You are currently viewing Α. Α. MILNE: Η Γουίννι – ο – Πουφ (απόσπασμα). Μτφρ: Παυλίνα Παμπούδη

Α. Α. MILNE: Η Γουίννι – ο – Πουφ (απόσπασμα). Μτφρ: Παυλίνα Παμπούδη

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ

 

Όπου ο Άχβαχ έχει τα Γενέθλιά του και παίρνει δυο Δώρα

 

Ο Άχβαχ, ο γκρίζος γέρο γάιδαρος, στεκόταν στην όχθη του ρυακιού και κοίταζε την φάτσα του μες στο νερό.

«Χάλια», είπε. «Να τι είναι: Πολύ χάλια!»

Γύρισε και περπάτησε αργά, ακολουθώντας το ρυάκι.

Καμιά εικοσαριά μέτρα πιο κάτω πέρασε απέναντι πλατσουρίζοντας και περπάτησε πάλι αργά, κάνοντας τον ίδιο δρόμο, στην άλλη όχθη.

Έπειτα, στάθηκε και ξανακοίταξε την φάτσα του μες στο νερό.

«Όπως το σκέφτηκα»,  είπε. «Δεν είναι καλύτερα απ’ αυτή την πλευρά. Αλλά κανείς δεν νοιάζεται. Κανείς δεν σκοτίζεται. Είναι χάλια. Να τι είναι».

Ακούστηκε ένα τρίξιμο στα χαμόκλαδα πίσω του,  και εμφανίστηκε ο Πουφ.

«Καλημέρα Άχβαχ», είπε ο Πουφ.

«Καλημέρα Αρκούδε Πουφ», είπε ο Άχβαχ μελαγχολικά. «Αν βέβαια υποτίθεται πως αυτό εδώ είναι καλή μέρα», συνέχισε. «Πράγμα για το οποίο πολύ αμφιβάλλω», πρόσθεσε.

«Γιατί, τι συμβαίνει;»

«Τίποτα Αρκούδε Πουφ, τίποτα. Δεν τα καταφέρνουμε όλοι, μερικοί από μας, δεν τα καταφέρνουμε καθόλου. Αυτό είναι όλο που έχω να πω για το θέμα».

«Δεν καταφέρνουμε, τι;» Ρώτησε ο Πουφ τρίβοντας την μύτη του.

«Να διασκεδάσουμε. Να τραγουδάμε και να χορεύουμε. Γύρω-γύρω όλοι-»

«Α!» Είπε ο Πουφ. Σκέφτηκε πολλή ώρα και μετά ρώτησε: «Γύρω -γύρω, πού;»

 «Ψιλά γράμματα», συνέχισε ο Άχβαχ μελαγχολικά. «Ψιλά γράμματα, έτσι λέγονται στα Γαλλικά τα πράγματα χωρίς σημασία. Εγώ δεν παραπονιέμαι, αλλά Έτσι Είναι».

Ο Πουφ κάθισε πάνω σε μια μεγάλη πέτρα και προσπάθησε να σκεφτεί. Όλα αυτά, ηχούσαν στα αυτιά του πολύ αινιγματικά και ποτέ δεν τα κατάφερνε στα αινίγματα, αφού ήταν ένας Αρκούδος με Πολύ Λίγο Μυαλό.

Τραγούδησε πάντως ένα τραγουδάκι για αινίγματα:

 

Τα αινίγματα σ’ αρέσουν; Έλα να σου πω στ’ αυτί:

Το κουτί δεν είναι κότα, μα η κότα είναι κουτή!

Ρώτα με να σ’ απαντήσω πώς, και πότε, και γιατί

Τα αινίγματα σ’ αρέσουν; Έλα να σου πω στ’ αυτί.

 

Αυτή, ήταν η πρώτη στροφή. Όταν τελείωσε, ο Άχβαχ δεν είπε βέβαια πως δεν του άρεσε, κι έτσι, ο Πουφ, πολύ ευγενικά, του τραγούδησε και την δεύτερη στροφή:

 

Τα αινίγματα σ’ αρέσουν; Έλα να σου πω στ’ αυτί:

Ένα τι, δεν έχει μύτη, μα η μύτη έχει τι!

Ρώτα με να σ’ απαντήσω, πώς και πότε και γιατί.

Τα αινίγματα σ’ αρέσουν; Έλα να σου πω στ’ αυτί.

