You are currently viewing Δάφνη Μπιτζάρου: Τα λουλούδια των αισθημάτων – ανάβαση στην Πεντέλη 

Δάφνη Μπιτζάρου: Τα λουλούδια των αισθημάτων – ανάβαση στην Πεντέλη 

Στροφή του χωματόδρομου που απλώνεται στην ήπια ανηφόρα μέσα στα αγριολούλουδα. Ο πρώιμος ανοιξιάτικος ήλιος, καυτός πάνω στις πέτρες, προσπαθούσε να στεγνώσει το κρύο του χειμώνα και να διώξει τις μνήμες από τις νεροποντές και τους αέρηδες. Πυρπολούσε τη φύση για να ανασταίνεται και καλούσε την Περσεφόνη να ξανανέβει στη γη  ενώ κοιτά πίσω της τον Άδη με πόνο για τη χαμένη σκοτεινή ομορφιά του και τα απωλεσμένα νεκρικά ακροδάχτυλά του. Η προσμονή για το κάλεσμα της ζωής σκίρτησε πρωτόγνωρα. Μικροί μίσχοι αναδεύτηκαν και πέταλα αναρρίγησαν στην πρώτη απαλή πνοή που λες και φύσηξε τη ζωή που δεν ήθελε νάρθει.

Θαυμασμός στο μικρόκοσμο του τοπίου. Μικρές πολύχρωμες συστάδες επιβεβαίωναν το θαύμα. «Κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα»(Δ. Σολωμός, Ελεύθεροι πολιορκημένοι, Ο Πειρασμός, Γ Σχεδίασμα).  Το συναίσθημα του ποιητή λες και πραγματώνεται πάνω στο ανοιξιάτικο βουνό ενώ ο κίνδυνος ελλοχεύει και κάνει την ομορφιά σχεδόν οδυνηρή. «Ω γλυκύ μου έαρ» σα ν’ ακούστηκε πιο πολύ σαν αναστεναγμός παρά σαν ψαλμωδία.  Είναι σκληρό να θάβεις τον Άδωνι την άνοιξη μέσα στη βλάστηση και στην ολοκληρωμένη τελειότητα των λουλουδιών που καλούν στη ζωή, στις μικρές απολαύσεις των ζωντανών αισθήσεων και των νεκρωμένων αισθημάτων. Κάθε λουλούδι μια χωριστή οντότητα, ένα αυτοτελές θαύμα, η έκφραση μιας αλήθειας κι ενός αισθήματος που μετουσιώνεται σε γήινη υπόσταση.

Κοιτά κανείς τα κραυγαλέα και λαμπερά, γιατί αυτά βλέπει πρώτα και θριαμβευτικά, αυτά τον συνεπαίρνουν στο τώρα. Γυαλιστερές κίτρινες νεραγκούλες, αυτές με το βολβό κάτω από τη γη, λαμπυρίζουν περίτρανες στον ήλιο μ΄αυτή τη βεβαιότητα της εφήμερης αθανασίας και την πεποίθηση ότι η λάμψη αυτή θα είναι αιώνια. Όπως κι εμείς κάποτε κοιτάζαμε ανυποψίαστοι τη ζωή, λαμπεροί και πανέμορφοι, ωραίοι και γι αυτό προνομιούχοι.

Ranunculus Bulbosus/ Ρανούνγκουλος ο βολβόρριζος ή πιο απλά Νεραγκούλα με βολβό

Γυαλάδα που θα ξεφτίσει στο λιοπύρι και θ’ αφήσει πίσω της μια αόρατη μαγιά από ξερές ρίζες, χωρίς απαιτήσεις και πόθους, νεκρό χορτάρι κάτω από τα πέλματα. Δε θα σου αφήσει τίποτα που να θυμίζει τη λάμψη παρά μόνο μια ανάμνηση που θα αναδύεται βραχύβια κάθε άνοιξη, για να θυμάσαι τι υπήρξες και να παίρνεις κάποιο από αυτό το εφήμερο φως, μουρμούρισε ο ήλιος κι η νεραγκούλα κοίταξε φιλάρεσκα το κενό.

