You are currently viewing Δάφνη Μπιτζάρου: Ο Καλόγερος του Monte Cassino (5ο και τελευταίο μέρος)

Δάφνη Μπιτζάρου: Ο Καλόγερος του Monte Cassino (5ο και τελευταίο μέρος)

Στα 4 προηγούμενα:
Ο καλόγερος φεύγει από το μοναστήρι των Βενεδικτίνων μοναχών στο Monte Cassino, νότια της Ρώμης με πορεία προς την Κωνσταντινούπολη όπου θα δώσει ένα χειρόγραφο με το έργο του Πλάτωνα «Ευθύφρων» και θα αντιγράψει ένα άλλο. Το πρώτο μέρος της διαδρομής του είναι η πορεία του προς τη Βενετία από όπου θα πάρει όποιο καράβι βρει για την Πόλη.
Το χειρόγραφο που κουβαλά τον στοιχειώνει με τις αναφορές του στη δικαιοσύνη και τη θεϊκή βούληση σε αντιδιαστολή με την πενία και τη νηστεία που επιβάλει το τάγμα του. Ο μοναχός συνεχίζει το θαλάσσιο ταξίδι του προς την Κωνσταντινούπολη.
Το καράβι αφού πέσει στα χέρια πειρατών τελικά σώζεται λεηλατημένο και συνεχίζει την πορεία του προς τη Βασιλεύουσα. Ο μοναχός φτάνει στη Μονή του Στουδίου, όπου παραδίδει το χειρόγραφό του και ζητά να αντιγράψει το έργο «Κύριαι Δόξαι» του Επίκουρου.
Ο μοναχός ζει και εργάζεται στο σκριπτόριο της Μονής του Στουδίου. Προβληματίζεται για τη δικαιοσύνη και το δικαίωμα στην ευδαιμονία.
1ο μέρος: https://www.periou.gr/δάφνη-μπιτζάρου-ένα-διήγημα-σε-συνεχέ/
2ο μέρος: https://www.periou.gr/δάφνη-μπιτζάρου-ο-καλόγερος-του-monte-cassino-μέ/
3ο μέρος: https://www.periou.gr/δάφνη-κυριακή-μπιτζάρου-ο-καλόγερος-τ/
4ο μέρος: https://www.periou.gr/δάφνη-μπιτζάρου-ο-καλόγερος-του-monte-cassino-me-2/
Εικόνα 18 Καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο
Πηγή: http://greekhistoryandprehistory.blogspot.com/2017/05/blog-post_27.html

 

Μετά από δυο χρόνια στο μοναστήρι ο φτωχός κι άλλοτε σκελετωμένος καλόγερος του Monte Cassino μεταμορφώνεται σε έναν ακμαίο άντρα που δείχνει πια την πραγματική ηλικία του, γύρω στα σαράντα πέντε, γεμάτος δύναμη και θέληση για την ομορφιά της ζωής. Η μόρφωσή του αντανακλά στην όψη του και το ερευνητικό πια βλέμμα του πλανάται μέσα και έξω από το μοναστήρι, στους γύρω δρόμους της Προποντίδας και στη ζωή της πόλης που κείτεται πιο κάτω. Ο καλόγερος γυρνάει στους χώρους του μοναστηριού με άνεση και οικειότητα. Αποθαυμάζει όλα τα εργαστήρια της Μονής που φωλιάζουν μέσα τους άνθρωποι και εργαλεία για το ράψιμο, το στόλισμα και το δέσιμο των κωδίκων. Μαθαίνει σιγά σιγά πώς να λιώνει το μέταλλο και το χρυσό για τα βαρύτιμα δεσίματα, πώς να τα ράβει με τη χοντρή βελόνα, πώς να πλουμίζει τη ράχη τους και ονειρεύεται χωρίς να πλησιάζει την τέχνη του να μπορεί να φτιάξει τις πολύχρωμες μικρογραφίες με τα πρόσωπα των αγίων, τα σπίτια και τις θάλασσες που ομορφαίνουν τα χειρόγραφα. Ώρες – ώρες σαστίζει, το απλό σκριπτόριο του Monte Cassino φαίνεται πια πρωτόγονο μπροστά σε τούτη την υψηλή τέχνη των κωδίκων που τον θαμπώνει και μέσα σ΄αυτή βουτάει όλο του το είναι. Δεν αμφισβητεί πια τον πρωτοκαλλιγράφο και την πιστή αντιγραφή των χειρογράφων. Ξέρει την αξία τους τόσο την ουσία των γραπτών όσο και την τιμή τους σε χρήμα, όταν είναι σωστά και όμορφα διακοσμημένα στην ακριβή λευκή περγαμηνή. Άλλος κόσμος πια, γεμάτος χρώμα, ευωδιές, αρμονίες, ψαλμωδίες και ομορφιά. Κατανοεί τα λεγόμενα αυτών που διαβάζει, τα βράδια κοιτάζει ξανά και ξανά τις απλωμένες αράδες των βιβλίων και θαυμάζει την απλότητα της σκέψης, κι ας κολλάει στις αιτίες και στη λύση των μυστηρίων που τον κυνηγούν.

