You are currently viewing Γιάννης Νταουλτζής: Ταράξιππος ή η δεξιά τσέπη του Αντρέα

Γιάννης Νταουλτζής: Ταράξιππος ή η δεξιά τσέπη του Αντρέα

Riders on the storm  /Into this house we’re born / Into this world we’re thrown / Like a dog without a bone/ An actor out on loan / / There’s a killer on the road / His brain is squirmin’ like a toad
The Doors

Περνάς ανάμεσα από ανθρώπους. Κάποιους απλώς τους αγγίζεις με τον αέρα που σηκώνει η άκρη από το μανίκι του χεριού, άλλους τους ακουμπάς, ώμο με ώμο, άλλους τους σφίγγει το χέρι, κάποιους και τα δυο σφιχτά μέσα στις δύο σου χούφτες κι άλλους τους τραβάς και τους κλείνεις στο στήθος. Εκεί τους κρατάς κλεισμένους. Κάποιοι περνούν σαν κουμπιά στη σχισμή πού ’χεις στο στήθος σου και δένονται, άλλοι στην πορεία γλιστράνε. Σου πέφτουν. Κάποιους τους αφήνεις επί τόπου. Άλλους πασχίζεις να τους σηκώσεις. Άλλοτε τα καταφέρνεις άλλοτε όχι.

Τον Αντρέα τον Μ. τον γνώρισα όταν υπηρετούσε φαντάρος στη Δράμα. Καλοκαίρι ήτανε, σα γλυκό του κουταλιού μύριζε. Τον πρωτοπέτυχα στο μπαράκι του Φώτη. Στέκι της παρέας ήτανε. Ο Φώτης, θυμόσοφος αλλά συνήθως αμπελοφιλόσοφος. Του το συγχωρούσαμε, γιατί ήταν καταπληκτικός μπάρμαν. Είχε καλό αυτί και, όταν είχες καημό, σου το πρόσφερε και μάλιστα, ανάλογα με τη διάθεσή σου, σου πρότεινε το ποτό που θεωρούσε κατάλληλο. Πολλές φορές του περιγράφαμε τη γεύση που τραβούσε η όρεξή μας, πικρή, ξινή, γλυκιά, κρεμώδη, τη μυρωδιά που θέλαμε να γευτούμε, ελαφριά, βαριά, ή το χρώμα που ζητούσαμε ν’ αγγίξουμε και μας έφερνε το κοκτέιλ που ικανοποιούσε τις προσδοκίες μας. Μάγος.

