγχώδη διαταραχή. Αντιθέτως είχε σχέδια, σωματική δύναμη, ξεχείλιζε από έμπνευση και διάθεση για ζωή. Είχε μεγάλη επιθυμία να επισκεφθεί το εργαστήριο του Πισαρό που έκρυβε θησαυρούς και να δουλέψει μαζί του στην εξοχή. Σχεδίαζε μια έκθεση με τον Σερά, μια συνάντηση με τον Γκωγκέν. Μόνο που στα σχέδιά του δεν είχε συμπεριλάβει την Μαργκερίτ, θεωρώντας τον εαυτό του ακατάλληλο για σύζυγό της. Εκείνη δεκαεννέα ετών εκείνος τριάντα επτά, φτωχός, άδοξος και περιφρονημένος,  με μόνο ενδιαφέρον τη ζωγραφική. Η ιστορία είχε ένα τραγικό τέλος, του οποίου η αλήθεια ποτέ δεν αποκαλύφθηκε. Κάτι η Μαργκερίτ και κάτι ο πατέρας της, ο Βαν Γκογκ έχασε τη ζωή του, ανέλαβε όμως την ευθύνη ξεψυχώντας, για να καλύψει την Μαργκερίτ, σαν με το θάνατό του να της ξεπλήρωνε τη θλίψη από το χωρισμό τους.  Η αυτοκτονία αμφισβητήθηκε, αλλά δεν διερευνήθηκε. Σαν να συνωμότησαν όλοι, σαν όλοι να τον ήθελαν νεκρό. Και δεν πρόλαβε να δει το θρίαμβο του έργου του. Ούτε ο Τέο, που πέθανε έξι μήνες μετά, πρόλαβε να δει την καταξίωση του αδελφού του που, όπως έλεγε, ήταν θέμα χρόνου, και μάλιστα σύντομου, να αναδειχτεί η ιδιοφυΐα του. Και η Μαργκερίτ έζησε άλλα εξήντα χρόνια για να κουβαλάει το βάρος του θανάτου του, να ζει με τις αναμνήσεις της, να μιλάει κάθε μέρα με τον Βίνσεντ, να μαλώνει με τον πατέρα και τον αδελφό της που θησαύρισαν από τα έργα του και από τις δικές της αντιγραφές. Γιατί η Μαργκερίτ είχε γίνει τέλεια αντιγραφέας, που μπορούσε να ξεγελάσει και το πιο έμπειρο μάτι.  Η Μαργκερίτ πέθανε το 1949, προηγουμένως όμως μαζί με τον αδελφό της δώρισαν πολλά έργα του Βαν Γκογν και του Σεζάν που σήμερα βρίσκονται  στο Μουσείο Ορσέ.
Το βιβλίο ξεδιπλώνει ήρεμα την ιστορία. Παραθέτει τα διαφορετικά αφηγηματικά επίπεδα, τα οποία δεν είναι άσχετα μεταξύ τους, γιατί φωτίζουν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και αποδεικνύουν πόσο λανθασμένα κρίνουμε, είτε για την τέχνη πρόκειται είτε για τη χρησιμότητα του Μετρό,  την ανθρώπινη δημιουργία, που ο χρόνος θα επικυρώσει ή θα ακυρώσει. Τρυφερή είναι η αλληλογραφία των καλλιτεχνών που μας βάζει στις ενδόμυχες σκέψεις του, στην αγωνία για την τέχνη τους, την οποία με βάσανα και μεγάλες στερήσεις υπηρέτησαν. Και  συγκλονιστική είναι η αφήγηση της Μαργκερίτ, όταν, χωρίς να το καταλάβει, σκότωσε ό,τι πιο πολύ αγαπούσε. Όταν,  ανίκανη να ζήσει χωρίς αυτόν. Πηγαίνει να του αναγγείλει πως εγκαταλείπει τα πάντα για να πάει μαζί του κι εκείνος την αρνείται. Στη μοιραία εκείνη συνάντηση. Και από τη συνάντηση κι έπειτα έχουμε μια δραματική μεταστροφή του κλίματος, όταν η ερωτευμένη Μαργκερίτ βρίσκεται μπροστά σε μια αλήθεια και ενοχή που δεν μπορεί να σηκώσει.

Η μετάφραση είναι πολύ καλή,   αποδίδει όλη την ψυχική ένταση, κερδίζει τον αναγνώστη και τον παρασύρει σ’ ένα βαλς δέντρων και ουρανού, βιαστικής ζωής και βίαιου θανάτου.

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.