«Ουκ  έστιν  ηδέως ζην άνευ του  φρονίμως και καλώς και δικαίως, ουδέ  φρονίμως και δικαίως άνευ του ηδέως[1]» [δεν μπορεί να υπάρχει ευχαρίστηση χωρίς φρόνηση και δικαιοσύνη, ούτε φρόνηση και δικαιοσύνη χωρίς την ευχαρίστηση].

Νάτη πάλι αυτή η ευχαρίστηση, η απόλαυση της ζωής, η γλυκύτητα που πηγάζει μέσα από τη λέξη «ηδέως» που τον ταράζει μέχρι τα κατάβαθα του είναι του. Κι αυτή είναι δεμένη με τη δικαιοσύνη και δίπλα της η φρόνηση, αυτό που κάνει έναν άνθρωπο να κατακτά την ηρεμία και τη γαλήνη, όχι όμως μέσα από την τιμωρία της σάρκας αλλά μέσα από την απόλαυση, τη γλυκύτητα, την ομορφιά της αίσθησης του δικαίου, απαλλαγμένη από την εκδίκηση. Πρώτη φορά στη στερημένη του ζωή, αναθυμάται τα παιδικά του χρόνια στο λασπωμένο χωριό του στους πρόποδες του Monte Cassino, τα βελάσματα των κατσικιών, τις κρυφές ματιές των γυναικών έξω από τις καλύβες και την αβάσταχτη πείνα. Τη σωτηρία της λιγοστής τροφής που του έδωσε το τάγμα του από παιδί και την κοπιώδη πορεία του μέσα στο μοναστήρι, στη γραφή, στην πενία και στην εγκράτεια. Τι αλήθεια δεν έζησε; Ποιος ξέρει; Ποια είναι η γλυκύτητα που μιλάει το κείμενο; Ποια είναι τελικά η φρόνηση και ποια η δικαιοσύνη; Πόσο δίκαιη εν τέλει είναι η στέρηση των πάντων; Θυμάται ξανά τον κώδικα που έφερε μαζί του όταν ήρθε. Μοιάζει να πέρασαν αιώνες, αλλά τα μαύρα γράμματα του φωνάζουν μέσα από τις γραμμές «το όσιο είναι άραγε και δίκαιο; Κι αν ναι, μόνο ένα μέρος του δικαίου είναι όσιο![2]» χάνεται στη δίνη της σκέψης του. Αν μόνο ένα μέρος του δικαίου είναι όσιο, τότε το υπόλοιπο τι είναι; Ανόσιο; Μήπως αυτό το υπόλοιπο είναι το «ηδύ» που έχασε στην πορεία πάνω στο Monte Cassino; Μήπως άλλο ένα κομμάτι του είναι η φρόνηση; Η φρόνηση του να ζεις με σεβασμό και αγάπη για τος εαυτό σου και τους άλλους; Απλοϊκό μα μήπως το δίκαιο είναι να είσαι δίκαιος με τον εαυτό σου και τους άλλους; Μήπως εδώ είναι η απάντηση; Μέσα στο όσιο είναι το δίκαιο, δίκαιο δεν υπάρχει χωρίς ευχαρίστηση, άρα η ευχαρίστηση τον οδηγεί στο δίκαιο και από κει στο όσιο. Θέ μου αμάρτησα μουρμουρίζει αλλά στο βάθος νοιώθει ελεύθερος.