Μια τεμπέλικη Παρασκευή βρέθηκα μόνος στο μπαράκι του Φώτη από νωρίς. Κανείς για παρέα. Έπιασα ένα γωνιακό τραπεζάκι, έστριψα τσιγάρο και χάζευα. Καθώς ολοκλήρωνα τρακόσιες εξήντα μοίρες περιστροφής, το μάτι μου έπεσε στο διπλανό τραπέζι. Εκεί καθόταν ένας κοντοκουρεμένος ξανθωπός κι έπαιζε σκάκι. Πιόνια τριάντα δύο, παίκτες ένας! Μονάχος ήταν ο ερίφης κι έπαιζε εναντίον του εαυτού του. Μάχη από χέρι χαμένη. Μουρμούριζε λόγια που η απόσταση τα έκανε για μένα ακατάληπτα, αλλά μπόρεσα να ξεχωρίσω ότι εκείνη τη στιγμή απόπαιρνε τον εαυτό του, προφανώς από τη θέση του αντιπάλου, γιατί είχε κάνει μια βιαστική και μάλλον άστοχη κίνηση, με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί να αλλάξει έναν «τρελό» με ένα στρατιωτάκι. «Ποιος προηγείται;», τον ρώτησα πειρακτικά. Με απόλυτη φυσικότητα όσο και σοβαρότητα μου απάντησε «εγώ, ο άλλος είναι πρωτάρης, τον παίζω έτσι για να περνάει ή ώρα, μέχρι να βρω κάποιον του βεληνεκούς μου, να παίξουμε στα σοβαρά». Εκείνη την στιγμή ο Φώτης έφερε τη βότκα μου, ξέροντας ότι η ώρα κι η μέρα αυτό το ποτό απαιτούσε και, καθώς άφηνε το ποτήρι και τους ξηρούς καρπούς, το πιατάκι με τα αγγουράκια και το καθαρισμένο καρότο στο τραπέζι, έδειξε με το πηγούνι του τον διχασμένο σκακιστή και χαμογελώντας με πληροφόρησε. «Ο Αντρέας, φαντάρος, υπηρετεί στο.. Ο χτεσινός αέρας τον έφερε στο μαγαζί». Ακολουθώντας τα σημάδια, μετακινήθηκα στο τραπέζι του, αφού τον ρώτησα με το βλέμμα και μου απάντησε αναλόγως. Χωρίς να πούμε κουβέντα πήρε να στήνει τα πιόνια. Τα μαύρα. Ιπποτικά μου παραχώρησε τα λευκά. Αφού αράδιασε στρατιώτες,  παρέταξε ιππικό, τοποθέτησε στις καίριες θέσεις τους αξιωματικούς, έστησε πύργους, έκρυψε κατά πως οι κανονισμοί επιβάλλουν βασιλιά και βασίλισσα στα μετόπισθεν. Μετά τελειοποίησε την τοποθέτηση με ψυχαναγκαστικές κινήσεις, έβγαλε ένα μικρής αξίας χαρτονόμισμα και το γλίστρησε κάτω από τη σκακιέρα λέγοντας «για τα ποτά από τον χαμένο». Δεν έχει σημασία ποιος τελικά νίκησε την πρώτη αυτή παρτίδα – ο Ανδρέας ήταν. Σημασία έχει ότι από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας έδωσε τα διαπιστευτήριά του. Χιούμορ και πάθος για τζόγο. Το τελευταίο το επιβεβαίωνε σχεδόν καθημερινά, όταν πια κάναμε συχνή παρέα σε κάθε του έξοδο. Στοιχημάτιζε το καθετί. Πού θα καθίσει η μύγα που πετούσε γύρω μας, τι χρώμα αυτοκίνητο θα διαβεί, τι ποτό θα παραγγείλει ο πελάτης που μόλις έμπαινε στο μαγαζί, σε πόση ώρα θα το τελειώσει και ουκ έστιν αριθμός προκλήσεων. Η άλλη του μανία ήταν το θέατρο. Ήξερε όλες τις παραστάσεις πού παίζονταν σε Αθήνα, Λονδίνο και Νέα Υόρκη, ζώντας στο στρατόπεδο της Δράμας!

Συναντηθήκαμε καμιά δεκαριά φορές ακόμα, στο ίδιο στέκι, στο ίδιο τραπέζι. Τον άκουγα. Μετά πήρε μετάθεση απρόσμενη, δεν θυμάμαι για πού, και χαθήκαμε.

Για τρία χρόνια.

 Τον ξαναείδα στην Αθήνα. Αυτός σ’ ένα σαραβαλιασμένο παπί, με εξάτμιση που σερνότανε και έσκαγε, εγώ σ’ ένα λεωφορείο της γραμμής. Για την πλατεία Αμερικής. Από το θολό παράθυρο χαιρετηθήκαμε. Με νοήματα συνεννοηθήκαμε και κατέβηκα στην επόμενη στάση, όπου με περίμενε χαμογελαστός καβάλα σ’ αυτό που κάποτε ήταν μηχανάκι. Αγκαλιαστήκαμε, χωρίς να ξεκαβαλικέψει, «αν αφιππεύσω», διευκρίνισε, «μπορεί να δυστροπήσει το όχημα και να μην ξανακινήσει». «Πάω στοίχημα ότι είσαι φοιτητής», ήταν η δεύτερή του κουβέντα, επιβεβαιώνοντας ότι η τζογαδόρικη νοοτροπία του είχε επιβιώσει στα χρόνια που μας χώρισαν. Από τις αναγνωριστικές κουβέντες μας διαπιστώσαμε ότι τα σπίτια που νοικιάζαμε απείχαν πέντε στενά. Για τα δεδομένα της Αθήνας μέναμε μύτη με μύτη. Δώσαμε ραντεβού για την επομένη. Στο σπίτι του. Έμενε με τον αδελφό του τον Π., που δούλευε αμμοβολιστής. Ζόρικη δουλειά αλλά καλά λεφτά. Γι’ αυτό το ’κανε. Για να επενδύει στο μεράκι του, τη σκηνοθεσία. Σπούδαζε στη σχολή του … Όλο το σπίτι τους ήταν μία βιβλιοθήκη. Από τοίχο σε τοίχο. Από ταβάνι σε ταβάνι. Βιβλία στο πάτωμα, βιβλία στο τραπεζάκι της κουζίνας, βιβλία στην τουαλέτα. Μονοθεματικά. Ζαν Κοκτώ, Άρθουρ Μίλλερ, Ζαν Λουί Μπαρώ, Πήτερ Μπρουκ, Ευγένιος Ιονέσκο, Λουκίνο Βισκόντι, Ιάκωβος Καμπανέλλης, Αριάν Μνουσκίν, Ρομπέρ Λεπάζ, Αουγκούστο Μποάλ, Ντάριο Φο, Θεόδωρος Αγγελόπουλος, Ρόμπερτ Γουίλσον!