 

Ο Άχβαχ και πάλι δεν μίλησε καθόλου, κι έτσι ο Πουφ τραγούδησε σιγανά, για τον εαυτό του, την τρίτη στροφή:

 

Τα αινίγματα σ’ αρέσουν; Έλα να σου πω κουτέ:

Ο καφές δεν είναι Αρκούδος, μα εγώ είμαι καφέ!

Ρώτα με να σ’ απαντήσω, Άχβαχ φίλε κι αδερφέ

Τα αινίγματα σ’ αρέσουν; Έλα να σου πω, κουτέ!

«Εντάξει», είπε ο Άχβαχ. «Τραγούδα! Ταρατατζούμ, ταρατατά. Τα ίδια και τα ίδια. Καβούρια και καρύδια. Διασκέδαζε Πουφ, διασκέδαζε…»

«Διασκεδάζω», είπε ο Πουφ.

«Μερικοί, τα καταφέρνουν», είπε ο Άχβαχ.

«Μα τι συμβαίνει επιτέλους;»

«Τι συμβαίνει; Συμβαίνει τίποτα;»

«Φαίνεσαι τόσο λυπημένος, Άχβαχ…»

«Λυπημένος εγώ; Πως θα μπορούσα να είμαι λυπημένος; Είναι τα γενέθλιά μου. Η πιο ευτυχισμένη μέρα του χρόνου».

«Τα γενέθλιά σου;», είπε ο Πουφ ξαφνιασμένος.

«Μάλιστα. Δεν βλέπεις; Κοίτα τα δώρα που έχω πάρει», είπε ο Άχβαχ δείχνοντας γύρω. «Κοίτα την τούρτα. Κεράκια και ροζ ζάχαρη».

Ο Πουφ κοίταξε πρώτα δεξιά, και μετά αριστερά.

«Δώρα;,» είπε. «Τούρτα γενεθλίων;», είπε πάλι. «Πού είναι;»

«Δεν τα βλέπεις;»

«Όχι».

Ούτε κι εγώ», είπε ο Άχβαχ. «Αστειευόμουν. Χα, χα.»

Ο Πουφ, έξυσε το κεφάλι του λίγο μπερδεμένος μ’ όλα αυτά.

«Μα, είναι στ’ αλήθεια τα γενέθλιά σου;», ρώτησε.

«Ναι, είναι».

«Α, μα τότε, Χρόνια Πολλά κι Ευτυχισμένα, Άχβαχ! Και του χρόνου!»

«Χρόνια πολλά κι ευτυχισμένα, και του χρόνου,  για σένα, Αρκούδε Πουφ».

«Μα, δεν είναι τα δικά μου γενέθλια».

«Όχι, είναι τα δικά μου».

«Μα εσύ μου είπες-»

«Βεβαίως! Δεν νομίζω πως θα’ θελες να είσαι πάντα δυστυχισμένος στα γενέθλιά μου, θα’ θελες;»

«Χμ, καταλαβαίνω…» είπε ο Πουφ.

«Αρκετά άσχημο είν’ αυτό», είπε ο Άχβαχ, έτοιμος να πάθει νευρική κρίση, «να είμαι εγώ τόσο δυστυχισμένος, χωρίς δώρα, χωρίς τούρτα και χωρίς κεράκια, και χωρίς να μου δίνει σημασία κανένας, αλλά να’ ναι κι άλλοι το ίδιο δυστυχισμένοι, ε, αυτό πάει πολύ…»

Αυτό δεν το άντεξε ο Πουφ.

«Περίμενε  μια στιγμή!», φώναξε στον Άχβαχ, καθώς έκανε μεταβολή κι άρχιζε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να πάει στο σπίτι του. Αισθανόταν πως έπρεπε να κάνει κάποιο δώρο στον φτωχούλη τον Άχβαχ, κάποιο οποιοδήποτε δώρο – θα μπορούσε αργότερα να σκεφτεί ποιο θα ήταν το κατάλληλο.

Έξω από την πόρτα του, βρήκε τον Πίγκλετ να πηδά προσπαθώντας να φτάσει το κουδούνι.

«Γεια σου Πίγκλετ», είπε.

«Γεια σου Πουφ», είπε ο Πίγκλετ.

«Τι προσπαθείς να κάνεις;»

«Προσπαθώ να φτάσω το κουδούνι. Μόλις ήρθα και-»

«Άσε με να σε βοηθήσω», είπε ο Πουφ ευγενικά. Έφτασε το κουδούνι και χτύπησε.

