You are currently viewing  Γιώργος Βέης: ΜΑΡΙΑ ΚΥΡΤΖΑΚΗ, στη μέση της ασφάλτου, Ποιήματα 1973 – 2002, Καστανιώτης

 Γιώργος Βέης: ΜΑΡΙΑ ΚΥΡΤΖΑΚΗ, στη μέση της ασφάλτου, Ποιήματα 1973 – 2002, Καστανιώτης

              

Έρωτας, κόσμος: προνόμια της γλώσσας

 

       Ο παρών συγκεντρωτικός τόμος πιστοποιεί τόσο την ρηματική επάρκεια, όσο και την προσήλωση της Μαρίας Κυρτζάκη στη συστηματική, βαθύτερη μάλιστα ερμηνεία τόσο των καταστατικών γρίφων της αληθοφανούς ή μη πραγματικότητας, όσο και πτυχών της μυθολογίας των όντων που μας γαλουχεί εξ απαλών ονύχων. Περιλαμβάνει κατά την χρονολογική σειρά των αντιστοίχων δημοσιεύσεων τα εξής έργα: Οι Λέξεις (1973), Ο Κύκλος (1976), Η εταζέρα (1978), Δέκα μικρά ποιήματα (1981), Η Γυναίκα με το κοπάδι(1982), Περίληψη για τη νύχτα(1986), Ημέρια νύχτα(1989), Σχιστή οδός(1992), Μαύρη Θάλασσα(2000) και το Λιγοστό και να χάνεται(2002). Η εξακολουθητική αναφορά στο ανθρώπινο πάθος εν γένει, η ρητή προσφυγή σε ένα εμφατικό μέρος της  αρχαιογνωσίας του είναι και του γίγνεσθαι, με την παράλληλη όμως συνειδητή κινητοποίηση μιας ευρηματικής και εξ ίσου ευέλικτης μεταγλώσσας, καθιστά το διάβημα αυτό, αν μη τι άλλο, συναρπαστικό.

      Πρόκειται για μια αφαιρετική, ελλειπτική κατά κανόνα γραφή, που τεκμηριώνεται στον αντίποδα μιας καταχρηστικής αναλυτικής αφήγησης –  επεξήγησης, που άλλοι έχουν οριστικά οικειοποιηθεί. Συγκληρώνοντας λογής άτακτα και αντιφατικά στοιχεία του βίου, καθαιρεί ειδολογικές συμβάσεις του συρμού και συν – κινεί απρόσκοπτα τον αποδέκτη της. Τον καλεί μάλιστα εμμέσως να πάρει μέρος κι αυτός στο διαλεκτικό αναποδογύρισμα των εννοιών και στην ανατροπή της κατεστημένης, κόσμιας πάντως αποπνευμάτωσης. Το ποίημα δεν μάχεται δηλαδή  την Ετερότητα: την αντιμετωπίζει πλέον ως αναπόσπαστο μέρος του ψυχισμού του.

        Οι στίχοι απορρίπτουν εδώ σύνδρομα και φοβίες του παραδοσιακού συντακτικού. Ανήκουν σε ένα γλωσσικό, διδακτικό σύστημα που θεωρεί τις υπερβάσεις του όχι ολισθήματα ή αβλεψίες, αλλά κατακτημένες αρετές και δικαιωματικά εμβλήματά του. Παράγεται εξ ολοκλήρου στοχαστικά, μακριά από τα κέντρα του αγοραίου λόγου. Δεν έχει απαρασάλευτες εστίες και δεν καταδέχεται να  αιτιολογήσει τα εξεχόντως προφανή ή όσα το ίδιο εκλαμβάνει, ποιητικά, ως αήθη. Η γλώσσα, αρνούμενη να καταστεί μονοσήμαντο όργανο, δρα κατά τρόπο σχισματικό.