Ο Αντρέας είχε τελειώσει μια ιδιωτική, καλή,  θεατρική σχολή και δούλευε ήδη περιστασιακά σε μικρούς ρόλους, αλλά δίπλα σε ανερχόμενους ηθοποιούς και σκηνοθέτες. Τη χρονιά εκείνη έπαιζε δίπλα στον Καταλειφό και τον Βογιατζή. Ανεβάζανε θυμάμαι τη «Σπασμένη στάμνα», του Κλάιστ.  Πρώτη φορά άκουγα τα ονόματά αυτά. Πήγαμε με την Έ. στην παράσταση και μετά, όλος ο θίασος κι εμείς μαζί, για τηγανιτούς κεφτέδες στην κυρά Μαρία. Στην Κυψέλη. Θυμάμαι αυτή την «αλλιώτικη» παρέα, την αίσθηση ενός άλλου μισοχτισμένου ακόμα κόσμου. Σαν μια νότα που ακούγεται από μακριά και δυναμώνει. Ελάχιστα θυμάμαι πια από την παράσταση. Αλλά τα κεφτεδάκια δεν τα ξεχνώ.

Στην πορεία της παρέας με τον Αντρέα διαπιστώσαμε ότι αν δεν βρισκόμασταν δυο και τρεις φορές, συχνά και πιο πυκνά, την εβδομάδα, κάτι μας έλειπε. Σχεδόν σε όλα ταίριαζαν τα χνώτα μας. Εγώ του μιλούσα για λογοτεχνία και ποίηση κι αυτός για θέατρο και κινηματογράφο. Από αυτόν έμαθα τη μέγιστη σημασία του μοντέρ, την αξία της κλακέτας, που το γνωστό της «κλακ» συγχρονίζει εικόνα και ήχο, το τίμημα του λανθασμένου ρακόρ που εξέθεσε πλήθος σκηνοθετών, μιας και εμφανίζονταν ηθοποιοί με άλλα ρούχα σε διαδοχικές σκηνές και αντικείμενα σε λάθος θέση. Γιατί ο σκρίπτ δεν έβρισκε τις σημειώσεις του. Μπορούσα άνετα να κινηθώ στην κινηματογραφική πιάτσα, ίσος με ίσο, αραδιάζοντα παρατηρήσεις για την «μπάντα», τη «διεθνή αμόρσα», τα «pip» μιας ταινίας, να σχολιάζω το «Final cut» της άλλης, το «μιξάζ» μιας τρίτης, τις ατέλειες ή την αρτιότητα της «φωνής off» ή του «cross-cutting».