Η άνοιξη πλησίαζε. Το Πάσχα των ορθοδόξων ερχόταν μέσα στα λουλούδια και το φως. Άνθρωποι της πόλης φτάνουν με κάνιστρα και πρόσφορα από την πόλη για τις λειτουργίες της Μεγάλης Εβδομάδας. Μεγάλη Τρίτη και ο κόσμος του μοναστηριού ψέλνει και προετοιμάζεται για τη μεγάλη γιορτή. Ο άλλοτε αποτραβηγμένος καλόγερος του Monte Cassino ετοιμάζεται να δοξάσει το θεό μέσα από την ισορροπία της ύπαρξής του, του έργου και της καλοταϊσμένης του κοιλιάς. Μέσα στην ψαλμωδία που αναδίνεται από το καθολικό του μοναστηριού ξεχωρίζει μια γυναικεία φωνή που αναδίνει το «ηδύ», όλη τη γλύκα της γυναικείας λατρείας:

οίμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,           

ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας.   

Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων,

ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ·    

κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας,          

ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει.             

Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας,           

ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις·

 

[  κι έλεγε οδυρόμενη: Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη

   και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.

   Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων,

   εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.

   Λύγισε στ’ αναστενάγματα της καρδιάς μου,

   εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.

   Θα καταφιλήσω τα άχραντα πόδια σου,

    και θα τα σκουπίσω πάλι με τις μπούκλες των μαλλιών μου·][3]

Εικόνα 19 Το Τροπάριο της Κασσιανής
Πηγή: https://www.askitikon.eu/agiologio/megali-evdomada/5176/to-tropario-tis-kassianis-ke-i-erminia-tou-66520/

 

Κι ονειρεύτηκε τη γυναίκα που μέσα στη δίνη του πάθους μιλάει και υμνεί τον άνδρα. Το τροπάριο της Κασσιανής ηχεί σαν ένα ερωτικό κάλεσμα και μια επίκληση στο θείο και στο δίκαιο και στο «ηδύ» και στη χαμένη πενία του καλόγερου και στη νιόβρετη ισορροπία του ωραίου και του ανθρώπινου που αναδύθηκε μέσα του, μέσα από τα χειρόγραφα, τα διαβάσματα, το μακρινό ταξίδι και τη ζωή του σ’ έναν κόσμο άλλο. Ανασηκώνεται στις άκρες των ποδιών του και ξεχωρίζει, μέσα στο πλήθος των πιστών που ψάλλουν, τη φωνή που με το κάλεσμά της μίλησε στην ψυχή του. Μοιάζει αέρας που ο γλυκασμός του κόβει την ανάσα. Δεν υπάρχουν πια αντιστάσεις και φόβοι της αμαρτίας για να τον κρατούν. Ο νους του έχει πια ξεκαθαρίσει το δίκαιο, το όσιο και το «ηδύ». Είναι όλα στο ίδιο επίπεδο και αχώριστα, σαν την αδιαίρετη τριάδα του θείου που υπηρέτησε τόσα χρόνια. Η φρόνηση μοιάζει να συνηγορεί καθώς η αναζήτηση του δίκαιου και του όσιου πρέπει να υποτάξει όχι τη φρόνηση μα στην πραγματικότητα την ατολμία. Πρέπει να κατακτήσει τη δικαιοσύνη και τη γλυκύτητα της ζωής τολμώντας, σταθερά και με θάρρος.

Κοιτάζει ξανά κι απλώνει το χέρι και ψιθυρίζει σιγά ένα κάλεσμα. Ναι, θα τολμήσει, θα τινάξει τον τραχύ μανδύα που τον τυλίγει τόσα χρόνια και θα βγει στο φως του δειλινού ν΄ αναστηθεί μαζί με το Χριστό, τούτο το Πάσχα. Η άγνωστη γυναίκα τον κοιτά ξαφνιασμένη και μέσα από τη μελωδία διακρίνει τον πόθο και το βλέμμα. Συγκατανεύει και ξαναγυρνά στο τραγούδι της.

