You are currently viewing Γιώργος Βέης: ΧΑΪΝΡΙΧ ΜΠΕΛ, Το τέλος ενός  υπηρεσιακού ταξιδιού μτφρ. : Νίκος Δεληβοριάς, Αρετή Κοντογιώργη, εκδ. Μεταίχμιο

Γιώργος Βέης: ΧΑΪΝΡΙΧ ΜΠΕΛ, Το τέλος ενός υπηρεσιακού ταξιδιού μτφρ. : Νίκος Δεληβοριάς, Αρετή Κοντογιώργη, εκδ. Μεταίχμιο

«… και προσπαθούσε να θυμηθεί αν ήταν η ενδέκατη ή ήδη η δωδέκατη φορά που άλλαζε τη διαθήκη της»

(από το βιβλίο, σελ. 190)

Δύο επιπλοποιοί, πατέρας και γιος, καταβρέχουν με βενζίνη ένα τζιπ του στρατού, το πυρπολούν και απολαμβάνουν με έκδηλη ικανοποίηση την αντιεξουσιαστική πράξη τους. Τους συλλαμβάνουν λίγο προτού αποτεφρωθεί το σύμβολο-όχημα. Η υπόθεση θα εκδικαστεί στο Ειρηνοδικείο της ασήμαντης πόλης τους, που αγωνίζεται να ανορθωθεί κάπου στις όχθες του Ρήνου.

Η δίκη βεβαίως θα μπορούσε να γίνει το αντικείμενο λεπτομερών περιγραφών και αναλύσεων στα πρωτοσέλιδα, του τοπικού, και όχι μόνον, Τύπου. Παραμένει όμως στα ψιλά των εφημερίδων, προφανώς για να μην τραυματίσει τα κομματικά και γενικότερα πολιτικά συμφέροντα της εποχής. Μεταπολεμική, διχοτομημένη Γερμανία, ενοχές και μετεμφυλιακά άγχη, αταβισμός και φυλετικές εμμονές: ο Χάινριχ Μπελ αναδεικνύει μέσα από αυτό το περιστατικό τις σημαίνουσες λεπτομέρειες της νεύρωσης των συμπατριωτών του, χωρίς να υποκύπτει στους πειρασμούς τής καθ’ υπερβολήν διακωμώδησης ή στην κατάχρηση των όρων του τραγικού.

Το μυθιστόρημα συνιστά στην προκειμένη περίπτωση ένα εναργές υπόμνημα, που ξεκαθαρίζει με μεθοδική σαφήνεια ορισμένα σκοτεινά σημεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ρίχνοντας φως στις απώτερες πτυχώσεις της ψυχροπολεμικής πραγματικότητας, αλλά και του αναπόφευκτου μύθου που την περιέβαλε.

Μάστορας της διαχείρισης του αφηγηματικού υλικού, δόκιμος χρήστης των μυθιστορηματικών ανατροπών, ο συγγραφέας ψηλαφεί προσεκτικά τόσο τις παραμέτρους της κοινωνικής σύμπτυξης όσο και τα σημάδια της επαπειλούμενης αποσύνθεσης. Γραμμένο πριν από σαράντα χρόνια, Το τέλος ενός υπηρεσιακού ταξιδιού αναδεικνύει πρωτίστως την καταλυτική υπαρξιακή αγωνία των Γερμανών δυο-τρεις δεκαετίες προτού την κατεδάφιση του Τείχους του αίσχους, που μοίραζε το Βερολίνο και κατ’ επέκτασιν ολόκληρη τη χώρα σε δύο στρατόπεδα ηθικής. Εκείνης που προπαγάνδιζε τη σταλινική μετάλλαξη του ανθρώπου της ύλης και της άλλης, που υπερθεμάτιζε, που ειδωλοποιούσε μάλλον την απόλαυση της δημοκρατικής ολοκλήρωσης. Η τελική επιδίωξη του Βάλτερ Ούλμπριχτ (1893-1973), του πρώτου δηλαδή γραμματέα της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ήταν να πάρει «άριστα» στις σκληρές εξετάσεις του σοβιετικού φροντιστηρίου, ενώ η αντίπερα όχθη, συνασπισμένη με τους Ευρωπαίους εταίρους της, προχωρούσε στην αναδιάταξη της γηραιάς ηπείρου.