Αυτό που δεν μου κολλούσε, αν και με διασκέδαζε στον Αντρέα ήταν η κλίση που είχε για τον τζόγο. Κλίση που μεγεθυνόταν και σιγά σιγά θα κάλυπτε τις άλλες. Από παιχνίδι θα γινόταν χόμπι και από χόμπι τάση έμμονη.
Ήδη από τότε στην αριστερή κωλότσεπη είχε τυλιγμένο το σενάριο του εκάστοτε ρόλου και στη δεξιά το στοιχηματικό περιοδικό των ιπποδρομιών. Όλο και πιο συχνά αλίευε και μελετούσε με εμβρίθεια το της δεξιάς τσέπης. Δεν είχε εμπιστευτεί σ’ αυτή τη θήκη το πολύτιμο έντυπο  τυχαία, όπως μου εκμυστηρεύτηκε, αφού ως δεξιόχειρας ανέσυρε το περιεχόμενό της με μεγαλύτερη άνεση.
Γνώριζε, κι αν δεν τον διέκοπτες μπορούσε για ώρες, ως Φιντέλ Κάστρο των ιπποδρομιών, να σου απαριθμεί τα ψεγάδια συγκεκριμένων ίππων, την ηλικία των τάδε αλόγων. Μάθαινε και κρατούσε σημειώσεις για την καταγωγή του κάθε ίππου μέχρι γενεά τέταρτη. Ποια η μάνα και ο επιβήτορας,  ποια τα σκορ των αδελφών του. Ήξερε το ύψος και το βάρος του δείνα αναβάτη, τις αδυναμίες του άλλου τζόκεϋ, τα κιλά της σέλας που χρησιμοποιούσαν. Ακόμη και τα ζόρια των προπονητών ήξερε. Γνώριζε προσωπικά πολλούς πεταλωτές και οδοντίατρους ιπποκόμους, για να παίρνει σχετικές πληροφορίες. Διάλεξη έδινε με πλήθος ορολογιών, όπως Γκανιάν, Πλασέ, Δίδυμο, Φορκάστ, Τράϊκαστ, Σύνθετο, Παρολί, που μου άρεσε να την ακούω, γιατί ξεχνιόταν και παράσταση έδινε. Θαρρούσες ότι ήσουν εσύ το άλογο κι ο αναβάτης.

Ιστορίες, μισές αλήθεια, μισές παραμύθια, άκουσα από τα χείλη του. Ιστορίες που έζησε αλλά και ιστορίες που του ιστόρησαν παλιές φιλιππικές καραβάνες. Μία, που μου άρεσε να την ακούω και του τη ζητούσα, όταν στην παρέα εμφανιζόταν κάποιος που δεν την είχε ακούσει, ήταν για τον ίππο Βουκέφαλο, όπως τον έλεγε. Στο ντέρμπι του 196… ήταν, όταν έτρεχε ένα άλογο θρύλος, Αιθέρας, όνομα  και πράμα. Φαβορί από τα λίγα. Όμως το όχημα που τον μετέφερε στον ιππόδρομο, συγκρούστηκε πλαγιομετωπικά στη Συγγρού και ανατράπηκε, και ο τρομερός Αιθέρας σακατεύτηκε. Έτσι ο αναβάτης βρέθηκε αίφνης να καβαλάει έναν ίππο ονόματι Βουκεφάλα, που θα έκανε τον γνωστό του Αλεξάνδρου ίππο να σπεύσει στο ληξιαρχείο αλόγων για να αλλάξει όνομα. Θεωρητικά το εν λόγω άλογο δεν είχε καμία τύχη. Μα με την εκκίνηση ήδη, ο Βουκεφάλας έθεσε την κεφαλή / κεφάλα του επικεφαλής της κούρσας και, καθώς κανείς δεν τον υπολόγιζε, έδωσε στον ικανότατο, είναι η αλήθεια, τζόκεϋ τη δυνατότητα να κάνει την κούρσα όπως ήθελε, αποκοιμίζοντας τους αντιπάλους. Όταν τα φαβορί κατάλαβαν τι συνέβαινε ήταν αργά. Ο αναβάτης αφίππευσε εν μέσω οχλοβοής ελάχιστων σεληνιασμένων κερδισμένων και πάμπολλων ενθουσιασμένων χαμένων, ιπποτικά συμπεριφερόμενων στην ανωτερότητα του αναβάτη.