Εικόνα 20 Η Γυναίκα της Προποντίδας
Πηγή: https://cityculture.gr/vyzantio-ndymata-ka-kalli-lalita/

 

Θ΄ ακολουθήσουν κρυφές συναντήσεις στ’ ακρογιάλι της Προποντίδας, καλάθια με φρέσκα φρούτα και μικρά στολίδια από το εργαστήρι των δεσιμάτων των κωδίκων. Ένα βήμα πριν το άλμα στο κενό, ο άλλοτε πένης καλόγερος θα ριχτεί στη δίνη των ενοχών. Όχι για το θείο και το όσιο και το δίκαιο και το «ηδύ» αλλά για την υπόσχεση να γυρίσει στο Monte Cassino. Του φαίνεται σαν όνειρο μα δεν μπορεί να ξεχάσει την υπόσχεση. Περιμένουν το χειρόγραφο! Κι ίσως μέσα από αυτό να αναρωτηθούν κι εκείνοι για το δίκαιο και το «ηδύ». Κι ας μην έχει εκεί το εκτυφλωτικό φως και τα λουλούδια του κήπου. Κι ας μην έχει τις μακρόσυρτες ψαλμωδίες, παρά μόνο τις αυστηρές επικλήσεις, το φραγκέλιο και τον τιμωρό θεό που θα τον στείλει να βρίσκεται η ψυχή του μετέωρη κι αβέβαιη ανάμεσα στην κόλαση και στον παράδεισο για πάντα. In limbo, ανάμεσα στον κερδισμένο χρόνο του Μοναστηριού και στο χαμένο της ζωής έξω από αυτό. Είπε θα γυρίσει! Κρυφό δάγκωμα μέσα του σαν του φιδιού. Κι όμορφο κατακόκκινο μήλο μπροστά του η γυναίκα της Μεγάλης Τρίτης, γεμάτη υποσχέσεις γήινες και χειροπιαστές κι όχι απόμακρες και υποθετικές της άλλης ζωής. Της αιώνιας άραγε;

Το παίρνει απόφαση, θα φύγει από το μοναστήρι του Στουδίου, θα βγει παραδομένος στην όμορφη Βασιλεύουσα Πόλη και θα βυθιστεί στη γήινη ζωή που του υπόσχεται. Θα δουλέψει σαν γραφέας και θα ζήσει σαν όλους τους άλλους λαϊκούς γύρω του. Το ν’ απαρνηθεί το ράσο του πια είναι μια ανακούφιση. Θέλει ν’ αφήσει πίσω του την εγκράτεια, την πενία, την υπακοή, την απόλυτη στέρηση. Αυτή τη φορά πάει με τη ζωή και τη φύση που του δίδαξε ο Αριστοτέλης, με τη δικαιοσύνη που διάβασε στον Πλάτωνα με την ευχαρίστηση που τον ξεσήκωσε στον Επίκουρο. Πάει ακόμα με την αρετή που κρατάει από το Χριστό του και τους ύμνους που μέρωσαν την ψυχή του. Μοναδικό σαράκι μέσα του, η υπόσχεσή του να επιστρέψει στο Monte Cassino. Μα είναι τόσο μακριά και οι θάλασσες γεμάτες πειρατές και οι δρόμοι γεμάτοι θάνατο. Όχι, δε διακινδυνεύει! Είναι η μια και μοναδική ευκαιρία του να ζήσει στ’ αλήθεια. Είναι δίκαιο φωνάζει μέσα του! Το δικό του δίκαιο!