 Άδοξες και δοξαστικές αγριομολόχες κοιτούν λες και αποπνέουν τη βεβαιότητα της ζωής και την ελπίδα του να σ’ αγγίξει κάποτε ένα χέρι που να θελήσει να σε θεραπεύσει, να κλείσει τις πληγές και να σου πει απλά, πάμε. «Αλάνα γεμάτη τσουκνίδες και, αν το αξιωθείς, καμιά θεραπευτική μολόχα». (Έφη Φρυδά, Ποίηση είναι).

 Μολόχα ή Μαλάχη η άγρια / Malva sylvestris

Καμιά γυαλάδα ή έπαρση, η αγριομολόχα αποπνέει σιγουριά χωρίς να υπόσχεται, αγριάδα και ήρεμη σταθερότητα. Κοιτάζει με κατανόηση τον κόσμο και λέει με βεβαιότητα: σίγουρα θα σε θεραπεύσω, θα σε κάνω να δεις τη ζωή αλλά με δυσκολία, κάτω κοντά στο χώμα και στο γήινο είναι σου, με τα τραχιά μου φύλλα, τα απαλά μου πέταλα και την άκακη τροφή που κρύβω μέσα μου και τάιζα τους λαούς της φτώχειας[1]. Μ΄αυτά θα σε γιατροπορέψω, θα πλύνω τα κουρασμένα σου πέλματα και θα σε παραδώσω ξανά στο ταξίδι της ζωής. Ταπεινό και σκεπτόμενο. Βουβό και αποσβολωμένο από την ταπεινότητα των θαυμάτων.

Μικρή ελπίδα για να προχωρήσει κανείς την ανηφόρα και να μην τρομάξει στη θέα των χρωμάτων που σκεπάζουν την υπώρεια του βουνού  και τα μάρμαρα που κρύβονται στα σπλάχνα του. Τα τσαλακωμένα λουλούδια των θάμνων των κίστων σκαρφαλωμένων στις πλαγιές  μισοκρύβουν τους όγκους των μαρμάρων  που ξέφυγαν από τα λατομεία του αρχαίου κόσμου κι έμειναν εκεί να ατενίζουν τη σύγχρονη τερατούπολη των δυσανάλογων κτιρίων και της απώλειας του ανθρώπινου μέτρου. Μένουν εδώ, ακίνητα, να γυαλοκοπούν με το κρυμμένο σμυρίδι μέσα τους για να φωλιάσουν πάνω τους οι κίστοι και οι ασπάλαθοι.

Κίστος/ Cistus Incanus

Τσαλακωμένα πέταλα και τσαλακωμένα αισθήματα, όμως ακόμα όμορφα να σχίζουν με το βαθύ ροζ- μωβ χρώμα τους το κενό του ουρανού. Μικρό παράταιρο το λουλούδι του κίστου[2], γεμάτο αντίδοτα στην τοξικότητα, βότανο γνωστό και σαν άγριο τριαντάφυλλο που ξανθίζει μόλις το κόψει το ανθρώπινο χέρι από μια απληστία της στιγμής να φυλακίσει, να δρέψει λίγη φευγαλέα ομορφιά, μιαν ανάσα δημιουργίας, μια μαγική αντίδραση στην τοξικότητα της ζωής, της καθημερινότητας, της εξουσίας, του εγωισμού, της μικρότητας. Μήπως μπορεί ο κίστος να βάλει μιαν ασπίδα στα μιθριδατικά δηλητήρια της καθημερινότητας; Κάπου διάβασα:

Καθημερινά λαμβάνω μικρή δόση θανάτου
για ν’ αποφύγω το αναπάντεχα ακαριαίο.
Την πρώτη μέρα παίρνω μια κουταλιά αδιαφορίας
την άλλη λίγη φιλαυτία
την τρίτη άδηλο κέρδος
κι έπειτα αναξιοπρέπεια, προστυχιά, βία
καταλαλιά κ.τ.λ. κ.τ.λ.
Ο Σύλλας θα περιφέρεται στην Αθήνα
πολύ νευρικός!  (Χρ. Αντωνίου, Μιθριδατισμός)

Μπορεί ο κίστος με τα αντίδοτά του να σε προστατέψει; Να σε κρατήσει δίπλα στον βράχο του αλώβητο, χωρίς να φοβάσαι τα επίβουλα σχέδια της όποιας εξουσίας και να αφήσει τον εντολοδόχο της εξουσίας, τον Σύλλα, αντί να συλήσει  αισθήματα, να δρέψει την ερημιά του;

Έλα λοιπόν μικρό λουλούδι του κίστου, μωβ, ροζ, άσπρο άλλοτε χλωμό κι άλλοτε πυρφόρο ανάλογα με τις ακτίνες του ήλιου και σκόρπισε τα δηλητήρια της ματαιοδοξίας, της ανισότητας, της μέθης, της ακρότητας, του μίσους… Μικρό αντίδοτο στο καθημερινό κώνειο που ρουφάμε σιωπηλά χωρίς διαμαρτυρίες και επιθανάτιες οιμωγές.