«Μόλις πριν από λίγο είδα τον Άχβαχ», άρχισε, «κι ο φτωχούλης ο Άχβαχ είναι σε Αξιολύπητη Κατάσταση, γιατί έχει τα γενέθλιά του και κανείς δεν το θυμήθηκε, κι είναι πολύ Μελαγχολικός – ξέρεις πώς είναι ο Άχβαχ – και στέκεται εκεί και – Μα πόση ώρα θα κάνει επιτέλους αυτός που μένει εδώ, να μας ανοίξει την πόρτα;»

Και ξαναχτύπησε.

«Μα, Πουφ», είπε ο Πίγκλετ, «αυτό είναι το δικό σου σπίτι.»

«Ω», είπε ο Πουφ, «έχεις δίκιο. Εντάξει τότε, πάμε μέσα».

Μπήκαν λοιπόν στο σπίτι. Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Πουφ, ήταν να πάει να κοιτάξει αν είχε μείνει κανένα μικρό βάζο με μέλι. Είχε μείνει, και το κατέβασε.

«Θα το δώσω στον Άχβαχ», εξήγησε, «για δώρο. Εσύ τι θα του χαρίσεις;»

«Δεν θα μπορούσα να του το δώσω κι εγώ; Να είναι δώρο κι απ’ τους δυο μας;»

«Όχι», είπε ο Πουφ. «Δεν θα’ ταν σωστό

«Καλά τότε. Θα του χαρίσω ένα μπαλόνι. Μου ’χει μείνει ένα, απ’ το πάρτι μου. Πάω τώρα να το πάρω. Να πάω;»

«Αυτό Πίγκλετ, είναι πολύ καλή ιδέα. Είναι ό,τι χρειάζεται για να φτιάξει το κέφι του Άχβαχ. Κανένας δεν μπορεί να μην είναι χαρούμενος έχοντας ένα μπαλόνι.»

Έφυγε λοιπόν ο Πίγκλετ τρέχοντας· κι απ’ την άλλη μεριά, έφυγε ο Πουφ κρατώντας το βάζο του με το μέλι.

Ήταν μια πολύ ζεστή μέρα κι είχε πολύ δρόμο να κάνει. Δεν είχε φτάσει ακόμα ούτε στα μισά, όταν ένιωσε ξαφνικά ένα παράξενο γαργαλητό σ’ όλο του το σώμα. Άρχιζε από την άκρη της μύτης του και συνεχιζόταν μέχρι τις πατούσες του. Ήταν σαν κάποιος μέσα του να του έλεγε:

«Ε, Πουφ, είναι ώρα να τσιμπήσεις κάτι!»

«Βρε βρε», είπε ο Πουφ, «δεν το’ ξερα πως είναι τόσο αργά».

Κάθησε λοιπόν, κι έβγαλε το σκέπασμα από το βάζο.

«Είμαι τυχερός που κρατούσα αυτό εδώ», είπε. « Άλλη Αρκούδα, βγαίνοντας για βόλτα μια τόσο ζεστή μέρα, ποτέ δεν θα σκεφτόταν να πάρει μαζί το κολατσιό της».

Κι άρχισε να τρώει.

«Για να δω τώρα», σκέφτηκε καθώς έπαιρνε την τελευταία γλειψιά μέσα από το βάζο, «Πού πήγαινα άραγε; Α, μάλιστα! Πήγαινα στον Άχβαχ».

Σηκώθηκε αργά.

Κι έπειτα, ξαφνικά, θυμήθηκε. Είχε φάει το δώρο του Άχβαχ!

«Βρε να πάρει η ευχή!» είπε ο Πουφ. «Και τώρα; Τι θα κάνω; Πρέπει να του χαρίσω κάτι, οπωσδήποτε

Για λίγο, δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα, μετά όμως, του ρε μια ιδέα.

«Χμ, αυτό εδώ, είναι ένα πολύ ωραίο βάζο, ακόμα κι αν δεν έχει μέλι μέσα. Κι αν το πλύνω προσεχτικά και βρω κάποιον να γράψει πάνω του, ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ, ο Άχβαχ θα μπορεί να βάζει διάφορα πράγματα μέσα και θα του φανεί πολύ χρήσιμο».