Το άλλο πρωί παρουσιάστηκε στον ηγούμενο, του είπε ότι θέλει να φύγει και να συνεχίσει να πηγαίνει εκεί και να γράφει, τους νόμους του αυτοκράτορα, τα αρχαία συγγράμματα, τα ιατρικά και φαρμακευτικά έργα, τους χρονογράφους και τη δημιουργία του κόσμου. Θέλει να μάθει να ράβει και να δένει περίτεχνα τις περγαμηνές και να ζει στις παρυφές του μοναστηριού, κρατώντας το φόβο του Θεού που δεν ξεχώριζε πια σε παπικό και πατριαρχικό Χριστό αλλά σε ένα θεό δικής του κατασκευής, στα μέτρα του παλιού καλόγερου και του τωρινού λαϊκού άνδρα. Πήγαινε του είπε ο ηγούμενος με μικρό χαμόγελο ικανοποίησης. Δεν ένοιωθε ότι έχανε μια ψυχή το μοναστήρι αλλά ότι κέρδιζε έναν καλό τεχνίτη και πίσω στο βάθος του μυαλού του ότι τελικά θα είχε κάποιον που σε δεδομένη στιγμή θα είχε την όποια επιρροή με τους δυτικούς που πηγαινοερχόταν πια τακτικά. Έτσι θα τον είχε στο χέρι, μα έβλεπε κιόλας ότι η συμφωνία ήταν έντιμη και ισοβαρής και από τα δυο μέρη. Από την άλλη κανείς δεν έπρεπε να μένει στα μοναστήρια χωρίς να το θέλει. Αυτό μόνο κακοφημία ήταν μετά και δυσκολίες και έριδες. Ήρθε η ώρα να αποδώσει τον ξαναγεννημένο καλόγερο στη ζωή. Την Κυριακή σε παντρεύω με την ωραία γυναίκα που φέρνει τα κάνιστρα στη Μονή και μένεις πια εδώ γύρω, εργάτης του Μοναστηριού και γραφέας του.

Ευτυχία, γαλήνη και δόξα! Είχε νοιώσει τη δικαιοσύνη πάνω του, είδε μπροστά του τη φρόνηση μέσα από τη φανέρωση της επιθυμίας του να φύγει από το Μοναστήρι με τρόπο ευθύ και συνετό και ολοφάνερες συμφωνίες κι ετοιμαζόταν να νοιώσει το «ηδύ». Δόξασε το θεό του, τον ηγούμενο και τον Πρωτοκαλλιγράφο και άφησε πίσω του το Μοναστήρι του Στουδίου. Η ομίχλη του βράχου στο Monte Cassino είχε πια ξεθωριάσει. Ας είναι μουρμούρισε, ας είναι μια άλλη ζωή.

Ξυπνάει τα πρωϊνά με τη γεύση της ζεστασιάς της ανθρώπινης σάρκας, με τη μυρωδιά των λουλουδιών, με την προσμονή της τέχνης στο γράψιμο, με την αόρατη ελπίδα της ομορφιάς. Νοιώθει ότι ο κόσμος είναι δίκαιος, ότι η ομορφιά της φύσης συνοψίζεται στη γαλήνη ενός πρωϊνού, ότι η δικαιοσύνη έχει τα μάτια της συντρόφου του, ότι η φρόνηση κατοικεί στο μικρό του σπίτι στην άκρη της Προποντίδας. Μια καθημερινότητα δημιουργική, ανθρώπινη, αβάσταχτα γαλήνια και ανέλπιστη.

 Αλλάζουν οι εποχές και οι καιροί με μια ταχύτητα που διακρίνει πάντα τις ευτυχισμένες μέρες. Σα νερό που κυλάει, σαν όραμα επίγειο κι αληθινό. Καράβια πάνε κι έρχονται και θαλασσοπνιγμένοι ναυτικοί φτάνουν μέχρι την Προποντίδα.

 Καθώς περπατά προς το μοναστήρι ένα πρωί, βλέπει ένα ξυρισμένο κεφάλι, ένα τρίχινο ράσο και μια σκελετωμένη αγριεμένη μορφή, βγαλμένη από το μακρινό του παρελθόν να προχωράει προς τον περίβολο. Ενεός μπροστά στην άλλη όψη της ζωής που ήξερε και άφησε, κρύβεται, λουφάζει. Ελλοχεύει κουρνιασμένος πίσω από το ψηλό μαντρότοιχο. Σαν το στρυμωγμένο αγρίμι οπλίζεται με απόγνωση και άσβηστο πόθο και δύναμη τιτάνια να υπερασπίσει ότι κατάκτησε. Να υπερασπίσει την αύρα δικαιοσύνης, την ομορφιά της ζωής, τη γλυκύτητα των ανθρώπων. Τρομάζει, ήρθε η ώρα σκέφτεται να πληρώσω την υπόσχεση που δεν κράτησα, το ράσο που απαρνήθηκα, το χειρόγραφο που δεν γύρισα. Ήρθε ο τιμητής που θα ξεχρεώσω και το τελευταίο σπυρί ευτυχίας και το τελευταίο κομμάτι γαλήνης, το ύστατο χαίρε σε ένα κόσμο που έλιωνε μπροστά σ’ ένα ράσο και ένα ξυρισμένο κεφάλι.