Οι ήρωες του Χάινριχ Μπελ δεν είναι τίποτε άλλο παρά τα συμπαθή, εύθραυστα εκκρεμή, τα αθύρματα επίμονων, ενίοτε μοιραίων επιθυμιών, που επιζητούν από πόλη σε πόλη, από περίσταση σε περίσταση, την άμεση ικανοποίηση των αναγκών τους, συμβιβαζόμενα κατ’ ανάγκην με τις ιδιορρυθμίες και τις καταστατικές απαιτήσεις του αντίστοιχου κοινωνικο-πολιτικού καθεστώτος. Στις ραφές της ζωής ανιχνεύεται η σπορά των παθών, που θα παρασύρουν τους χαρακτήρες του βιβλίου στη μετωπική τους ρήξη με τον δεδομένο αντίπαλο, δηλαδή με ό,τι συνιστά ένα στιβαρό status quo. Εδώ εκλύεται η καλώς συγκερασμένη αφηγηματική τέρψη. Ο Γερμανός νομπελίστας οδηγεί μαθηματικά την πλοκή στην απρόβλεπτη λύση του δράματος, απαλύνοντας την οδύνη. Το δικαστήριο πείθεται να εκτιμήσει τον εμπρησμό ως να ήταν ένα ιδιότυπο καλλιτεχνικό συμβάν, ένα happening!

Η αισθητική της πυράς είναι η μέθοδος της κάθαρσης: οι δράστες δεν ευαγγελίστηκαν το τέλος του κόσμου, ούτε βεβαίως θέλησαν να υπονομεύσουν τη στρατιωτική μηχανή. Απλώς κατέδειξαν μέσα από μια ασφαλώς ακραία αισθητική εμπέδωση την αντίθεσή τους στην ισοπέδωση που προοιωνίζονται συγκεκριμένες ιδεολογίες.

Ο πατήρ Γιόχαν και ο υιός Γκέοργκ Γκρουλ, που έδωσαν τη «μάχη της ζωής τους» εκείνη την ημέρα του Ιουνίου του 1965, πυρπολώντας κατ’ ουσίαν το όνειρο της προόδου, παραπέμπουν εμμέσως στον ξυλουργό Ιωσήφ της Καινής Διαθήκης και στον για ένα διάστημα υπάκουο μαθητή και γιο του, κατά τα φαινόμενα, Ιησού Χριστό. Και τα δύο ζεύγη εκπροσωπούν ένα από τα αγαθότερα των επαγγελμάτων ανά την υφήλιο. Οι καλοκάγαθοι ξυλουργοί Γκρουλ είναι πρότυπα φιλήσυχων πολιτών. Δρουν σύμφωνα με τις καταστατικές επιταγές της θανάσιμα ηττημένης πατρίδας τους, που αναγεννάται κυριολεκτικά από τις στάχτες της. Κάποια όμως στιγμή οι πειθήνιοι συνάδελφοι τού Ιησού εγείρονται. Τότε καίνε, καταστρέφοντας κατά τρόπο πανηγυρικό, το ομοίωμα της πίστης σε μια εκφυλιστική τάξη πραγμάτων. Πρόκειται για το εμβληματικό όχημα των λεγεώνων της σύγχρονης εποχής. Οι ξυλουργοί-εμπρηστές μιμούνταν, με άλλα λόγια, την ανάλογη στάση του θυμοειδούς Ιησού, που δεν δίστασε να προπηλακίσει τους υβριστές εμπόρους που μαγάριζαν το πνεύμα, την υπερδομή του Ναού (του Πατρός Του).

Πατήρ και υιός Γκρουλ είναι κατά συνεκδοχήν οι μύστες της αντι-αλλοτρίωσης. Η συνθετική πληρότητα του μυθιστορήματος αρθρώνει μια πρόταση που κινητοποιείται εξίσου δυναμικά με το βιβλικό ρήμα. Η μετάφραση λογίζεται λυσιτελής, οι δε άφθονες υποσημειώσεις της συνδράμουν πολλαπλώς στην κειμενική απόλαυση.

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.