Καθώς λοιπόν περνούσε από το Εκατοστό Στρέμμα του Δάσους, πήγε να φωνάξει την Κουκουβάγια που ζούσε εκεί.

«Καλημέρα Κουκού», είπε.

«Καλημέρα Πουφ», είπε η Κουκουβάγια.

«Χρόνια πολλά κι ευτυχισμένα, για τα γενέθλια του Άχβαχ», είπε ο Πουφ.

«Μπα; Έχει τα γενέθλιά του;»

«Τι δώρο θα του κάνεις, Κουκού;»

«Εσύ τι θα του κάνεις δώρο, Πουφ;»

«Θα του χαρίσω ένα χρήσιμο βάζο για να βάζει Πράγματα μέσα, κι ήθελα να σου ζητήσω-»

«Κάποιος είχε βάλει μέσα του μέλι», είπε η Κουκουβάγια παίρνοντας το βάζο απ’ την μπροστινή πατούσα του Πουφ.

«Μπορείς να βάλεις μέσα οτιδήποτε», είπε ο Πουφ σοβαρά. «Είναι ένα Πολύ Χρήσιμο Βάζο. Κι ήθελα να σου ζητήσω-»

«Θα’ πρεπε να γράψεις πάνω του, ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ».

«Αυτό ακριβώς ήθελα να σου ζητήσω», είπε ο Πουφ. «Γιατί η Ορθογραφία μου είναι άνω κάτω. Είναι καλό πράγμα η Ορθογραφία, αλλά καμιά φορά γίνεται άνω κάτω και τα γράμματα μπαίνουν σε λάθος θέσεις. Θα μπορούσες να γράψεις εσύ, ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΑ, αντί για μένα;»    

«Ωραίο βάζο», είπε η Κουκουβάγια, κοιτάζοντας το γύρω-γύρω. «Δεν θα μπορούσα να του το χαρίσω κι εγώ; Να’ ναι δώρο κι απ’ τους δυο μας;»

«Όχι», είπε ο Πουφ, «Δεν είναι σωστό. Λοιπόν, τώρα θα το πλύνω, και μετά, μπορείς να γράψεις πάνω του».

Έπλυνε το βάζο και το στέγνωσε, ενώ η Κουκουβάγια σάλιωνε την άκρη του μολυβιού της κι αναρωτιόταν πώς να γράφεται άραγε η λέξη: «Ευτυχισμένα».

«Ξέρεις να διαβάζεις, Πουφ;» ρώτησε λίγο ανήσυχη. «Υπάρχει κάτι έξω από την πόρτα μου, σχετικά με το κουδούνι και το ρόπτρο, που μου το έχει γράψει ο Κρίστοφερ Ρόμπιν. Μπορείς να το διαβάσεις;»

«Ο Κρίστοφερ Ρόμπιν μου είπε τι έγραφε, και τώρα μπορώ να το διαβάσω».

«Α, εντάξει τότε. Θα σου πω κι εγώ τι θα γράψω εδώ, και μετά θα μπορείς να το διαβάσεις».

Έτσι λοιπόν, η Κουκουβάγια, άρχισε να γράφει…Κι αυτό ήταν που έγραψε:

ΧΡΩΝ ΑΠΟΛ ΑΚΕ ΦΤΥΧΙ ΜΕ ΑΓΑΠΙΠΟΥ Φ

«Έγραψα, ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΑ», είπε η Κουκουβάγια ανέμελα.

«Είναι πολύ ωραίο και μακρύ», είπε ο Πουφ, εντυπωσιασμένος.

«Χμ, στην πραγματικότητα βεβαίως, γράφω, ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΑ, ΜΕ ΑΓΑΠΗ, ΠΟΥΦ. Ξόδεψα πολύ μολύβι για να το γράψω ένα τόσο μακρύ πράγμα».

«Ω, καταλαβαίνω…», είπε ο Πουφ.

Ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, ο Πίγκλετ είχε πάει σπίτι του να πάρει το μπαλόνι για τον Άχβαχ. Το κρατούσε πολύ σφιχτά στην αγκαλιά του, έτσι που δεν μπορούσε να του φύγει και να πετάξει, κι έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να φτάσει πρώτος στον Άχβαχ, πριν απ’ τον Πουφ. Σκεφτόταν πως θα του άρεσε να δώσει πρώτος το δώρο του, σα να ’ταν αυτός που το είχε σκεφτεί, χωρίς να του το πει κανένας. Και καθώς έτρεχε και σκεφτόταν πόσο θα φχαριστιόταν ο Άχβαχ, δεν έβλεπε πού πατούσε…Και ξαφνικά, μπήκε το πόδι του σε μια κουνελότρυπα, κι έπεσε με τα μούτρα στο χώμα.