 Ο Αντρέας καβάλα στο ατίθασο παπί του διέσχιζε Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή τη Συγγρού για το ραντεβού του με τα άλογα.
Μια φορά μάλιστα με έψησε να πάμε στον Ιππόδρομο. Τότε δεν ήταν στο Μαρκόπουλο αλλά στο Φάληρο. Αν σκύψεις και αφουγκραστείς τα θεμέλια του ιδρύματος Νιάρχος, μπορείς κάποια βράδια, όταν οι επισκέπτες θα ’χουν φύγει και τα πολλά φώτα θα ’χουν σβήσει, ν’ ακούσεις ήχους, τριξίματα και κούφια χλαλοή. Λένε πως είναι οι καλπασμοί πετάλων πάνω στην άμμο, τα γρυλίσματα των χαμένων «φιλίππων», οι αλαλαγμοί των, πρόσκαιρα είναι αλήθεια, κερδισμένων.

Πήγαμε λοιπόν μια Τετάρτη Νοεμβρίου από νωρίς στο περίφημο Δέλτα Φαλήρου. Φτάσαμε δύο, δύο και. Νωρίς. Πλαγιάσαμε το μηχανάκι σ’ ένα στύλο, ελπίζοντας ότι θα ξαναπάρει μπρος σαν το ζητήσουμε, και τραβήξαμε για σουβλάκι. Με τις μπύρες στο χέρι χωθήκαμε στον Ιππόδρομο. Πρωτάρης εγώ, σαν περίπολο χάζευα ένα σύμπαν αλλοδαπό με στενά γεωγραφικά όρια. «Μη χάσκεις», μου είπε ο Αντρέας, «θέαμα θα γίνουμε».
Ακολουθώντας τα σίγουρα βήματα του Αντρέα φτάσαμε στον στίβο. Τα άλογα είχαν βγει από το πάντοκ για επίδειξη. Σήκωσε βοριαδάκι. Σουρούπωνε. Τα ηχεία, με μεταλλική φωνή που την έφερνε ο αέρας πότε κοντά πότε θαμπά, ανάγγελλαν  κάτι για ίππους τριετείς, κάτι για κλάση, κάτι για χιλιάρικα. Ο Αντρέας μου έδειχνε με τα μάτια του και σχολίαζε την κλίση της ουράς κάθε αλόγου. «Η θέση της ουράς ξεσκεπάζει το χαρακτήρα και το κέφι του αλόγου. Άμα το ζωντανό δείχνει περιέργεια για τον περίγυρο, η ουρά του θα είναι μια ψίχα σηκωμένη και δεν θ’ αγγίζει τα καπούλια του. Άμα τα ακουμπάει, βράσε ρύζι καλύτερα και μην ποντάρεις. Πάει να πει ότι δεν έχει διάθεση για αγώνα».
Μισοπρόσεχα τα λόγια του, όταν άκουσα να χλευάζουν ένα συγκεκριμένο άλογο, κοροϊδεύοντας, εκτός από τις  επιδόσεις του και το όνομά του: Προκρούστης. Ηφαιστιωδώς αναδύθηκαν οι φιλολογικές μου γνώσεις, αυτό σπούδαζα άλλωστε. Προκρούστης ή Πολυπήμων, ληστής μέγας. Δεν άφηνε μύγα να διαβεί από το λημέρι του. Ξάπλωνε κάθε διαβάτη στο σιδερένιο κρεβάτι, πετσοκόβοντας τους ψηλούς και τανύζοντας τους κοντούς, μέχρι να φέρει σώμα και κρεβάτι ίσα βάρκα ίσα νερά. Μου καρφώθηκε λοιπόν η ιδέα, η παράλογη βεβαιότητα, ότι αδύνατο να χάσει άλογο με αυτό το τρομερό ονοματολογικό παρελθόν. Εις μάτην ο Αντρέας, ο φίλος, με νουθετούσε, λέγοντας ότι πρέπει να ποντάρουμε στα σίγουρα στον Αντρέα, το άλογο, όχι τον ίδιο, που ήταν αδιαφιλονίκητο φαβορί. Έστω να ρίχναμε το χρήμα μας στην Ασίνη. Εγώ, στα ονόματα στεκόμουν και αυτά μετρούσα. Δεν ήξερα άλλωστε κάτι άλλο. Απέρριψα αναφανδόν το Ανδρέας, όνομα ακατάλληλο για άλογο στα αυτιά μου, και φυσικά την Ασίνη, αναλογιζόμενος το κάζο που έπαθαν οι κάτοικοι της ομώνυμης αρχαίας πόλης από τους Αργείους. «Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω απ’ την προσωπίδα» , μουρμούρισα, κι αρνήθηκα με πείσμα. Εν τέλει ο Ανδρέας, ο φίλος, πόνταρε σε Αντρέα, άλογο, και Ασίνη, δίδυμο, κι εγώ στον τρομερό Προκρούστη, απλό.