Ανάβαση, στροφή στην απότομη πια πλαγιά, παρηγορητικά χρώματα προκαλούν τις αισθήσεις. Κοντές ανάσες οδηγούν στο γύρισμα του ονείρου. Τρελά αιγοπόδια, απλωμένα σαν τις δαντέλες της ύστερης Αναγέννησης με τα περίτεχνα κι  ανάλαφρα σχέδια[3] έτοιμα να ρουφήξουν τη φλεγμονή και να καταλαγιάσουν το οίδημα που σωρεύτηκε στα πονεμένα μέλη και στις εκμαυλισμένες ψυχές. 

Άναρχα σκορπισμένα τα αγριολούλουδα, άναρχες σκέψεις και όλα ένα πολύχρωμο χαλί χωρίς υφάδι και στημόνι να τα κρατάει δεμένα. Χωρίς συνοχή, μα με αρμονία. Στριμωγμένα, ανταγωνιστικά να παλεύουν ποιο θα κυριαρχήσει, ποιο θα σταθεί κάτω από το φως, ποιο θα μιλήσει πρώτο, ποιο θα φανεί, ποιο, ποιο… ποιο θα φέρει τον  αναστοχασμό και μέσα από κει λίγη ίαση.

Αγωνίζεται το ένα να κυριαρχήσει πάνω στο άλλο, να καταπιεί, να διαγκωνιστεί, να φανεί… σαν τη χωρίς αιδώ κοινωνία των ανθρώπων, των αχρήστων, των κενών, των κάποτε κραταιών που αναθυμούνται τη γενιά τους μα δεν έχουν πια τίποτε κοινό με αυτή. Ακριβώς έτσι σαν τα μπασταρδολάχανα[4] που απλώνονται και βοούν και το μόνο που αφήνουν τελικά είναι μια αίσθηση ότι ναι … τα είδαμε κι αυτά κι αναρωτηθήκαμε ποια είναι.

Και φωνάξαμε για ν’ αλλάξουμε μα τελικά μόνο προσπαθήσαμε, μάταια, να βρούμε την ύπαρξή μας:

Στη Σμύρνη Λέλα, Ηρώ στη Σαλονίκη,
στο Βόλο Κατινίτσα έναν καιρό…
Τώρα στα Βούρλα με φωνάζουν Νίκη…


Ο τόπος μου ποιός ήταν; Ποιοί οι δικοί μου;
Αν ξέρω, ανάθεμά με!
Σπίτι, πατρίδα μου έχω τα μπορντέλα…


Πνιγμένου καραβιού σάπιο σανίδι
όλη η ζωή μου του χαμού…


Μ’ από την κόλασή μου στο φωνάζω:
εικόνα σου είμαι, κοινωνία, και σου μοιάζω.  (Γαλάτεια Καζαντζάκη, Αμαρτωλό)

Φυτρώνει τούτο το λάχανο άναρχα και πνίγει κάθε άλλο βοτάνι, κάνοντας συστάδες και ανακατεύοντας χρώματα και μύθους, αλλάζει χρώματα κάτω από το φύσημα του ανέμου με την ίδια ευκολία που αλλάζει ζωές. Πνίγεται και πνίγει, βοά και κωφεύει, απλώνει νωχελικά την ομορφιά του που είναι δηλωτική μόνο της αφθονίας της ύπαρξής του. Αποκτά θέλγητρα μόνο μέσα από το ανύφαντο χαλί που φτιάχνει, το χαλαρό σμάρι των χρωμάτων που αναδεικνύει και κρύβει το αδιάφορο κάλλος του…

Ακόμα μια στροφή στην υπώρεια του βουνού. Τα ξεχασμένα κι όμορφα μέσα στην προχωρημένη άνοιξη, απομεινάρια, των πρώτων σκιρτημάτων της γης. Μια ξανθισμένη κι ακόμα όμορφη ανεμώνα, μια ορχιδέα αφημένη από τη βροχή.