    Είχα και άλλοτε διατυπώσει την άποψη ότι τόσο η αυτοελεγχόμενη  ρητορεία των λειτουργικών συγκερασμών, όσο και η προωθημένη τεχνική των επιμελών συναιρέσεων του ποιητικού υλικού της Μαρίας Κυρτζάκη εδραιώνουν μια στρατηγική αλυσιδωτών αιφνιδιασμών. Οι τελευταίοι δεν αποβλέπουν στην απεξάρθρωση ή στον πλήρη κατακερματισμό της κεντρικής κειμενικής αφορμής, αλλά αντιθέτως προβάλλουν, κατά τρόπο άμεσο και εν πολλοίς εναντιωματικό, ό,  τι κατά πρώτο λόγο έχει συλλάβει ο ευαισθητοποιημένος νους του εξομολογητικού υποκειμένου. Τα πραγματολογικά στοιχεία αναφέρονται συνήθως σ΄ ένα διαρκώς αυτοκαταστρεφόμενο περιβάλλον. Συναποτελώντας μέρη ενός καταλόγου ενοχών ή εφιαλτών, γειώνουν τον λόγο σ΄ έναν  επαρκώς διεσταλμένο χωρόχρονο  κριμάτων .

     Παραθέτω ενδεικτικά ένα τμήμα από το εισαγωγικό «Βασιλόπουλο το εύμορφο» της Μαύρης Θάλασσας. Η εμμονή είναι έκδηλη: η αυτοψία επικαιρικών, αλλά ισχυρών μαζικών τύψεων συνιστά κατεξοχήν υπόθεση των ποιητικών εκφάνσεων. Η δε προδηλότητα των σημαινομένων δεν υπονομεύει την διεκπεραίωση του μηνύματος. Αντιθέτως το εμπλουτίζει, πιστεύω, με αίμα: « Λεκανοπέδιο σου λέει / και πώς να περπατήσεις / στην μέση η Ακρόπολη – σατανική / κληρονομιά μαζί με το δέντρο της ελιάς. / Άκληρη η πριγκίπισσα και κληροδότησε / ανέραστη την πόλη / Γιατί λοιπόν αυτός ο θόρυβος / Προς τι / Είναι απλός ο τρόπος: / Βομβαρδισμοί και πάλι βομβαρδισμοί. / Βοσνία ή Ερζεγοβίνη / Πρέστινα ή και ολόκληρο το Κόσοβο / ολόκληρο το σώμα και την καρδιά / ολόκληρη τι σημασία έχει / Ένας άνθρωπος πεθαίνει / και τα νερά αποσύρονται και τα δάκρυα / γιατί λυπούνται γιατί πενθούν.» (βλ. σελ. 250 επ.).

    Η «Μαύρη Θάλασσα» περισσότερο ανθρωποκεντρική από την «Γυναικα με το κοπάδι» και περισσότερο διευρυμένη θεματολογικά από την «Ημέρια νύχτα», αποκωδικοποιεί σήματα σώματος και σήματα πατρίδων. Είναι το κατεξοχήν εικονοκλαστικό εγχείρημα της Μαρίας Κυρτζάκη. Οι αντιστροφές, οι απρόοπτες υφολογικές προσμείξεις, οι αντιθετικές επικλήσεις και οι εναγκαλισμοί του πάσχοντος Εγώ με ό, τι εν τέλει το φθείρει, προσδίδουν στους λεκτικούς σχηματισμούς μια ιδιάζουσα ρώμη.

    Στο Λιγοστό και να χάνεται τα υποκείμενα και τα αντικείμενα των περιεκτικών εκφορών συνεργάζονται κατά τρόπο συναινετικό, δηλαδή μουσικό. Η κρυστάλλωση των επιμέρους προσδιορισμών τελείται στο περιθώριο κρίσιμων βιωματικών εμπειριών, ενώ η πολλαπλή αυτοαναφορικότητα του ιδιαίτερα φορτισμένου λόγου δεν επιβραδύνει την όλη αναγνωστική πρόσληψη. Οι μερίδες των εκπομπών λόγου  είναι δραστικά περιορισμένες, τα φωνήματα καταλήγουν σε σημαίνοντες ψιθύρους, σε τρίμματα αναστοχασμών. Η αυστηρότητα της δομής και οι εσωστρεφείς αναπτύξεις του ρήματος, πάγιο γνώρισμα αυτού του ιδιώματος, υποστηρίζουν από την αρχή έως το τέλος την αλώβητη  διεκπεραίωση της πρωταρχικής σύνθεσης. 

 

 

                                                                        

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.