Με τα χαρτάκια στα χέρια πήραμε θέση στην κερκίδα. Χτυπάει το κουδούνι, πέφτει η μπάρα. Μόλις ανοίξαν  τα κουτιά, ξεχύθηκαν λαιμοί αλογίσιοι. Σύννεφο η σκόνη από την άμμο. Δεν ξεχωρίζω. Ακούμε την περιγραφή από τα μεγάφωνα. Ο Αντρέας, το άλογο, παίρνει κεφάλι αμέσως και δίπλα του η Ασίνη. Στα πεντακόσια μέτρα, τα δυο τους απείχαν από τα άλλα πέντε μήκη και βάλε. Αυτά κεφάλι με κεφάλι. Με ενθουσιασμό διαπιστώνω ότι ο Προκρούστης έχει πάρει κεφάλι ως τρίτος. Κάνω νόημα στον Αντρέα, τον φίλο. Αυτός κουνάει, ψύχραιμος, αρνητικά το κεφάλι. Με τα χέρια στις τσέπες λογαριάζει το λίγο, λόγω φαβορί, ζεστό χρήμα που θα πάρει. Τον ενοχλεί ότι η κούρσα δε βγάζει αδρεναλίνη. Πριν την τελική ευθεία, όμως, η Ασίνη κόβει, κι ο Προκρούστης, αφήνοντας άφωνους σπήκερ, φίλιππους και Αντρέα, τον φίλο, περνάει δεύτερος. «Χωλότητα, τον Χριστό μου» ακούω τον Αντρέα να γρυλίζει.
Αρχίζει να απλώνεται μια μυρωδιά. Θειάφι, θαρρείς μπαρούτι. Του τζογαδόρου. Το κλίμα θυμίζει διαδήλωση που σπάει. Σαν να πέφτουν μολότωφ αόρατες. Φωνές σχισμένες. Ηλεκτρικές κραυγές και γιούχα. Στη στροφή πριν από την τελική ευθεία, ο Ανδρέας, αφήνοντας ξερό το πλήθος, κόβει κι ανοίγει, για να περάσει από το κάγκελο ο Προκρούστης. Κοιτάω με απορία τον Αντρέα – φίλο. «Στημένο, κόλαση θα γίνει. Ετοιμάσου να την κοπανήσουμε, πριν ορμήξουν» μου λέει στο αυτί. Σαν να μην έφθασε αυτό, ο αναβάτης του Ανδρέα, αλόγου, παρεμποδίζει τον Στρατηγό, που ερχόταν από την εξωτερική με φούρια. Στα τελευταία φουλέ πια ο Προκρούστης, παίρνει τη νίκη που του στρώσανε, για μισό κεφάλι. Δεύτερος ο Αντρέας και τρίτος ο Στρατηγός. Ο ιππόδρομος παίρνει φωτιά. Ο κόσμος μπουκάρει στον στίβο. Ο αναβάτης του Αντρέα, καπνός. Δεν ξαναΐππευσε ποτέ! Η κομπίνα φόρτωσε πολλούς με χασούρα, λίγους με παστό. Κι εγώ, μετρώντας τα κέρδη μου, υπόσχομαι να μην ξαναπατήσω.
Ο Αντρέας βέβαια κάθε άλλο. Τα στημένα, όχι βέβαια τόσο άγαρμπα, λέει, δεν του κάνουν εντύπωση. Το μόνο πιο άγαρμπο στοίχημα, θυμήθηκε, ήταν αυτό του αναβάτη της Ταμπίκο. Εξαιρετική φοράδα, αρνούνταν πεισματικά να χάσει τη συμφωνημένη κούρσα. Μη μπορώντας να τη συνετίσει ο αναβάτης της και βλέποντας το φίνις να πλησιάζει επικίνδυνα στη μουσούδα της, έκανε, λίγα μέτρα πριν τον τερματισμό, ένα πλοζόν στην άμμο που θα το ζήλευε κι ο σπουδαίος Μπουφόν. Αμέσως μετά τινάχτηκε και το ’βαλε στα πόδια, με ταχύτητα που θ’ άφηνε κάγκελο και τον Μπεν Τζόνσον, αν τον είχε στο διπλανό κολουάρ, στη Σεούλ το 1988.