Ξασπρισμένη από τον ήλιο, η ανεμώνα που φέρνει μέσα της την πνοή του ανέμου, καθώς ο μύθος θέλει να ανθίζει μόνο όταν φυσά ο άνεμος, στέκει απόμακρη με πίστη στην ομορφιά και τη μοναδικότητά της ως προάγγελου της άνοιξης και της αναγέννησης της γης που προμηνύει. Στέκει εκεί με την απόλυτη βεβαιότητα της εύκολης (εξ ου και hortensis, που φύεται εύκολα σαν χόρτο δηλαδή) και σίγουρης άνθισής της στο πρώτο ζεστό άγγιγμα του ήλιου, στην πρώτη ιδέα της αναδυόμενης Περσεφόνης.

Ανεμώνη/ Anemone hortensis

Νάτη λοιπόν, μέσα από τον άνεμο και την ημι- χθόνια θεότητα, πεισματικά να ανατέλλει κάθε χρόνο και να διαλαλεί την ενιαύσια ανάδυση στο φως.

Ο Δίας …

Αλλά και στης πολύτροφης της Δήμητρας την κλίνη ανέβηκε.
Εκείνη γέννησε την Περσεφόνη με τα λευκά τα μπράτσα, που ο Άδης
την απήγαγε απ᾽ τη μητέρα της κι ο συνετός ο Δίας τού την έδωσε. (Ησίοδος, Θεογονία, στ 912-914, μετάφραση Στ. Γκιργκένης).

Ακόμα κι έτσι πριν την ολοκληρωτική δύση, ξεφτισμένη, ένα βήμα πριν το τέλος, η ανεμώνη ικετεύει να νοιώσει την αίσθηση της ζωής:

πού μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πώς υπάρχεις και δεν υπάρχεις
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.

….

Κι ούτε έχει σημασία που ασπρίσαν τα μαλλιά μου,

(δεν είναι τούτο η λύπη μου – η λύπη μου

Είναι που δεν ασπρίζει κ’ η καρδιά μου)

Άφησέ με νάρθω μαζί σου (Γ. Ρίτσος, Σονάτα του Σεληνόφωτος)

 Ταξίδι που δε θέλει κανείς να αφήσει, ζωή που αγκιστρωνόμαστε πάνω της και δε θέλουμε να παραιτηθούμε αν και ξεφτισμένοι, αποσβολωμένοι, ενεοί μπροστά στο προκαθορισμένο κι αναπόφευκτο που μας ξεπερνάει.

Σαν ξωτικό και παραδείσιο πουλί μια άγρια ορχιδέα καθισμένη πάνω στις πέτρες, προκλητική κι ανεπανάληπτη, διέγερση των αισθήσεων και των οίστρων της γης. Μοναχική κι ανυπέρβλητη μονολογά στίχους θείους:

Το ξέρω πώς καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα,
μονάχος στη δόξα και στο θάνατο.

Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.  (Γ. Ρίτσος, Σονάτα του Σεληνόφωτος).