Μια μοναχική ερινύα, τόσο μοναχική όσο κι ο ξενόφερτος τούτος καλόγερος σφηνώθηκε στο μυαλό του και ο κόσμος του πλημμύρισε απόγνωση. Κρύφτηκε, έγινε ένα με τον τοίχο του μοναστηριού και περίμενε. Η γραφίδα του βαθιά χωμένη στη ζώνη του, η ξυσμένη αιχμή της κοφτερή γεμάτη φονικό μένος. Η σκυφτή μορφή προχωράει με μετρημένα βήματα προς τη Μονή. Ο παλιός καλόγερος γεμάτος δύναμη και σφρίγος τινάζεται προς τα εμπρός, αρπάζει το τρίχινο ράσο και χώνει βαθιά τη γραφίδα κάτω από την καρδιά. Το αποστεωμένο κορμί σφαδάζει και το ράσο πέφτει κουβαριασμένο στο πλακόστρωτο.

Δε θα φτάσει ποτέ να αναζητήσει κανέναν, ούτε τα χειρόγραφα, ούτε τον ξεστρατισμένο μοναχό, ούτε τους κώδικες που του είπαν, ούτε το μήνυμα στον ηγούμενο, ούτε… ούτε… ούτε… Κενό, χωρίς απαντήσεις μια και κανείς δε θα υπάρχει πια να πει την αλήθεια. Κενό σαν τη ζωή στο Monte Cassino που τέλειωσε ένα μουχρωμένο πρωϊνό καθώς κατρακυλούσε το βράχο για να βρει το άγνωστο. Κενό σαν τη ζωή του εκεί, στα χρόνια που έχασε, στη ζωή που σπατάλησε μακριά από την ομορφιά, τη δικαιοσύνη, την ανθρώπινη ζεστασιά. Και τώρα; Αναρωτήθηκε. Τα πάντα έχουν κάνει τον κύκλο τους αναστοχάζεται. Κοιτάζει με τρόμο και ανακούφιση το σκοτεινό κουβάρι του ράσου μπροστά του.

Ο τοίχος του μοναστηριού στέκει αποσβολωμένος, η θάλασσα της Προποντίδας αγγελοκρούεται και σφαδάζει ενώ καταπίνει το χαμένο όνειρο.

 

Μέσα από το πέλαγος αναδύεται την ίδια στιγμή μια δεύτερη τερατόμορφη ερινύα που πάει και καρφώνεται ίσια στο μυαλό του, «η δικαιοσύνη!» αναλογίζεται. Το δικό του δίκιο αυτό που άδραξε και έχανε, αυτό το δίκαιο δικαίωμα στη ζωή και από την άλλη το δίκιο αυτού του φαντάσματος από το παρελθόν του να ζήσει. Ποιανού δίκιο υπερισχύει; Ποιανού το δίκιο είναι πιο όσιο; Τι είναι όσιο; Το αντάλλαγμα το είχε δώσει στο Θεό του πριν καν πάρει την απολαβή! Είχε υπηρετήσει τη στέρηση για σαράντα χρόνια και είχε τιμωρηθεί για αμαρτίες που δεν είχε καν διαπράξει. 

 

Η θέληση για ζωή και ευτυχία είχαν νικήσει το τρίχινο ράσο και το είχαν πάρει τελειωτικά στην αιώνια ζωή που τόσο πόθησε. Μήπως άραγε αυτός ο σκοτωμός να ήταν μια κρυμμένη ευλογία; Ποιος ξέρει! Ποιος αλήθεια μπορεί να το πει και ποια ερινύα να έχει άραγε την ευθύνη για το δίκαιο ή για το άδικο ή για το όποιο τέλος πάντων κρυμμένο μαρτύριο είναι μέσα στα σπλάχνα και τις γραφίδες των ανθρώπων; Ο παλιός καλόγερος στέκει αποσβολωμένος μπροστά στο κουφάρι. Και τώρα τι; Αναλογίζεται.