 Ο Αντρέας συνέχισε τις τακτικές επισκέψεις του και τις ανάλογες καταθέσεις στον κουβά του Ιπποδρόμου. Περίεργο πώς μπορούσε να συντηρήσει το βίτσιο του, αφού το εισόδημά του ήταν πιο ισχνό και από το μπόι του Shoemaker, του πιο μικρόσωμου Αμερικάνου τζόκεϋ.
Όταν του κατέθεσα την απορία μου, μου εξήγησε ότι έκανε το βαποράκι μπουκμέηκερ. Ούτως ειπείν, οι εργαζόμενοι «φίλιπποι», όταν δεν ήταν εύκαιροι να ποντάρουν, του ενεχυρίαζαν το σχετικό αντίτιμο και του υποδείκνυαν πού θα το «επενδύσει». Του έδιναν και κάτι για τον κόπο του. Ο Αντρέας όμως δεν αρκούνταν σε αυτό το κάτι. Όταν έκρινε ότι το στοίχημα που του παράγγελναν ήταν από χέρι χαμένο, το ανακατεύθυνε και επένδυε το ποσό σε πιο σίγουρα, κατά την κρίση του, άλογα. Κάθε που επιβεβαιωνόταν, ενθυλάκωνε το αντίτιμο. Το ζόρι ήταν όταν η κρίση του διαψευδόταν. Τότε έπρεπε να βρει το πολλαπλάσιο της επένδυσης που απέρριψε, για να το παραδώσει στον δικαιούχο. Ήταν εξαίρεση, βέβαια, αυτές οι ατυχίες, αλλά, όταν συνέβαιναν, κατά κανόνα δεν μπορούσε να καλύψει τις νόμιμες απαιτήσεις του εντολέα. Τότε ή έσπευδε να ξεπουλήσει ό,τι, όποιας αξίας, είχε αγοράσει τις καλές στοιχηματικά εποχές ή να δανειστεί με τον βαρύ τόκο από κερδισμένους πελάτες ή να εξαφανιστεί από την πιάτσα μέχρι να μαζέψει το αναγκαίο ποσό. Πάντα πάντως, αργά ή γρήγορα, ξεπλήρωνε. Κινούνταν όμως όλο και πιο συχνά στις παρυφές ενός περίεργου κόσμου. Ξέκοβε δε παράλληλα από τον χώρο του θεάτρου.

Σ’ αυτή τη φάση της ζωής του, χωριστήκαμε. Όχι από επιλογή. Απλώς εγώ πήρα το πτυχίο μου, έκοψα την αναβολή και παρουσιάστηκα, κουρεμένος σβέρκος, στο κέντρο εκπαίδευσης της Δράμας. Με πλάτες στρατηγού. Τελικά διαφανείς πλάτες, αφού κατέληξα σε φυλάκιο στον Έβρο, να ατενίζω τα φωτάκια της Ανδριανούπολης. Μετά από δύο χρόνια, απολυτήριο, εγκατάσταση στη Θεσσαλονίκη. Μια στα τόσα  κατέβαινα στη Αθήνα, όπου έσπευδα να συναντήσω τον Αντρέα. Περιστασιακά, λοιπόν, παρακολουθούσα τη ζωή του, όπως ο ταξιδιώτη τρένου το τοπίο από το θολό παράθυρο, καθώς η αμαξοστοιχία μπαινοβγαίνει σε διαδοχικά τούνελ: αποσπάσματα εικόνων, ημιτελείς ζωγραφιές, ελλιπή κομμάτια παζλ. Απ’ ό,τι καταλάβαινα, ο φίλος έμπαινε όλο και βαθύτερα σε κόσμους υπόγειους του τζόγου.