Κάτω χαμηλά στους πρόποδες του βουνού εκτυφλωτικό μωβ, πένθιμο και πανηγυρικό το δέντρο του Ιούδα φωνάζει για το άδικό του. Το άδικο του σκληρού επαναστάτη που πίστεψε και απατήθηκε, που πρόδωσε εν ονόματι της επανάστασής του και τρόμαξε από το μέγεθος της πράξης, που λούφαξε κι αναδύθηκε, που ζήτησε μια συγγνώμη που δεν μπόρεσε νάρθει, που καταδικάστηκε ως το εξιλαστήριο θύμα μιας τραγωδίας που δε θέλησε. Το θύμα μιας ερινύας χωρίς προηγούμενο, μιας κάθαρσης που έπρεπε να ξεπλυθεί με ντροπή και θάνατο. Μέσα στην ομορφιά του εξαγνισμού, μέσα στη δίνη των τύψεων που κάθε ένας μας έχει μια δικαιολογία και μια δική του, ολόδική του αλήθεια. Το δέντρο της Ιουδαίας, γνωστό σε μας και ως κουτσουπιά (ή κικουκιά στα επτάνησα) από μια γλυκιά και δίκαιη παραφθορά δόθηκε σα δώρο στον Ιούδα ως «αίροντα στους ώμους του τις ερινύες του κόσμου» και ως αυτού που ανέλαβε να ντύσει τις ενοχές μας με θάνατο. Θα ‘θελα να πιστεύω πως το μωβ χρώμα των φαντασμαγορικών ανθών του δέντρου, σφηνωμένων πάνω στα κλαδιά και τον κορμό του, πενθεί τον Ιούδα, βάφεται με το αίμα και τη μελαγχολική του τυραννισμένη συνείδηση,  δίνει ομορφιά κι εξαγνισμό, δίνει μια ήρεμη πεποίθηση ότι τίποτα άλλο κακό δεν μπορεί πια να συμβεί στον κόσμο. Τα άνθη εξαγνισμένα αφήνουν να πέσουν κάτω χαμηλά στο χώμα οι ποταπές αήθεις λέξεις των αρχιερέων, όπως πέφτουν τα ανείπωτα μικρά εγκλήματα της καθημερινότητάς μας μαζί με τις ασυνείδητες μικρότητες και τ’ ανομολόγητα άγη, ενώ ανυψώνουν την τυραννισμένη ψυχή του Ιούδα:

 

Τότε ἰδὼν ᾿Ιούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν ὅτι κατεκρίθη, μεταμεληθεὶς ἀπέστρεψε τὰ τριάκοντα ἀργύρια τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ τοῖς πρεσβυτέροις λέγων· ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῷον. οἱ δὲ εἶπον· τί πρὸς ἡμᾶς; σὺ ὄψει. Καὶ ρίψας τὰ ἀργύρια ἐν τῷ ναῷ ἀνεχώρησε, καὶ ἀπελθὼν ἀπήγξατο. (Κατά Ματθαίον, 3-6)

Τότε ο Ιούδας που παρέδωσε το Χριστό, είδε ότι κατακρίθηκε για την πράξη του, μετάνιωσε και επέστρεψε στους αρχιερείς και τους προύχοντες τα τριάντα αργύρια λέγοντας: αμάρτησα παραδίνοντάς σας αίμα αθώο. Κι αυτοί του είπαν: Τι μας νοιάζει; Εσύ το έκανες. Κι εκείνος αφού έριξε τα νομίσματα στο ναό αποχώρησε, κι αφού έφυγε κρεμάστηκε.

Αλλά και στις Πράξεις των Αποστόλων (χωρία 1.18 και 1.19) η μοίρα του Ιούδα είναι κακή, σκληρή, ανελέητη γεμάτη εκδίκηση και αρχέγονα σκοτεινά συναισθήματα που αναδύονται από τον όχλο.

Ωστόσο, οι Απόστολοι τον τοποθετούν μέσα στη φύση και στο χτήμα που αγόρασε με τα τριάκοντα αργύρια. Ποιος ξέρει ίσως κάτω από το αστραφτερό μωβ δέντρο της αγαπημένης του γης, της Ιουδαίας. Ίσως εκεί να βρήκε τη λύτρωση του θανάτου και να σιγούρεψε την πιθανότητα της ποθούμενης επανάστασης του λαού του.

Πράξ. 1,18    οὗτος μὲν οὖν ἐκτήσατο χωρίον ἐκ μισθοῦ τῆς ἀδικίας, καὶ πρηνὴς γενόμενος ἐλάκησε μέσος, καὶ ἐξεχύθη πάντα τὰ σπλάγχνα αὐτοῦ·

Πραξ. 1,18    Αυτός λοιπόν, απέκτησε με τα άδικα χρήματα ένα χωράφι. [Εκεί] έπεσε μπρούμητα στο χώμα, το σώμα του κόπηκε στη μέση και χύθηκαν έξω όλα τα σπλάγχνα του.

Πραξ. 1,19    Καὶ γνωστὸν ἐγένετο πᾶσι τοῖς κατοικοῦσιν Ἱερουσαλήμ, ὥστε κληθῆναι τὸ χωρίον ἐκεῖνο τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ αὐτῶν Ἀκελδαμᾶ, τουτέστιν χωρίον αἵματος.