ΜΠΑΜ!!!****!!!

Ο Πίγκλετ έμεινε ξαπλωμένος κι αναρωτιόταν τι είχε συμβεί. Στην αρχή σκέφτηκε πως ολόκληρος ο κόσμος είχε τιναχτεί στον αέρα. Μετά, του πέρασε από το μυαλό πως ίσως είχε τιναχτεί μόνο το Δάσος. Κι έπειτα υποψιάστηκε πως ίσως μόνο αυτός ο ίδιος είχε πάθει τέτοιο πράγμα και πως βρισκόταν τώρα στο φεγγάρι ή κάπου αλλού και ποτέ πια δεν θα ξανάβλεπε τον Κρίστοφερ Ρόμπιν, ή τον Πουφ, ή τον Άχβαχ.

Και μετά, συλλογίστηκε, «Καλά, εντάξει, ακόμα κι αν βρίσκομαι στο φεγγάρι, δεν χρειάζεται να κάθομαι έτσι, με τα μούτρα στο χώμα».

Σηκώθηκε λοιπόν προσεχτικά, και κοίταξε γύρω του. Βρισκόταν ακόμα στο Δάσος!

«Χμ, παράξενο», σκέφτηκε. «Αναρωτιέμαι τι να’ ταν αυτό το Μπαμ. Δεν μπορεί να έκανα εγώ τόσο θόρυβο πέφτοντας κάτω. Και το μπαλόνι μου, πού είναι; Και τι είναι αυτό το βρεμένο κουρελάκι;»

Ήταν το μπαλόνι!

«Πο, πο!», είπε ο Πίγκλετ. «Πο, πο, τι κρίμα, αχ τι έπαθα! Πο, πο! Αχ, είναι πολύ αργά για να γυρίσω πίσω κι ούτε έχω άλλο μπαλόνι… Ίσως όμως να μην του αρέσουν και τόσο πολύ τα μπαλόνια του Άχβαχ…»

Άρχισε λοιπόν πάλι να τρέχει, κάπως λυπημένα τώρα, και κατηφόρισε προς την όχθη που βρισκόταν ο Άχβαχ και του φώναξε:

«Καλημέρα, Άχβαχ!»

«Καλημέρα μικρέ μου Πίγκλετ», είπε ο Άχβαχ. «Αν βέβαια μπορεί κανείς να την πει καλή μέρα τούτη εδώ», συνέχισε. «Πράγμα για το οποίο, αμφιβάλλω. Όχι πως έχει καμιά σημασία, φυσικά», κατέληξε.

«Χρόνια πολλά κι ευτυχισμένα», είπε ο Πίγκλετ πλησιάζοντας.

Ο Άχβαχ, σταμάτησε να καθρεφτίζεται στο ρυάκι και γύρισε να κοιτάξει τον Πίγκλετ.

«Για ξαναπές το», του είπε.

«Χρόνια πο-»

«Μια στιγμή, περίμενε».

Ο Άχβαχ σήκωσε σιγά-σιγά το ένα του πόδι και, ισορροπώντας πάνω στ’ άλλα τρία, το έφερε προσεχτικά στο αυτί του.

«Το έκανα και χθες αυτό», εξήγησε καθώς έπεφτε κάτω για τρίτη φορά. «Είναι αρκετά εύκολο. Το κάνω, γιατί έτσι ακούω καλύτερα…Να, το πέτυχα! Τώρα πες μου, τι έλεγες;»

Έσπρωξε το αυτί του μπροστά με την οπλή του.

«Χρόνια πολλά κι ευτυχισμένα», είπε ο Πίγκλετ ξανά.

«Για μένα το λες;»

«Φυσικά, Άχβαχ».

«Για τα γενέθλιά μου;»

«Ναι».

«Σα να έχω αληθινά γενέθλια;»

«Ναι, Άχβαχ, και σου έφερα κι ένα δώρο».

Ο Άχβαχ κατέβασε την δεξιά οπλή του από το δεξί του αυτί, έκανε μια στροφή, και με μεγάλη δυσκολία, σήκωσε τ’ αριστερό του πόδι.