Στα τέλη, όταν έκοψα από την Αθήνα  τελείως, χαθήκαμε. Αραιά και πού μιλούσαμε στο τηλέφωνο. Ξαφνιάστηκα, όταν προπέρσι τον είδα στην οθόνη του θυροτηλεφώνου μου, χαμογελαστό, όπως πάντα. Αφού ανέβηκε, αγκαλιαστήκαμε όπως παλιά. Θέλοντας να ταΐσει το απορημένο βλέμμα μου μπήκε στο ψητό. Παρακαλούσε να μείνει μια δυο βδομάδες στο σπίτι, γιατί είχε «κάποια ανόητη περιπέτεια» που τον έδιωξε για λίγο από την Αθήνα κι όλα τα μέρη που μπορούσε να καταφύγει ήταν «καμένα». Όσο κι αν τον ξεψάχνισα δεν πήρα κάποια διευκρίνιση. Φυσικά του έδωσα το δεύτερο κλειδί. Μάλιστα θα μού έκανε τη χάρη να ποτίζει τα λουλούδια, είχα μανία με την πράσινη βεράντα μου, μιας κι εγώ την επομένη έφευγα για Βερολίνο, για ένα επιμορφωτικό πρόγραμμα. Το βράδυ βγήκαμε. Όσο κι αν έφερνα την κουβέντα στα σημερινά, τη γύριζε στα παλιά. Πίναμε και μιλούσαμε για τη Δράμα, θέατρο, λογοτεχνία, τον Ιππόδρομο… Ως εκεί. Δεν επέμεινα.

Γύρισα στη Σαλονίκη από το Βερολίνο πιο γρήγορα από ό,τι υπολόγιζα. Περίμενα να τον βρω στο σπίτι. Το μόνο που βρήκα ήταν ένα σημείωμα που με ευχαριστούσε, ένα απόσπασμα από τον… Σαίξπηρ και δυο μπουκάλια φίνο κόκκινο Syrah. Στην κλήση μου στο τηλέφωνό του, μία φωνή μου απάντησε ότι το νούμερο που καλούσα δεν αντιστοιχεί στο όνομα που προσφωνούσα.
 Όλα αυτά ανασύρθηκαν στη μνήμη, όταν χθες διάβασα σε ενημερωτικό site την είδηση.

Το μυστήριο της εκτέλεσης του 59χρονου ιδιοκτήτη λέσχης στα Εξάρχεια Αντρέα Μ., την Παρασκευή, προσπαθούν να λύσουν στην Ασφάλεια Αττικής. Έχουν στα χέρια τους βίντεο του φονικού από παρακείμενες κάμερες. Εντύπωση στους αστυνομικούς κάνει το γεγονός πως ο δράστης, τη στιγμή που εξαπολύει τις σφαίρες εναντίον του 59χρονου, κρατά στο αριστερό του χέρι μια ομπρέλα! Καθόλου περίεργο, αν σκεφτείς ότι Παρασκευή βράδυ έβρεχε καταρρακτωδώς στην Αττική. Ο επικεφαλής του Τμήματος Ανθρωποκτονιών δήλωσε ότι ο επαγγελματίας εκτελεστής δεν δίνει δεκάρα αν θα βραχεί περιμένοντας το θύμα του. Όμως ένας άνθρωπος κοινός, που πήρε το όπλο για προσωπικούς λόγους, σαφώς και σκέφτεται την βροχή, καθώς στη συνέχεια θα πρέπει να εμφανιστεί στο σπίτι του χωρίς να φανεί πως έχει κάνει μια πράξη, που υπό διαφορετικές συνθήκες θα την έβλεπε σε ταινία.

Οι αστυνομικοί εξετάζουν με σοβαρότητα το ενδεχόμενο ο δολοφόνος να είναι ένας από τους πελάτες της λέσχης, ο οποίος έχασε μεγάλα χρηματικά ποσά και πάνω στην απόγνωση του πήρε ένα πιστόλι και εκτέλεσε τον άνθρωπο που πίστεψε πως του κατέστρεψε την ζωή.

 

This Post Has One Comment

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.