Πραξ. 1,19     Και έγινε γνωστό σε  όλους όσους κατοικούν στην Ιερουσαλήμ, ώστε να ονομαστεί από αυτούς, στη δική τους γλώσσα, το χωράφι εκείνο Ακελδαμά, δηλαδή χωράφι που έχει αγοραστεί με το τίμημα αίματος.

Δέντρο του Ιούδα  ή Κουτσουπιά /Κέρκις η κερατονιοειδής/ Cercis siliquastrum

Σαν άλλος Ιούδας, ο σύγχρονος άνθρωπος μετράει ξανά τις επαναστάσεις του, βυθίζεται στο μωβ χρώμα της προδοσίας του και γλύφει τις πληγές του μέσα στον ανοιξιάτικο ήλιο. Αραιά και που τυχαίνει να δει την ομορφιά κι όχι δοξαστικά μα κυριαρχικά να αναπολήσει τους παραδείσους που δε βρήκε.

 

Σημειώσεις:

[1] Τα φύλλα της μολόχας τριμμένα καταλαγιάζουν τους πόνους από τσιμπήματα και το έκζεμα. Το ποδόλουτρο με αυτά ανακουφίζει τα κουρασμένα πόδια. Η μολόχα είναι φυτό βρώσιμο όσο και βότανο και παρά την ουδέτερη γεύση της εκτιμήθηκε και χρησιμοποιήθηκε από τους Έλληνες, τους Ρωμαίους και τους Αιγυπτίους. Ο Πυθαγόρας ανέφερε ότι βοηθούσε στη σκέψη και ο Πλίνιος έλεγε ότι «Όποιος παίρνει ένα κουτάλι Μολόχα, αυτήν την ημέρα θα είναι απαλλαγμένος από όλες τις ασθένειες που θα έρθουν σε επαφή με αυτόν». Τον 16ο αιώνα θεωρούνταν το φυτό πανάκεια για όλες τις ασθένειες. Οι Αιγύπτιοι ακόμα και σήμερα φτιάχνουν τη «μολοχία» (σούπα).
[2] Ο κίστος είναι από τα πλέον αντιοξειδωτικά φυτά της ελληνικής γης, χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική ως αντιοξειδωτικό και το εκχύλισμά του περιέχει πολυφαινόλες που δρουν ενάντια σε ιούς, βακτήρια και μύκητες.
[3] Το λουλούδι αυτό, άσπρο, δαντελωτό λέγεται στ’ αγγλικά Queen Anne’s Lace /Δαντέλα της Βασίλισσας Άννας (1665-1714). Φαρμακευτικό βότανο χρησιμοποιείται σαν αντιφλεγμονώδες για την αντιμετώπιση της αρθρίτιδας.
[4] Φυτό που ανήκει στην οικογένεια της μουστάρδας. Χωρίς ιδιαίτερη χρησιμότητα.
                                                                                           *
Η Δάφνη Μπιτζάρου είναι καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής και Διευθύντρια του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών «Διαχείριση Πληροφοριών σε Βιβλιοθήκες, Αρχεία, Μουσεία». Είναι διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Τορόντο της Σχολής Πληροφοριακών Επιστημών (Information Science) του Καναδά. Έχει επίσης μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών από τη Σχολή Βιβλιοθηκονομίας και Επιστήμης της Πληροφόρησης (Library and Information Science) του Πανεπιστημίου Dalhousie, Halifax, Nova Scotia του Καναδά. Από το 1995 ζει και εργάζεται στην Ελλάδα

 

This Post Has One Comment

  1. Φωτεινή Ευθυμίου

    Δάφνη,
    Ξεδιπλώσατε μπροστά στα μάτια μας ένα πολύχρωμο χαλί, υφασμένο με πολύτιμα αγριολούλουδα, βαθιά ανθρώπινα συναισθήματα και μας καλέσατε να περπατήσουμε μαζί σας μία από τις πιο ωραίες ποιητικές διαδρομές… Αλήθεια, με συνεπήρε… η πνευματικότητα και η μελωδία του λόγου σας μου θύμισε την «ιδιωτική οδό» του Ελύτη, όμως με ένα άλλο άρωμα, αυτό της γυναικείας ψυχής. ΕΣΕΙΣ ΝΑ ΓΡΑΦΕΤΕ, κι εμείς να απολαμβάνουμε.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.