Η φρόνηση είχε χαθεί μέσα στον πανικό και στην ανταριασμένη θύελλα του δίκιου που τον έπνιγε. 

Το δίκαιο είχε μοιραστεί ανάμεσα στο δικαίωμα στη ζωή που πόθησε και κατάχτησε και στο δικαίωμα του άλλου στην ύπαρξη και στη δική του πίστη.

Το «ηδύ» είχε πετάξει μέσα στην αχλή του πρωϊνού και στην ανάσα που ακόμα μύριζε άνθη και ζεστασιά ανθρώπινης σάρκας. Το είχε ξεπλύνει στ’ αυλάκια του δρόμου το αίμα του ξενόφερτου καλόγερου.  

Εικόνα 21 Η Ερινύα ή αλλιώς ο δράκος. Από εικόνα του Αγίου Γεωργίου Δρακοντοκτόνου
Πηγή: https://www.diadrastika.com/2012/01/blog-post_18-38.html

 

 

Τέλος
Τα προηγούμενα:
1ο μέρος: https://www.periou.gr/δάφνη-μπιτζάρου-ένα-διήγημα-σε-συνεχέ/
2ο μέρος: https://www.periou.gr/δάφνη-μπιτζάρου-ο-καλόγερος-του-monte-cassino-μέ/
3ο μέρος: https://www.periou.gr/δάφνη-κυριακή-μπιτζάρου-ο-καλόγερος-τ/
4ο μέρος: https://www.periou.gr/δάφνη-μπιτζάρου-ο-καλόγερος-του-monte-cassino-me-2/
 
Βιβλιογραφία
Rule of St Benedict, with a calender. Χειρόγραφο 5431 https://www.bl.uk/catalogues/illuminatedmanuscripts/record.asp?MSID=7321&CollID=8&NStart=5431 (πρόσβαση 03/10/2021).
  1. Horn and E. Born, The Medieval Monastery as a Setting for the Production of Manuscripts, The Journal of the Walters Art Library 44 (1986) https://www.jstor.org/stable/20169021 πρόσβαση 03/10/2021.
Bloch, Herbert (1986). Monte Cassino in the Middle Ages. Roma: Edizioni di Storia e de Letteratura.
Abbazia di MonteCassino. http://www.abbaziamontecassino.org/
Irigoin, Jean. Les conditions materielles et la production du livre a Byzance de 1071 a 1261. Congres international des etudes Byzantines (Athens, 1976, pp 14-28.
Ελεόπουλος, Ν. Η Βιβλιοθήκη και το Βιβλιογραφικόν Εργαστήριον της Μονής του Στουδίου. Αθήνα: Γρηγόρης, 1967.
Hussey, Joan Marvyn. Ascetics and humanists in eleventh century Byzantium. LondonQ William’ s Trust, 1960.
Atsalos, B. La terminologie du livre-manuscript a l’ epoque Byzantine. Salonica, 1971.
Bernardinello, S. Copisti di codici greci del X al XAVI secolo. Padova: Liviana, 1982.
Browining, Robert. Courants intellectuels et organization scolaire a Byzance au XI xiecle. Traveaux et memoires du centre de recherches d’ histoire et civilization de Byzance VI (1976): 219-222.
Irigoin, Jean. Les debuts de l’ emploi du papier a Byzance. Byzantinische Zeitschrift 46 (1963):314-319.
Irigoin, Jean. Centers de Copie et Bibliotheques. Byzantine Books and Bookmen. Washington, 1975.
Cutler, A. The social status of Byzantine scribes, 800-1500. A statistical analysis based on Vogel-Gardthausen. Byzantinische Zeitschrift 74 (1981): 328-334.
Diringer, D. The illuminated book, its history and production. London: Variorum Reprints, 1967.
Florovsky, G. Ο Άγιος Βασίλειος και ο μοναχισμός. https://www.imaik.gr/?p=6449 [πρόσβαση 21/10/2021].
 
 
 
 
[1] Επίκουρος, Κύριαι Δόξαι, V
[2] Πλάτων, Ευθύφρων, 12d
[3] Τροπάριο της Κασσιανής (μετάφραση Φ. Κόντογλου) https://www.saint.gr/5/texts.aspx [πρόσβαση 29/10/2021]

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.