«Πρέπει να τ’ ακούσω με το άλλο μου αυτί αυτό»,είπε. «Τώρα, ξαναπές το».

«Ένα δώρο», είπε ο Πίγκλετ πολύ δυνατά.

«Για μένα εννοείς πάλι;»

«Ναι».

«Για τα γενέθλιά μου, πάλι;»

«Φυσικά, Άχβαχ».

Σα να ’χω αληθινά γενέθλια;»

«Ναι, Άχβαχ, και σου έφερα ένα μπαλόνι».

«Μπαλόνι;» Είπε ο Άχβαχ. «Είπες μπαλόνι; Ένα απ’ αυτά τα μεγάλα χρωματιστά πράγματα που τα φουσκώνεις; Τρα λα λα λά τρα λα λα λό, γλέντι θα κάνουμε τρελό!»

«Ναι, αλλά, φοβάμαι – λυπάμαι πολύ Άχβαχ – αλλά, καθώς έτρεχα για να σου το φέρω, έπεσα κάτω».

«Πο, πο, ατυχία! Θα’ τρεχες πολύ γρήγορα υποθέτω…Μήπως χτύπησες μικρέ μου Πίγκλετ;»

«΄Όχι, αλλά ε-ε-ω Άχβαχ, έσπασα το μπαλόνι!»

Έγινε μια πολύ μεγάλη σιωπή.

«Το μπαλόνι μου;» Ρώτησε στο τέλος ο Άχβαχ.

Ο Πίγκλετ κούνησε το κεφάλι.

«Το μπαλόνι των γενεθλίων μου;»

«Ναι, Άχβαχ», είπε ο Πίγκλετ λίγο κλαψιάρικα. «Εδώ είναι Να, πάρ’ το. Και – και χρόνια πολλά κι ευτυχισμένα».

Και του έδωσε το μικρό, βρεγμένο κουρελάκι.

«Αυτό είναι;», ρώτησε ο Άχβαχ ξαφνιασμένος.

Ο Πίγκλετ κούνησε το κεφάλι.

«Το δώρο μου;»

Ο Πίγκλετ ξανακούνησε το κεφάλι.

«Το μπαλόνι;»

«Ναι».

«Σ’ ευχαριστώ Πίγκλετ», είπε ο Άχβαχ. «Δεν σε πειράζει να ρωτήσω», συνέχισε, «τι χρώμα είχε αυτό το μπαλόνι, όταν ήταν μπαλόνι

«Κόκκινο».

«Α, κι αναρωτιόμουν… Κόκκινο, ε;», μουρμούρισε στον εαυτό του. «Τ’ αγαπημένο μου χρώμα… Και πόσο μεγάλο ήταν;»

«Σχεδόν σαν κι εμένα μεγάλο».

«Α, κι αναρωτιόμουν… Σχεδόν σαν τον Πίγκλετ μεγάλο…», είπε στον εαυτό του λυπημένα. «Το αγαπημένο μου μέγεθος. Αχ, αχ».

Ο Πίγκλετ αισθανόταν πολύ δυστυχισμένος και δεν ήξερε τι να πει. Άνοιγε το στόμα του για ν’ αρχίσει κάτι, κι έπειτα αποφάσιζε πως δεν είχε καμιά σημασία αυτό που θα ’λεγε και το ξανάκλεινε.

Ξαφνικά, ακούστηκε μια δυνατή φωνή από την άλλη όχθη κι εμφανίστηκε ο Πουφ.

«Χρόνια πολλά κι ευτυχισμένα», φώναξε ο Πουφ, ξεχνώντας πως τα είχε πει ήδη.

«Ευχαριστώ, Πουφ. Μας τα ’παν κι άλλοι», είπε ο Άχβαχ μελαγχολικά.

«Σου έφερα κι ένα μικρό δώρο», είπε ο Πουφ ενθουσιασμένος.

«Το έλαβα», είπε ο Άχβαχ.

Ο Πουφ, είχε διασχίσει τώρα πλατσουρίζοντας το ρυάκι, κι είχε έρθει πιο κοντά. Ο Πίγκλετ, καθισμένος λίγο μακρύτερα, με το κεφάλι ανάμεσα στις μπροστινές του πατούσες, ρουφούσε την μύτη του.

«Είναι ένα Χρήσιμο Βάζο», είπε ο Πουφ. «Να’ το. Κι έχει γραμμένο πάνω του: ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΑ, ΜΕ ΑΓΑΠΗ, ΠΟΥΦ. Όλα αυτά είναι γραμμένα πάνω του. Και μπορείς να βάζεις διάφορα πράγματα μέσα. Παρ’ το!»         

Μόλις ο Άχβαχ είδε το βάζο, άρχισε να ενθουσιάζεται.

«Τι καλά!» είπε, «Πιστεύω πως το μπαλόνι μου θα μπαίνει μέσα σ’ αυτό το βάζο!»

«Ω, όχι, Άχβαχ», είπε ο Πουφ. Τα μπαλόνια δεν χωράνε στα βάζα. Αυτό που μπορείς να κάνεις με ένα μπαλόνι, είναι να το κρατάς-»

«Όχι το δικό μου», είπε ο Άχβαχ με καμάρι. «Κοίτα, Πίγκλετ!»

Και καθώς ο Πίγκλετ κοιτούσε γύρω-γύρω περίλυπος, ο Άχβαχ πήρε με τα δόντια του το μπαλόνι και το ’βαλε προσεχτικά μέσα στο βάζο. Μετά, το ’βγαλε πάλι έξω και το άφησε στο χώμα. Μετά, το ξαναπήρε και το’ βαλε πάλι μέσα προσεχτικά.

«Μπα! Χωράει λοιπόν!», είπε ο Πουφ.

«Μπαίνει!» είπε ο Πίγκλετ. «Και βγαίνει κιόλας!»

«Ωραία δεν είναι;», είπε ο Άχβαχ. «Μπαινοβγαίνει!»

«Χαίρομαι», είπε ο Πουφ ευτυχισμένα, «που σκέφτηκα να σου χαρίσω ένα Χρήσιμο Βάζο για να βάζεις μέσα πράγματα».

«Χαίρομαι», είπε ο Πίγκλετ ευτυχισμένα, «που σκέφτηκα να σου χαρίσω Κάτι για να το βάζεις μέσα στο Χρήσιμο Βάζο».

Αλλά ο Άχβαχ, δεν τους άκουγε. Έβγαζε και ξανάβαζε το μπαλόνι, κι ήταν όσο πιο ευτυχισμένος μπορούσε να’ ναι…

«Κι εγώ, δεν του χάρισα τίποτα;», ρώτησε λυπημένα ο Κρίστοφερ Ρόμπιν.

«Και βέβαια του χάρισες», είπα. «Του χάρισες – δεν θυμάσαι; Ένα μικρό – ένα μικρό -»

«Του χάρισα ένα μικρό κουτί με χρώματα, για να ζωγραφίζει!»

«Ακριβώς».

«Και γιατί δεν του το ’δωσα το πρωί;»

«Γιατί ήσουν πολύ απασχολημένος. Ετοίμαζες ένα πάρτι γι αυτόν. Κι έτσι, ο Άχβαχ είχε και μια τούρτα με γλάσο στην κορυφή και τρία κεράκια, και τ’ όνομα του γραμμένο με ροζ ζάχαρη και-»

«Ναι, ναι, θυμάμαι -», είπε ο Κρίστοφερ Ρόμπιν.

 

……………………………………………………………………………………….

Ο Άλαν Αλεξάντερ Μάιλν γεννήθηκε στο Χάμπστεντ του Λονδίνου (18 /1/ 1882) και πέθανε στο Χαρτφιλντ (31/1/1956). Έγινε διάσημος διεθνώς για τα τρυφερά, με ανάλαφρο χιούμορ  βιβλία του, που έχουν ήρωα τον αρκούδο Πουφ και που έγραψε για τον γιο του, Κρίστοφερ Ρόμπιν.

Παυλίνα Παμπούδη

Η Παυλίνα Παμπούδη σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου (Ιστορία – Αρχαιολογία) και παρακολούθησε μαθήματα Μαθηματικών στη Φυσικομαθηματική Σχολή και ζωγραφικής στην Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και στο κολέγιο Byahm Show School of Arts του Λονδίνου. Έχει εκδώσει μέχρι στιγμής 15 ποιητικές συλλογές, 3 βιβλία πεζογραφίας, περισσότερα από 40 βιβλία δήθεν για παιδιά και 31 μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων. Επίσης, έχει κάνει 3 ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής, και έχει γράψει σενάρια για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, καθώς και πολλά τραγούδια.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.